ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΑ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪKΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Ο
(΄Αρθρο 40 παρ. 1 του Κ.τ.Β.)

Στην Αθήνα σήμερα, 6 Ιουνίου 2005, ημέρα Δεύτερα και ώρα 18.40′ συνεδρίασε στην Αίθουσα 150 του Μεγάρου της Βουλής, η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Σωτήρη Χατζηγάκη, Α’ Αντιπροέδρου της Βουλής, με θέμα ημερήσιας διάταξης:
Ενημέρωση από τον Υφυπουργό Εξωτερικών κ. Ιωάννη Βαληνάκη, εν όψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που θα λάβει χώρα στις 16 και 17 Ιουνίου 2005.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη απαρτίας, έκανε την πρώτη ανάγνωση του καταλόγου των μελών της Επιτροπής. Παρόντες ήταν οι Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου μέλη της Επιτροπής κ.κ.: Σωτήριος Χατζηγάκης, Παναγιώτης Αδρακτάς, Σοφία Βούλτεψη, Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, Σοφία Καλαντζάκου, Ηλίας Καλλιώρας, Κωνσταντίνος Καρράς, Χρυσή Καρύδη, Δημήτριος Κωνσταντάρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Μπεκίρης, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Αικατερίνη Παπακώστα – Σιδηροπούλου, Ελένη Ράπτη, Μάριος Σαλμάς, Κωνσταντίνος Τασούλας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, Ιωάννης Χωματάς, Αθανάσιος Αλευράς, Δημήτριος Ανδρουλάκης, Μαρία – Ελένη Αποστολάκη, Ιωάννης Δημαράς, Άννα Διαμαντοπούλου, Πέτρος Ευθυμίου, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Ιωάννης Παπαντωνίου, Χρήστος Παπουτσής, Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος και Αθανάσιος Τσούρας, καθώς και οι Ευρωβουλευτές κ.κ.: Αντώνιος Σαμαράς, Νικόλαος Βακάλης, Ιωάννης Παπαδημούλης, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, Γεώργιος Καρατζαφέρης και Κωνσταντίνος Χατζιδάκης.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ο Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Βαληνάκης θα μας ενημερώσει για το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005, που θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμο μετά τις εξελίξεις που είχαμε με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα.
Το λόγο έχει ο κ. Βαληνάκης.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ (Υφυπουργός Εξωτερικών): Είμαστε σχετικά μακριά από την οριστικοποίηση της ατζέντας της ημερήσιας διάταξης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Γίνονται συνεχείς διαβουλεύσεις και υπάρχει σχετική ρευστότητα, κυρίως γύρω από τα δύο μεγάλα θέματα: το θέμα των δημοσιονομικών προοπτικών και το θέμα της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης.
Η ημερήσια διάταξη όπως έχει διαμορφωθεί περιλαμβάνει σε γενικές γραμμές το θέμα της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης, που αναμένεται να συζητηθεί στο δείπνο από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων το βράδυ της 16ης Ιουνίου και την επόμενη μέρα θα υπάρξει συζήτηση για τις δημοσιονομικές προοπτικές, που θα απορροφήσουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του ενδιαφέροντος. Θέματα τις ημερήσιας διάταξης είναι επίσης η διεύρυνση, η στρατηγική της Λισσαβόνας, το Πρόγραμμα της Χάγης για το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και οι εξωτερικές σχέσεις. Η προσοχή είναι εστιασμένη στα δύο πρώτα θέματα και θα επικεντρωθώ σε αυτά.
Ως προς την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη και τις δημοσιονομικές προοπτικές, υπάρχει έντονη κινητικότητα από όλες τις μεριές σε επίπεδο Υπουργών, Υφυπουργών και όλων των ασχολουμένων με αυτά και συμμετέχουμε ενεργά. Ήμουν την επομένη του γαλλικού δημοψηφίσματος στην υπουργική συνάντηση Ε.Ε. και μεσογείου, στην οποία το θέμα ήταν η ευρω-μεσογειακή συνεργασία. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν γύρω από τα δύο δημοψηφίσματα. Πρώτα το γαλλικά και στη συνέχεια αναμενόταν και το ολλανδικό. Είχα συζητήσεις με την προεδρεία και άλλους συμμετέχοντες σε αυτά τα συμβούλια, προκειμένου να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε καλύτερα και πιο αποτελεσματικά την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη. Υπάρχει έντονος προβληματισμός για την ερμηνεία των «όχι» που διατυπώθηκαν στην Γαλλία και τη Ολλανδία. Υπάρχει κοινή διαπίστωση ότι είναι πολύ δύσκολο να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα για το τι συνεπάγονται τα «όχι» αυτά ως προς την ακολουθητέα πορεία. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί μεταξύ τους λόγοι για τους οποίους οι Γάλλοι απέρριψαν τη Συνταγματική Συνθήκη και διαφορετικοί οι Ολλανδοί.
Σχετικά με τις ελληνικές θέσεις απέναντι στην Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, η ελληνική Κυβέρνηση πιστεύει ότι δεν υπάρχουν αδιέξοδα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων δεν μπορούν να θεωρηθούν και δεν είναι εντολή για αναστολή της οικοδόμησης της ευρωπαϊκής πορείας. Η διαδικασία της κύρωσης, με τους τρόπους που κάθε χώρα επέλεξε, πρέπει να συνεχιστεί. Υπάρχει η δήλωση υπ’ αριθμόν 30 που συμφωνήθηκε γιατί ήταν πιθανό μέσα από τη διαδικασία των κυρώσεων και των δημοψηφισμάτων, να προκύψουν και αρνήσεις, όπως στην Γαλλία και την Ολλανδία. Για να προληφθεί αυτό το ενδεχόμενο, έγινε η δήλωση 30 που προβλέπει ότι θα προχωρήσουμε κανονικά στις κυρώσεις και την 1η Νοεμβρίου 2006, θα μετρήσουμε τις χώρες που θα έχουν κυρώσει και αν τουλάχιστον 20 έχουν κυρώσει και άλλες χώρες και οι υπόλοιπες μέχρι τις 25 έχουν δυσκολίες για την ολοκλήρωση των διαδικασιών, τότε το θέμα επιστρέφει για συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Μέχρι σήμερα 10 χώρες έχουν προχωρήσει δια της κοινοβουλευτικής κύρωσης, μεταξύ αυτών και η δική μας, ενώ 2 είναι αυτές που απέρριψαν δια του δημοψηφίσματος. Οι 10 χώρες που κύρωσαν τη Συνθήκη αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 50% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, γύρω στα 220 εκατ. ανθρώπους. Αυτό δεν είναι ευκαταφρόνητο αυτό που έχει επιτευχθεί ως προς την κύρωση της Συνθήκης. Εφόσον η Ελληνική Βουλή ολοκλήρωσε τις διαδικασίας κύρωσης, μένουμε σε αυτό.
Με αυτές τις θέσεις θα πάμε στη συζήτηση της επόμενης εβδομάδας. Θα προηγηθεί η συζήτηση σε επίπεδο Υπουργών Εξωτερικών την Δευτέρα και θα είμαστε υπέρ της πιο εποικοδομητικής λύσης για την Ε.Ε. και υπέρ της λύσης που εξασφαλίζει τα εθνικά μας συμφέροντα, έχοντας ακούσει και τις απόψεις του γαλλικού και του ολλανδικού λαού.
Περνώ στο θέμα των δημοσιονομικών προοπτικών 2007-2013. Το Νοέμβριο του 2003, έξι πλούσιες χώρες της Ε.Ε. συνεισφορείς στον προϋπολογισμό της, η Γαλλία, η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, η Σουηδία η Αυστρία και η Ολλανδία, διατύπωσαν σε επιστολή τους την άποψη ότι ο προϋπολογισμός αυτός δεν πρέπει να ξεπεράσει το 1% του Α.Ε.Π. της Ε.Ε. – μένοντας γνωστή ως ομάδα του 1% –  συναντώντας στην πορεία του χρόνου την αυξανόμενη αντίδραση των υπολοίπων χωρών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε τις δικές της προτάσεις το Φεβρουάριο του 2004, που στηρίζονταν στο 1,14%, έναντι του 1% πρότεινε η ομάδα των 6. Από τη στιγμή που αναλάβαμε να χειριστούμε αυτό το ζήτημα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε τη σφοδρή αντίδραση της ομάδας του 1%, που εξακολουθεί και σήμερα και δε μετακινήθηκε έκτοτε. Το 1% συνεπάγεται πολύ λιγότερα χρήματα για την πολιτική συνοχής, που είναι για μας και πολλές άλλες χώρες η ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της συμμετοχής στην Ε.Ε.. Ήταν ένα σημαντικό θέμα για μας και έτσι το αντιμετωπίσαμε. Η στρατηγική μας προέβλεπε να συνεννοηθούμε με την Ισπανία και την Πορτογαλία, από το Σεπτέμβριο του 2004, με τον Πορτογάλο ομόλογό μου και στη συνέχεια συναντηθήκαμε τριμερώς και πιστεύω σωστά να στηρίξουμε ευρύτερα τις προτάσεις τις Επιτροπής και γύρω από αυτές να δημιουργήσουμε μια ομάδα που κατέληξε μετά από μερικούς μήνες προσπαθειών να είναι σήμερα μια ομάδα 17 κρατών, ορισμένα παλιά και οι καινούριες 10 χώρες και συσπειρωθήκαμε στην προσπάθεια να είναι όσο το δυνατόν πιο μεγάλος ο φάκελος της συνοχής και τα κονδύλια που θα διατεθούν στην πολιτική συνοχής. Η προσπάθεια αυτή πιστεύω ότι απέδωσε στρατηγικά, διότι οι καινούριες χώρες έχουν δει την προοπτική της ένταξής τους ως προοπτική ανάπτυξης, που επιδιώκουν μέσω των κοινοτικών κονδυλίων που πιστεύουν ότι θα πάρουν. Άρα, από τη μια έχουμε ένα ποσό που διατίθεται για τη συνοχή και τη σύγκλιση των φτωχότερων κρατών – μελών με το μέσο όρο της κοινότητας, που είναι περίπου στα ίδια επίπεδο με το παρελθόν και από την άλλη, μια αύξηση του αριθμού των κρατών που διεκδικούν το κομμάτι από τη συνολική πίτα.
Αυτό λοιπόν αντιλαμβάνεστε ότι δημιουργεί μεγάλες δυσκολίες μαζί με τις αντικειμενικές δυσκολίες, τις οποίες πρέπει κανείς να παραδεχθεί, όπως ότι η χώρα μας δυστυχώς είναι 25 χρόνια στην Ε.Ε. και η απόσταση που τη χωρίζει από το μέσο όρο του κατά κεφαλή εισοδήματος της Ε.Ε. παραμένει σχεδόν η ίδια.
Συνεπώς, διερωτώνται ορισμένοι συνάδελφοί μου, αν τα χρήματα αυτά πράγματι αξιοποιούνται κατά τον τρόπο που πρέπει. Έχουν εισρεύσει, όπως γνωρίζετε ουκ ολίγα ποσά στα ελληνικά ταμεία, τα οποία όμως δεν έχουν αποδώσει. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ σε αυτό, θέλω όμως να τονίσω τις δυσκολίες που συναντούμε μαζί με τις άλλες που περιέγραψα προηγουμένως, της μεγάλης αύξησης του αριθμού των κρατών – μελών και μάλιστα των φτωχών κρατών – μελών, φτωχότερων από το μέσο όρο.
Η ομάδα αυτή των 17, επιδιώκει σήμερα να στηρίξει τις προτάσεις της Επιτροπής, άρα να αυξηθεί το τμήμα εκείνο της συνοχής, έτσι ώστε να ικανοποιηθούν κατά το δυνατό τόσο οι επιδιώξεις των νέων κρατών – μελών, όσο και των παλαιών κρατών – μελών της συνοχής, δηλαδή της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Ελπίζουμε ότι ο τελικός συμβιβασμός θα είναι τέτοιος που θα ικανοποιεί τη χώρα μας. Εάν γίνει δεκτή η πρόταση του 1%, των έξι δηλαδή καθαρών συνεισφορέων, αναλογούν περί τα 12 δις ευρώ για την Ελλάδα. Ελπίζουμε ασφαλώς ότι το ποσό θα είναι μεγαλύτερο. Μαχόμαστε για αυτό, γι’ αυτό και άλλωστε έχουμε ξεκινήσει αυτή την προσπάθεια, που όπως είπα, μας έφερε σε αυτήν την ομάδα των 17 κρατών, που στηρίζουν τις προτάσεις της Επιτροπής, στηρίζουν την ανάγκη αύξησης του φακέλου της συνοχής, αλλά βέβαια μεταξύ τους πολλές φορές έχουν διαφορετικά συμφέροντα.
Στόχος μας στις διαπραγματεύσεις είναι να υπάρξει ευτυχής κατάληξη και άρα πολιτική συμφωνία για το θέμα των δημοσιονομικών προοπτικών 2007 – 2013 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου. Αντιλαμβάνεστε ότι υπάρχουν χώρες που δεν επιθυμούν το θέμα αυτό να κλείσει επί Λουξεμβουργιανής Προεδρίας και αντιλαμβάνεστε επίσης, νομίζω, ότι όσο ο χρόνος περνάει με τις νέες στατιστικές που μπαίνουν σε λογαριασμό, τόσο δυσχεραίνει η κατάσταση για τη δική μας διαπραγματευτική θέση, δεδομένου ότι θα μας αναλογούν λιγότερα χρήματα με τις νέες αυτές στατιστικές.
Έχουμε κάθε συμφέρον να κλείσει αυτό το θέμα μέσα στη Λουξεμβουργιανή Προεδρία και καταβάλουμε προσπάθειες γι’ αυτόν το σκοπό. Γνωρίζετε επίσης ότι ο Πρωθυπουργός θα συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, μεθαύριο Πέμπτη, σε μία προσπάθεια να βρεθεί ο κοινός τόπος, ο οποίος είναι αναγκαίος προκειμένου να υπάρξει συμφωνία τον Ιούνιο.
Όσον αφορά στη διεύρυνση, είναι ένα θέμα το οποίο επίσης θα συζητηθεί, αν και εκτιμάται ότι δεν θα υπάρξει πολύς χρόνος. Θα συζητηθεί το θέμα της Κροατίας, στο οποίο ελπίζουμε να υπάρξουν ευτυχείς εξελίξεις, εντός των επόμενων εβδομάδων, με την έννοια της έμπρακτης διαβεβαίωσης για καλύτερη συνεργασία της Κροατίας με το Διεθνές Δικαστήριο.
Θα συζητηθεί επίσης το θέμα της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Είναι γνωστό ότι έχουν υπογραφεί πλέον οι συνθήκες ένταξής τους. Υπάρχει όμως πάντα η δυνατότητα, αν δεν εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει να καθυστερήσει για ένα έτος η ένταξη που έχει προγραμματιστεί για την 1η Ιανουαρίου 2007.
Υπάρχει βέβαια στη ημερήσια διάταξη και το θέμα της Τουρκίας. Επιτρέψτε μου να πω εδώ, και θα κλείσω με αυτό, ότι εκτιμούμε ότι οι πρώτες αντιδράσεις που υπάρχουν για τις τελευταίες εξελίξεις στο θέμα της Τουρκίας είναι ψύχραιμες και από τη μεριά της Τουρκίας και προς τη μεριά της Τουρκίας. Το θέμα της διεύρυνσης δε σχετίζεται θεσμικά με την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη και ουδείς έχει αμφισβητήσει τις αποφάσεις του Δεκεμβρίου του 2004. Εκείνες δηλαδή, στις οποίες στηρίχθηκε η απόφαση για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 3 Οκτωβρίου 2005. Συνεπώς προχωρούμε κανονικά. Ούτως ή άλλως πρόκειται για μια διαδικασία εξαιρετικά μακρά, όλοι γνωρίζετε ότι κανείς δε συζητάει για κάτι τέτοιο πριν το 2015, συνεπώς είναι κάτι που θα κριθεί εκείνη τη στιγμή και όχι σήμερα.
Η δική μας θέση, μετά τα συμπεράσματα του Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2004 είναι ότι εφόσον η Τουρκία πληροί στο τέλος αυτής της διαδρομής, όλα τα κριτήρια και ανταποκριθεί σε όλες τις υποχρεώσεις, τις οποίες έχει αναλάβει απέναντι στην Ε.Ε., τότε δικαιούται η χώρα αυτή, όπως και όλες οι άλλες, να γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε.. Είμαστε κατά συνέπεια αντίθετοι με τη λογική της ειδικής σχέσης, η οποία πιστεύουμε ότι δεν επαρκεί για να οδηγήσει την Τουρκία στο να αλλάξει. Στόχος μας είναι να αλλάξουμε τη γειτονιά μας, όπως λέμε, να μετατρέψουμε αυτό που ήταν παλιά η βαλκανική πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης σε μία ευρωπαϊκή γειτονιά, σε τμήμα της Ε.Ε.. Φυσικά αυτό προϋποθέτει μια μακρά πορεία αλλαγών, αλλά είμαστε βέβαιοι ότι μέσα από αυτή τη μακρά πορεία θα επιτευχθεί ένα σύστημα συνεργασίας και ασφάλειας στην περιοχή μας που διασφαλίζει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Η θέση μας λοιπόν δεν έχει μεταβληθεί ως προς αυτό το ζήτημα.
Νομίζω ότι αυτά είναι τα βασικά θέματα και προκειμένου να δοθεί χρόνος και στη συζήτηση, θα σταματήσω εδώ.
Σας ευχαριστώ κ. Πρόεδρε.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Σας ευχαριστώ κ. Υπουργέ για την πλήρη ενημέρωση που μας κάνατε.
Το λόγο έχει ο κ. Παπαντωνίου.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: Καταρχήν είναι θετική η πρωτοβουλία της Επιτροπής να διοργανώσει τη συζήτηση αυτή, είναι ένα μείζον θέμα και δεν χωρά αμφιβολία ότι το Γαλλικό και το Ολλανδικό Δημοψήφισμα δημιουργούν μία νέα κατάσταση στην Ε.Ε. ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Το κρίσιμο θέμα είναι τι ερμηνεία δίνουμε στα δημοψηφίσματα αυτά. Υπάρχουν πάρα πολλές ερμηνείες. Μία ερμηνεία την οποία εγώ θα θεωρούσα αρκετά ρεαλιστική είναι ότι οι ευρωπαίοι πολίτες σε αυτές τις δύο χώρες  δεν ψήφισαν τόσο εναντίον της Ευρώπης όσο εναντίον της οικονομικής κατάστασης όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια. Η ευρωζώνη για τις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν υπήρξε επιτυχία υπήρξε επιτυχία, για τις χώρες του Νότου. Επιπλέον η διεύρυνση και το φάντασμα του Πολωνού υδραυλικού, ο οποίος παίρνει δουλειές από τους Γάλλους ή τους Ολλανδούς, έπαιξαν πολύ αρνητικό ρόλο.
Βεβαίως, υπάρχει και η αγγλική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία πρόκειται για άρνηση της ομοσπονδιακής προοπτικής της Ευρώπης, διότι πάγιος στόχος της αγγλικής πολιτικής είναι να παραμείνει η Ευρώπη μία ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, χωρίς ομοσπονδιακά ή υπερεθνικά χαρακτηριστικά.
Είναι φανερό πού έγκειται το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας. Το εθνικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η υιοθέτηση της ερμηνείας ότι αυτή η ψήφος συνδέεται με συγκυριακά χαρακτηριστικά της σημερινής ευρωπαϊκής οικονομίας στις δύο χώρες, ότι δεν ισοδυναμεί με μία οριστική ή διαχρονική άρνηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, αν προσχωρήσουμε στην αγγλική άποψη, η οποία οπωσδήποτε θα προταθεί από τον κ. Μπλέρ και στη διάρκεια της Αγγλικής Προεδρίας, αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη στην οποία θα οδηγηθούμε, θα είναι μία Ευρώπη με δύο κεντρικά προβλήματα σε ό,τι μας αφορά.
Πρώτον, χαμηλούς προϋπολογισμούς, διότι μία αδύναμη Ε.Ε. δεν έχει ισχυρό προϋπολογισμό και δεύτερον μία Ευρώπη με αδύναμη διεθνή παρουσία και αυτό σημαίνει λιγότερα δικά μας ερείσματα στη στήριξη των εθνικών μας συμφερόντων και μονοσήμαντη πλέον εξάρτηση από τις Η.Π.Α..
Πιστεύω ότι η ελληνική Κυβέρνηση στη Σύνοδο στις 16 – 17 Ιουνίου πρέπει να συνταχθεί, σαφώς και απερίφραστα, με την πλευρά εκείνων που θα στηρίξουν τη συνέχιση  της διενέργειας των δημοψηφισμάτων, τη μη εξαγωγή πρόωρων συμπερασμάτων και τη διατήρηση ζωντανής της Ευρωπαϊκής προοπτικής. Να σημειώσω ότι από όσα είπε ο κ. Βαληνάκης, αλλά και από τη διπλωματική πρακτική της Κυβέρνησης Καραμανλή, τους τελευταίους 16 μήνες, συνάγω ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη τέτοια αντίληψη, δεν υπάρχει ενεργός στήριξη της Γαλλίας και της Γερμανίας στα ζητήματα αυτά, δεν υπάρχει ενεργός διπλωματία με τις χώρες αυτές τους τελευταίους 16 μήνες.
Κρίνω ότι θα ήταν πρόσφορο να υπάρξει πολύ σαφέστερη τοποθέτηση της Ελλάδας η οποία να συνάδει με το εθνικό συμφέρον, όπως εξάλλου υπήρχε τέτοια τοποθέτηση τα προηγούμενα χρόνια.
Θέμα δεύτερο ο προϋπολογισμός. Είναι προφανές ότι τα 12 δις ευρώ είναι τα μισά περίπου από όσα πήραμε στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Θα μου επιτρέψει ο κ. Βαληνάκης να τον διορθώσω και να πω ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα και με τη βοήθεια αυτών των χρημάτων, αλλά και με τη βοήθεια των δικών της προσπαθειών συνέκλινε εντυπωσιακά με την Ε.Ε., στο μέτρο που τα τελευταία εννέα χρόνια από το ’97 μέχρι το 2004, ο ρυθμός ανάπτυξης εδώ ήταν 4% ενώ στην ευρωζώνη 1%. Τι έγινε τα προηγούμενα 15 χρόνια είναι μια μακρά ιστορία, πάντως σε κάθε περίπτωση την τελευταία δεκαετία η πραγματική σύγκλιση υπήρξε εντυπωσιακή.
Θα πρέπει να δώσουμε μία μάχη, για να κερδίσουμε, αν όχι τα 24 πάντως κάτι που να είναι κοντά στα 24, σε αυτό το Κοινοτικό Πλαίσιο  Στήριξης. Τι χρειάζεται για αυτό; Είναι προφανές ότι από πλευράς συνολικών ποσών δεν έχουμε τεράστια περιθώρια διότι υπάρχουν οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι περιορισμοί του Γερμανού καγκελάριου και των άλλων ηγετών σε ό,τι αφορά στο σύνολο της εισφοράς των χωρών αυτών στον προϋπολογισμό.
Το κρίσιμο θέμα είναι τα κριτήρια κατανομής των πόρων της συνοχής τα οποία δεν θα πρέπει να ευνοούν όπως είναι τώρα η «μόδα», αν θέλετε, τις χώρες της διεύρυνσης οι οποίες έχουν άλλα δομικά χαρακτηριστικά σε σχέση με εμάς, αλλά να ευνοούν και τις χώρες του Νότου και τη μεσογειακή γεωργία. Άρα συμμαχίες ναι, αλλά περισσότερο με τις χώρες του Νότου και λιγότερο με τις χώρες του Βορά, διότι αυτό που μας ενδιαφέρει δεν είναι το συνολικό πακέτο που θα πάει στη συνοχή αλλά το κομμάτι του πακέτου που θα πάει στο Νότο.
Και εδώ πάλι έχω την αίσθηση ότι η Κυβέρνηση σπατάλησε τους 16 μήνες χωρίς να έχει μία συγκεκριμένη πολιτική στο ζήτημα των κριτηρίων της κατανομής των πόρων των διαρθρωτικών ταμείων.
Αποτέλεσμα αυτού είναι να έχει χαθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του παιχνιδιού. Οι Τούρκοι είναι μία επικίνδυνη εξέλιξη, γιατί δεν είναι ανόητοι, αλλά ευφυείς. Έχουν ικανή διπλωματία και είμαι σίγουρος ότι θα εισπράξουν, από το γαλλικό και ολλανδικό «ΟΧΙ» ιδιαίτερα αν συνδυαστεί με νίκη της κυρίας Μέτγκελ, των Χριστιανοδημοκρατών το Σεπτέμβριο στη Γερμανία, το μήνυμα ότι θαμπώνει η ευρωπαϊκή τους προοπτική.
Εμείς έχουμε κάθε συμφέρον να μην το τονίσουμε, να μην το αναδείξουμε. Χρειάζεται μία ψύχραιμη αντιμετώπιση, διότι αν εδραιωθεί η πεποίθηση στην Τουρκία ότι απομακρύνεται επ’ αόριστον η ευρωπαϊκή προοπτική της, θα ενισχύσει τον εθνικισμό τους, τις αντιστάσεις του βαθέος κράτους και φοβάμαι ότι θα μπούμε σε περιπέτειες σε ό, τι αφορά το Αιγαίο και την τουρκική επιθετικότητα. Σε βάθος χρόνου, αυτές οι δυνάμεις θα ενισχυθούν, θα απεγκλωβιστούν από την προσπάθεια ικανοποίησης των ευρωπαϊκών κριτηρίων και αυτό θα είναι αρνητικό για τα εθνικά μας συμφέροντα.
Χρειάζεται μία ενεργός διπλωματία και στρατηγική, γιατί το θέμα της Τουρκίας από πολιτικής πλευράς, έχει κρίσιμη σημασία για την Ελλάδα.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Ο κ. Κωνσταντόπουλος έχει το λόγο.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Η συνεδρίαση της Επιτροπής είναι χρήσιμη, γιατί γίνεται αμέσως μετά τα δημοψηφίσματα και ενόψει του μεθαυριανού συμβουλίου. Θα έχει διάρκεια η διαδικασία αποτίμησης των συμπερασμάτων για τα δημοψηφίσματα. Καλό θα είναι να μη σταθούμε απέναντι σ’ αυτά, ούτε με πολιτικό αγνωστικισμό ούτε με πολιτική κινδυνολογία.
Τα δημοψηφίσματα διαμορφώνουν μία διαφορετική κατάσταση, που πρέπει να την υπολογίσουμε, στο επίπεδο του πολιτικού σχεδιασμού και της πολιτικής διαχείρισης. Αυτή η πολιτική κατάσταση ενδεχομένως, να επιδεινωθεί με εξελίξεις, που θα προκύψουν μέσω εκλογικών διαδικασιών, στη Γερμανία και αλλού.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι υπάρχει μία πρώτη καταγραφή θέσεων, που δεν πρέπει να αγνοηθεί από την ελληνική Κυβέρνηση. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, εξίσου αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων, έχει και η θέληση των κοινωνιών και των πολιτών, αλλά και των κυβερνήσεων. Εάν υπάρχει δυναμική, αυτή είναι η διεκδίκηση της πολιτικής, από πλευράς προτεραιότητας διαφορετικής μεταχείρισης από εκείνη που της επιφυλάσσουν οι διάφορες ελίτ των τεχνοκρατών.
Οι κυβερνήσεις υπάρχουν για να ακούνε τη θέληση των πολιτών. Σημασία έχει, μετά από τις καινούργιες συνθήκες, που αναμφισβητήτως διαμορφώνονται, εάν θα ακολουθηθούν διαφορετικές πολιτικές. Εάν, δηλαδή, πρόκειται να αχθούν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στον προβληματισμό για αλλαγή της πολιτικής τους.
Κατά τη δική μου γνώμη, το «ΟΧΙ» στο Ευρωσύνταγμα δε συνιστά άρνηση. Είναι καλό να μην κινδυνολογούμε επ’ αυτού. Αυτό που δείχνει είναι η διεκδίκηση των πολιτών, από διαφορετικές σκοπιές, μιας διαφορετικής πολιτικής, επειδή είναι ενοχλημένοι από την ήδη ακολουθούμενη.
Για την ελληνική πλευρά, έχει σημασία μια πιο δημοκρατική Ευρώπη, γιατί ενδιαφέρει περισσότερο τις μικρές χώρες. Οι ισχυρές ευνοούνται από την ύπαρξη διευθυντηρίων, αλλά και από την ύπαρξη ενισχυμένων συνεργασιών. Στο θέμα της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για το σύνταγμα, οι θέσεις της Ελλάδος στη Σύνοδο Κορυφής δε μπορεί να είναι επανάληψη, όσων έλεγε πριν τις 29/5/05. Οι διαδικασίες θα προχωρήσουν, θα είναι πολιτική απόφαση να ληφθεί διαφορετική θέση, υπό τον όρο ότι θα συνοδευόταν από εναλλακτική πρόταση.
Σταματάμε αυτές τις διαδικασίες διότι προκύπτει δυσχέρεια και η εναλλακτική πρόταση είναι η έντονη επαναδιαπραγμάτευση για μία διαφορετική Συνθήκη Ευρωσυντάγματος. Η ελληνική Κυβέρνηση έχει προβληματιστεί επ’ αυτού; Θα αναζητήσει κοινούς προβληματισμούς με άλλες κυβερνήσεις;
Θα συνεχίσουμε σα να μη συνέβη τίποτα; Θα συνεχιστούν τα δημοψηφίσματα και θα συνέλθουν τα κοινοβούλια, ενώ οι ευρωπαίοι πολίτες θα συσσωρεύσουν πρόσθετη εναντίωση, διότι τους περιφρονούν οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. ή οι χειριστές της προσαρμογής της διακυβερνητικής διαπραγμάτευσης;
Κατά την άποψή μου η ελληνική Κυβέρνηση πρέπει να ασχοληθεί, να διαβουλευτεί με τα άλλα κόμματα την εναλλακτική πρόταση. Να είναι μία συντονισμένη επαναδιαπραγμάτευση, ώστε η Συνθήκη του Ευρωσυντάγματος να αντικατασταθεί από μία νέα πρόταση. Δεν νεκρανασταίνεται το Ευρωσύνταγμα. Οι διαδικασίες, που οδήγησαν με τις αυθαίρετες κινήσεις του Ζισκάρ Ντεστέν, επιδείνωσαν την κατάσταση.
Το θέμα είναι να δούμε τι προτείνουμε για τα μεγάλα κοινωνικά θέματα, που οδήγησαν τις κοινωνίες σε αναστατώσεις. Η πολιτική που ακολουθείται στην Ευρώπη, δεν φτιάχνει τις κοινωνίες της ευτυχίας, αλλά αντεστραμμένες κοινωνίες, που παράγουν αυτές τις δυσαρμονίες. Τι γίνεται με το σύμβολο σταθερότητας; Το παγιοποιούμε, την ώρα που στο εσωτερικό των κυβερνήσεων γίνονται μεγάλες συζητήσεις για εναλλακτικούς τρόπους λειτουργίας της οικονομίας, πέραν του νεοφιλελεύθερου ντετερμινισμού;
Στα μεγάλα ζητήματα που σχετίζονται με τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή, ποιός είναι ο ρόλος της Ευρώπης; Προσφάτως ανακοινώθηκε η στρατηγική για τα Βαλκάνια από τον κ. Μπέρνς, παρουσία εκπροσώπων και της ελληνικής Κυβέρνησης. Οι Η.Π.Α. έχουν στρατηγική για τα Βαλκάνια, ενόψει της διεύρυνσης της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, ενώ η Ε.Ε. δεν έχει; Η Ελλάδα δεν διεκδικεί στρατηγική; Αρκείται στη λεωφόρο της στρατηγικής συνεργασίας Βαλκανίων – Μέσης Ανατολής για τη μεταφορά στρατευμάτων και οπλικών συστημάτων;
Θα επανέλθει η οδηγία ΜΠΟΛΚΕΝΣΤΑΪΝ; Τα ζητήματα που έχουν σχέση με το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό, είναι κόπιες των ήδη δεδομένων επεξεργασιών; Δεν αντιλαμβάνεστε ότι, αν έρθουν τέτοιες πολιτικές, που απορρέουν από τις ισχύουσες επιλογές της Ε.Ε., θα υπάρξει βρασμός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες; Χωρίς να δηλώνουμε πολιτικό αγνωστικισμό για την ερμηνεία του «ΟΧΙ», πρέπει να αξιολογήσουμε και να το αξιοποιήσουμε, ώστε να οδηγήσει πολιτικά σε μία επανατοποθέτηση όλων των πολιτικών προβλημάτων, που έχουν σχέση με την ολοκλήρωση της Ε.Ε..
Προϋπολογισμός είναι το κριτήριο με το οποίο θα κατανεμηθούν τα κονδύλια, ώστε να μην είναι αριθμητικό, αλλά να πάτε για συμβιβασμό. Άλλος ο συμβιβασμός του 12,5 δισ. και άλλος ο συμβιβασμός των 17 και 18 δισ.. Τα συμφέροντα είναι αντιτιθέμενα μεταξύ των χωρών του βορρά και του νότου, καθώς και μεταξύ των παλαιών και νέων χωρών. Δε θα ήθελα να έχουμε ως απόηχο και επωδό της Συνόδου Κορυφής το «τι να κάνουμε, δεν γινόταν αλλιώς».
Το «ΟΧΙ» πρέπει να γίνει αντικείμενο συστηματικότερης επεξεργασίας, γιατί βαραίνει το κλίμα της ατμόσφαιρας των ευρωτουρκικών και ελληνοτουρκικών σχέσεων. Υποστηρίζουμε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, αλλά έχουμε άλλης τάξεως ζητήματα, που μπορούν να προκαλέσουν αναστατώσεις. Εάν συζητηθεί το θέμα της ασφάλειας, θα ήταν καλό να ενημερωθούμε συστηματικά και με ποιες οδηγίες προχωράτε; Επιδιώκετε την κύρωση των μέχρι σήμερα υφισταμένων, που αντιφάσκουν σε σχέση με τη χάρτα της ευρωσυνθήκης;
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Ο κ. Παπουτσής έχει το λόγο.
 ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ: Χαίρομαι που κάνουμε αυτή τη συνεδρίαση, ενόψει των αποφασιστικών συνεδριάσεων, που είναι κρίσιμες και αποφασιστικές για το μέλλον της Ε.Ε..
Θα σταθώ επιγραμματικά στα θέματα που έθιξε ο κ. Υπουργός, το Σύνταγμα και την εκτίμηση που πρέπει να κάνουμε. Στο Συμβούλιο Κορυφής πρέπει να υπάρξει μία απάντηση, προς τους λαούς της Ευρώπης, που υπερψήφισαν και επικύρωσαν τη Συνθήκη, αλλά και εκείνους που είπαν όχι. Πρέπει να υπάρξει ένα πολιτικό μήνυμα και μία απάντηση στο ερώτημα, εάν και κατά πόσο η Ε.Ε. θα συνεχίσει να λειτουργεί ή εάν θα αφήσει τα πράγματα ως έχουν, περιμένοντας την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος στην κεφαλή της ηγεσίας της Ε.Ε..
Είναι κρίσιμο το ερώτημα και θα ήθελα να γνωρίζουμε επακριβώς ποια είναι η θέση της ελληνικής Κυβέρνησης, στην περίπτωση που προταθούν άλλες λύσεις, πέραν της συνέχισης της διαδικασίας επικύρωσης. Ο κ. Βαλυράκης είπε ότι συμφωνούμε και πρέπει να συνεχιστεί η διαδικασία της επικύρωσης. Ωστόσο αυτό δε βοηθά στη δημιουργία του κατάλληλου κλίματος, προκειμένου να αποκατασταθεί η εικόνα της Ε.Ε., που λειτουργεί και σέβεται τις ευαισθησίες των λαών.
Χρειάζονται πολιτικά μηνύματα σχετικά με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ποιος θα είναι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, κατά τους επόμενους μήνες, που θα ευνοούσε και θα επικύρωνε την Ευρωπαϊκή Συνθήκη; Θα ήταν πολιτικό λάθος για την Ε.Ε. να θεωρήσουμε ότι δεν έγινε τίποτα. Δεν είμαι απ’ αυτούς που υποστηρίζουν ότι πρέπει να σταματήσει η επικύρωση, λόγω των δύο αρνητικών δημοψηφισμάτων. Πρέπει να συνεχίσουμε να σεβόμαστε τη διαδικασία της επικύρωσης και να δηλώσουμε το σεβασμό μας προς τα 10 κράτη – μέλη, που έχουν ήδη επικυρώσει το Ευρωσύνταγμα.
Έρχομαι στο θέμα για τις δημοσιονομικές προοπτικές για το διάστημα 2007 – 2013. Άκουσα πάλι τον κ. Βαλληνάκη, ο οποίος λέει, ότι εμείς θα σταθούμε στην πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπενθυμίζω  ότι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν έχει μείνει στο 1,24, αλλά έχει φτάσει στο ποσοστό της μέχρι τώρα χρήσης των δημόσιων δαπανών, δηλαδή, στο 1,14.
 Ερωτώ, λοιπόν, εγώ: Τι ακριβώς προτείνει η ελληνική κυβέρνηση; Θα προτείνει ότι εμείς μένουμε και παραμένουμε στο 1, 24 όπως είχε ανακοινωθεί και δεχθεί; Θα συζητήσουμε τις προτάσεις τις οποίες ακούγεται να αποδεχθεί η Γερμανία, ένα συμβιβασμό ο οποίος θα μπορούσε να φτάσει στο 1,05; Και τι σημαίνει αυτό με την Ελλάδα; Επιπλέον, πιστεύω ότι είναι λάθος να στεκόμαστε μόνο στην προσέγγιση όσον αφορά στο ποσοστό των ιδίων πόρων επί του κοινοτικού ΑΕΠ. Δεν είναι μόνο αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι πώς επιμερίζεται το κόστος. Έχουν μεγάλη  σημασία τα κριτήρια τα οποία θα χρησιμοποιηθούν για το Ταμείο Συνοχής.
  Άκουσα τον κ. Βαλληνάκη να επιμένει πολύ προσανατολίζοντας τη συζήτηση στη χρηματοδότηση από το Ταμείο Συνοχής και στη δημιουργία του lobby. Το λέω αυτό διότι υπάρχουν μερικές χώρες οι οποίες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους μόνο στο Ταμείο Συνοχής. Η Ελλάδα δια των προτάσεων  τις οποίες, ήδη, συζητούμε ως πεδίο διαπραγματεύσεως εξαιρεί τις περιοχές στις οποίες κατοικεί το 55% του πληθυσμού μας από τη χρηματοδότηση του Ταμείου Συνοχής. Πέραν αυτού,  υπάρχει περαιτέρω μείωση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων λόγω ακριβώς της μείωσης των ιδίων πόρων της Ε.Ε..
 Ποιο είναι, λοιπόν, το περιθώριο στο οποίο θα κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση; Μέχρι πού θα μπορούσε να αποδεχθεί; Διαμορφώνεται κάποιο κλίμα με άλλες κυβερνήσεις; Υπάρχει συζήτηση στην προοπτική της καθυστέρησης της Συμφωνίας; Πολιτικά θεωρώ ότι δεν θα ήταν το καλύτερο δυνατό. Αλλά, εξίσου αρνητικό μήνυμα θα ήταν, εάν έσπευδαν  όλες οι κυβερνήσεις να συμφωνήσουν σε μια εξαιρετικά μεγάλη μείωση των ιδίων πόρων και στην ελαχιστοποίηση του κοινοτικού προϋπολογισμού, και ιδιαίτερα του τμήματος εκείνου που αφορά στην περιφερειακή ανάπτυξη.
 Άρα, λοιπόν, και δοθέντος ότι υπάρχουν κάποιες χώρες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η οποία επαναφέρει το αίτημα για την αναθεώρηση ξανά της αγροτικής πολιτικής προκειμένου να δώσει κάποιο δώρο στην Ε.Ε. και να αποδεχθεί τη σταδιακή μείωση των βρετανικών επιστροφών. Θα ήθελα να ρωτήσω, η ελληνική κυβέρνηση πώς κινείται σε από το κλίμα; Θα επιμείνει ή απλώς θα παρακολουθεί τις εξελίξεις; Θεωρώ δε, ότι επειδή βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση που υπάρχει ανασφάλεια, ρευστότητα και όλη αυτή η συζήτηση επηρεάζει και τη μελλοντική διεύρυνση της Ε.Ε., όπως επίσης, και της στρατηγικής σημασίας για την Ελλάδα και την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας θέτω το ερώτημα: Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική κυβέρνηση, πέραν των συμμαχιών που έχει αναπτύξει με τις ομάδες των φίλων του Ταμείου Συνοχής, έχει κάποιο περιθώριο εναλλακτικών συμμαχιών; Έχει μια στρατηγική; Αναπτύσσει κάποια δραστηριότητα προκειμένου να διαμορφώσει νέες συμμαχίες, οι οποίες να περιλαμβάνουν πρώτον: Ένα σαφές πολιτικό μήνυμα προς την ευρωπαϊκή κοινωνία ότι αποδεχόμαστε τις ευαισθησίες τους, δεύτερον: Ένα ισχυρό μήνυμα ότι συνεχίζουμε την πορεία ενίσχυσης των ευρωπαϊκών θεσμών και επομένως την ευρωπαϊκή ενοποίηση και τρίτον ότι παραμένουμε σταθεροί στους προσανατολισμούς της διεύρυνσης τις οποίες έχουμε θέσει;
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει η κυρία Διαμαντοπούλου.
ΑΝΝΑ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ:  Η συζήτησή μας σήμερα, αφορά μια πολύ  σοβαρή διαπραγμάτευση της χώρας που θα καθορίσει σ’ ένα μεγάλο βαθμό τα κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα την επόμενη επταετία μετά το τέλος του υπάρχοντος Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Επομένως, δεν είναι ούτε ένα απλό θέμα προϋπολογισμού ούτε μια απλή συζήτηση σε νούμερα.
 Είναι σαφές ότι η συζήτηση αυτή παίρνει άλλες διαστάσεις  μετά τις εξελίξεις που είχαν το τελευταίο διάστημα και ο καθένας μπορεί να κατανοήσει τη σημασία της περιρρέουσας ευρωπαϊκής ατμόσφαιρας και στο χρόνο των διαπραγματεύσεων και στο τελικό αποτέλεσμα, αλλά, βέβαια, προσθέτοντας και την εσωτερική κατάσταση της Γερμανίας, η οποία παίζει πολύ σοβαρό ρόλο σ’ αυτές τις διαπραγματεύσεις.
 Υπάρχουν δύο ζητήματα: Το ένα είναι αυτό που έθεσε ο κ. Παπουτσής και δεν έχω να προσθέσω απολύτως τίποτα. Απλά, να πω επιγραμματικά ότι αν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καταλήξει σε μια κατά πλειοψηφία ή και ομόφωνη ότι συνεχίζουμε τη διαδικασία της επικύρωσης χωρίς κανένα πρόβλημα, είναι σαφές ότι αυτό θα προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις, όχι στις δύο χώρες, αλλά, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε..
 Βεβαίως, η χώρα μας είναι μικρή, αλλά, είχε πάντοτε ένα ρόλο με πρωτοβουλίες και προτάσεις στο να παρεμβαίνει και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι πολύ σημαντικό  να δούμε το πλαίσιο της ελληνικής κυβέρνησης πώς πάλι στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε σχέση με τη συνέχιση των διαδικασιών και τα πιθανά σενάρια. Αλλά, ακόμη και εάν είναι απόλυτη στο σενάριο της συνέχισης της επικύρωσης, ποιο είναι το πολιτικό πλαίσιο με το οποίο συνεχίζεται αυτή η επικύρωση;
 Όσον αφορά στη διαπραγμάτευση, νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικός ο χρόνος. Είναι πολύ σημαντικό να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση φέτος τον Ιούνιο. Υπάρχουν πολλές προσεγγίσεις ότι τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων και η κατάσταση στη Γερμανία δεν βοηθούν στο να παρθούν αποφάσεις τον Ιούνιο. Νομίζω ότι θα μπορούσε να υπάρξει και η ακριβώς αντίστροφη οπτική γωνία, ότι, επειδή, υπάρχει αυτή η δύσκολη στιγμή για την Ε.Ε. μια απόφαση να συνεχίσει την πολιτική της κοινωνικής συνοχής που είναι αμέσου ενδιαφέροντος των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, θα ήταν ένα θετικό μήνυμα προς όλους τους λαούς της Ευρώπης. Σε κάθε περίπτωση, η μεταφορά της τελικής απόφασης στη βρετανική προεδρία θα είχε πολλές πρόσθετες δυσκολίες και μπορούσε να αλλάξει το πλαίσιο.
 Άρα, το πρώτο ερώτημα είναι το εάν εκτιμάτε, μέσα από τις συζητήσεις σας, αν κατευθύνετε τις προσπάθειές σας και συμφωνείτε με το ότι είναι  πολύ καθοριστικό να αποφασίσουμε της προεδρίας του Λουξεμβούργου την τελική Συμφωνία.
Το δεύτερο στοιχείο είναι το  ποσόν της διαπραγμάτευσης. Υπάρχουν πολλά σενάρια,  όπως το 1,14, υπάρχει το 1,07 που είναι η πρόταση της προεδρίας του Λουξεμβούργου, αλλά πρέπει να πω ότι οι υπολογισμοί για το πόσο θα πάρει η χώρα ακόμα και στο σενάριο του 1,07, που είναι η ενδιάμεση πρόταση, είναι σημαντικά και υψηλά, δηλαδή, 19 – 20 δισεκατομμύρια. Και αυτό για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ακόμα και αν μειωθεί το ποσοστό επί του συνολικού προϋπολογισμού,  το συνολικό ΑΕΠ έχει αυξηθεί στην Ευρώπη, αλλά, και οι καινούργιες χώρες έχουν περιθώρια για το πόσο μπορούν να απορροφήσουν. Δηλαδή, καμία δεν μπορεί να πάει πάνω από το 4% και επειδή το ΑΕΠ είναι μικρό, αυτό το 4% δημιουργεί ποσά, τα οποία οδηγούν σε πόσα για την Ελλάδα που είναι πάλι 19 – 20 δισ.
 Το επόμενο θέμα είναι τα κριτήρια που τέθηκαν και από τους δύο συναδέλφους. η ανάλυση και η κατάληξη σε ποσά κατά χώρα σήμερα βασίζεται στα κριτήρια και στη δομή που είχε προτείνει τον Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σε εκείνη την ανάλυση, είχαν μπει πολύ συγκεκριμένα ζητήματα που αφορούσαν, κυρίως, τη Λισαβονοποίηση των Κοινοτικών Πλαισίων. Αυτά είναι ζητήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για εμάς, γιατί μέσα από αυτή την προσέγγιση, μπορούμε να πάμε σε χρηματοδότηση περιοχών, οι οποίες βγαίνουν από τα κονδύλια συνοχής, γιατί για θέματα που αφορούν την κατάρτιση, την έρευνα και τεχνολογία, την διά βίου μάθηση και όλες τις δομές που αφορούν αυτές τις προτεραιότητες, έχουμε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουμε και αυτές τις περιοχές.
  Επομένως, η Κυβέρνηση είναι απαραίτητο να καταθέσει τη δική της άποψη για τα βασικά κριτήρια, τα οποία μπορεί να είναι σύμφωνα με το πλαίσιο της Επιτροπής. Δεν μπορεί η Κυβέρνηση να μην έχει ένα διαπραγματευτικό πλαίσιο επί της ουσίας, επί των κριτηρίων και επί του σχεδίου.
 Κατά τα δημοσιεύματα, αύριο περιμένουμε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μια σημαντική μείωση των κονδυλίων που αφορούν την Ε.Ε. και συμφωνίες της Κυβέρνησης που αφορούν ποσοστιαία μείωση κονδυλίων για τις χρονιές που έρχονται. Θα ήθελα, αν γνωρίζετε, να μας το επιβεβαιώσετε.
 Τέλος, κύριε Υπουργέ, είπατε στην αρχή της ομιλίας σας για την έκπληξη που γνωρίζετε όταν μιλάτε με διάφορους συναδέλφους σας και δεν κατανοούν πώς η Ελλάδα απέχει το ίδιο από το μέσο κοινοτικό όρο, όπως απείχε όταν μπήκε στην Ε.Ε.. Θα έλεγα ότι οι απορίες σας δημιουργούν και τα καλύτερα επιχειρήματα στην Ευρώπη για να μη μας δώσουν χρήματα. Εσείς, όμως, έχετε πάρα πολύ σοβαρά επιχειρήματα για να τα αντικρούσετε. Αντί, λοιπόν, να μας λέτε για τα ερωτήματα  που για αυτούς είναι προφανή και έχουν κάθε λόγο να τα καταθέτουν, θα παρακαλούσα και εσείς, και εδώ, αλλά, κυρίως, εκεί να παραθέσετε την επιχειρηματολογία τι έχει γίνει τα είκοσι χρόνια σε αυτή τη χώρα. Γιατί, πρώτον από το 67% του μέσου βιοτικού όρου είναι στο 85%, δεύτερον, είναι μια χώρα, η οποία κατάφερε να μπει στην Ε.Ε. όταν τέσσερα χρόνια πριν από την ΟΝΕ, είχε πληθωρισμό 14% και κατάφερε να μπει στο ευρώ χωρίς να δημιουργήσει μείζονα προβλήματα κοινωνικής συνοχής. Και αυτό, γιατί υπήρξε κοινοτική χρηματοδότηση και σωστή αξιοποίησή της σε πάρα πολλά πράγματα. Είναι μια χώρα που σύμφωνα με την αναφορά της Επιτροπής είναι  χώρα με τις μικρότερες ανισότητες στο εσωτερικό της. Νομίζω ότι είναι πολύ σοβαρό για την Κυβέρνηση να επιχειρηματολογία ίση έξω ονόματος όλου του Νότου, πόσο σημαντικά ήταν τα κονδύλια και τι τόπο έπιασαν και πόσο σημαντικά είναι για τις νέες χώρες.
 Θα διαφωνήσω με τον κ. Κωνσταντόπουλο και δεν είμαστε ο Νότος  που μας ενδιαφέρει  «τα κονδυλιάκια». Μας ενδιαφέρει μια Ευρώπη, η οποία έχει συνοχή σε όλα τα σημεία της. Εάν, λοιπόν, εμείς οι οποίοι δεχθήκαμε αυτή τη βοήθεια δεν υποστηρίξουμε το τι σήμαινε αυτή η βοήθεια και τι πετύχαμε είκοσι χρόνια, πώς θα μπορέσουμε να πείσουμε για την ανάγκη των άλλων; Νομίζω ότι είναι ένα μείζον πολιτικό θέμα ο τρόπος που θα το χειριστείτε.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ.  Κωνσταντόπουλος.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ: Όταν γίνεται αναφορά στις απόψεις άλλων να μην παραποιούνται.
 Αναφέρθηκα στην ανάγκη της ευρωπαϊκής ενοποίησης με κοινωνική συνοχή και πολιτικούς όρους και όχι στον Νότο και  «τα κονδυλιάκια», τα οποία είναι γι’ αυτούς που τα διαπραγματεύονται κάθε φορά με τη νοοτροπία της λογιστικής διαχείρισης. Με τη νοοτροπία της πολιτικής στρατηγικής είναι η ενωμένη Ευρώπη της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής, η οποία κακοπαθαίνει σήμερα.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ.  Καλιώρας.
ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΛΙΩΡΑΣ: Κύριε Πρόεδρε, ευχαριστούμε τον κ. Υπουργό για την ενημέρωση, ώστε να δούμε με τελευταίο μάτι, πως προχωράει η Ευρώπη.
Κύριε Πρόεδρε, δεν μπορούσα να φανταστώ, όταν βλέποντας στην τηλεόραση κάποιους να ζητωκραυγάζουν εκτός της χώρας μου και να είμαι βαθύτατα στενοχωρημένος. Αυτό είναι η Ευρώπη. Θα σας εξηγήσω γιατί. «Ζητήσαμε» από τους Γάλλους με το δημοψήφισμα τους, να απαντήσουν  για την Ευρώπη που θέλουμε, όσον αφορά το πλαίσιο. Μας απάντησαν για τις πολιτικές, ενώ η Συνταγματική Συνθήκη όριζε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινούνταν η Ευρώπη, όσον αφορά την ίδια την παγκοσμιοποίηση, την Κίνα κ.λπ.. Εμείς πήραμε απάντηση για τον «υδραυλικό», όπως είπε και ο κ. Παπουτσής, ο οποίος θα δούλευε στο Παρίσι για να κάνει το μεροκάματο του. Πήραμε το μήνυμα. Κατάλαβα ότι η Ευρώπη και η ενοποίηση της, έχει ένα ίσως και μοναδικό σκοπό, όσον αφορά το πλαίσιο.
Θεωρούσα και θεωρώ ότι η Ευρώπη οδηγείται προς αυτή την κατεύθυνση, με γνώμονα να κλειδώσουμε την ειρήνη στην Ευρώπη, που για 126 χρόνια από το 1814 – 1940 είχε πέντε πολέμους  μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Θα έλεγα, λοιπόν, στην Κυβέρνηση ότι εφόσον πήραμε το μήνυμα, να συνεχίσουμε, να μη σταματήσει η Ευρώπη, διότι το όραμα αφορά όχι μόνο την κοινωνία, αλλά την ειρήνη και την οποία θέλουμε να διαφυλάξουμε.
Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να κάνω μια πρόταση για τη στρατηγική της Λισσαβόνας. Επειδή είναι σημαντικό να συνεχίσει αυτή η στρατηγική πορεία της Λισσαβόνας, θα ήθελα η Επιτροπή να το συζητήσει σε διευρυμένο επίπεδο. Προτείνω να έρθει προς συζήτηση και στην Ολομέλεια, διότι δεν είναι τυχαίο, ότι στους στόχους που τέθηκαν το 2000, η Ελλάδα έμενε μακριά από αυτούς.
Έχω την αίσθηση ότι η Κυβέρνηση, πέρα από τις συμμαχίες που έχει κάνει, θα πρέπει να δει κάτι παραπάνω. Επειδή η Ευρώπη αυτή την περίοδο, περνά αυτή την πολιτική «καταιγίδα»,  θα πρέπει να ενισχύσουμε περισσότερο τις χώρες αυτές, οι οποίες έχουν την ανάγκη να έρθουν στο ίδιο επίπεδο με μεγάλες χώρες όπως η Γαλλία, παρότι απέρριψε. Οι πολίτες στέλνουν το μήνυμα για περαιτέρω και περισσότερη ενίσχυση σε περιφερειακό επίπεδο.
Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να μιλήσω για ένα λεπτό για την περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας. Κύριε Υπουργέ, επειδή ορισμένες από τις περιφέρειες βγαίνουν εκτός Στόχου 1 και καλά κάνουν. Παρότι στη Στερεά Ελλάδα υπάρχει η ιδιομορφία του Σχηματαρίου και των Οινοφύτων (οι οποίες είναι πλούσιες περιοχές) συν το στατιστικό πλούτο των δέκα φτωχών χωρών, να βρεθούμε σε μια δύσκολη θέση και να βγούμε εκτός Στόχου 1. Θα ήθελα να θυμηθείτε τα εξής: θέλουμε αύξηση στο Ταμείο Συνοχής. Ζητούμε αύξηση από τα τομεακά προγράμματα, διότι δεν θα έχουμε Π.Ε.Π.  από Δ΄ΚΠΣ. Κύριε Υπουργέ, τα χρήματα να μην είναι κατά ανάγκη του Στόχου 2 πλέον, για την εκπαίδευση ανθρώπινου προσωπικού κεφαλαίου, επιμόρφωσης στελεχών, αλλά να δούμε ορισμένα έργα γέφυρες, για να βοηθηθούν και οι υποδομές. Ζητάμε ειδικά αναπτυξιακά προγράμματα, ιδιαίτερα ο νομός Φθιώτιδος. 
Κύριε Πρόεδρε, συμφωνώ με το κ. Παπαντωνίου σχετικά με το ζήτημα της Τουρκίας. Η κυρία Διαμαντοπούλου ενοχλήθηκε, όταν ο κ. Υφυπουργός είπε ότι ξεκινήσαμε με το ίδιο ποσοστό, της κατά κεφαλήν ως προς το μέσο ευρωπαϊκό και παραμείναμε. Θα σχολιάσω ότι ο νέος αρχηγός του ΠΑ.ΣΟ.Κ.  στο οργανόγραμμα του, δεν έβαλε τον κ. Παπαντωνίου, ούτε τον κ. Χριστοδουλάκη, ούτε τον κ. Τσοχατζόπουλο. Με αυτό θέλω να πω ότι, οι ίδιοι μέσα στο κόμμα, δεν φτάνουν να αποδώσουν από μόνοι τους, αυτό που προσλαμβάνει η κοινωνία. Θα έλεγα ότι, δεν τιμά την κυρία Διαμαντοπούλου, να κάνει αυτές τις αναφορές, όταν ένας Πολεμαρχάκης που περιμένουμε να ακούσουμε τι θα κάνει, να κατατροπώνει πολιτικά τα μεγάλα ονόματα.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Ευθυμίου.
ΠΕΤΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, είναι ιδιαίτερα αρνητικό, κατά κοινή παραδοχή, στην πιο κρίσιμη στιγμή των 50 χρόνων της Ένωσης και σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα, ο κ. Υπουργός ήρθε σήμερα με αυτή την τοποθέτηση στην Βουλή των Ελλήνων. Δεν είναι προσωπικό το θέμα, διότι την επάρκεια του την προσωπική τυχαίνει να την γνωρίζω, μέσα από μια μακρά προσωπική σχέση. Είναι ένδειξη μιας αδυναμίας πολιτικής της Κυβέρνησης. Αυτή τη στιγμή, αυτή η πολιτική αδυναμία δεν μπορεί να προσλαμβάνει και πρόσθετα χαρακτηριστικά, χαρακτηριστικά οπισθοδρόμησης και της συζήτησης ανάμεσα μας.
Δεν είναι δυνατόν η Κυβέρνηση σήμερα, να προσημαίνει αυτό που ενδεχομένως θεωρεί δυσμενή έκβαση του Δ΄ ΚΠΣ, μηδενίζοντας την διαπραγματευτική θέση της χώρας, με ότι πέτυχε και πέτυχε τόσα πολλά και θα έπρεπε να τα χρησιμοποιεί, ως επιχειρήματα για να αποσπάσει μεγαλύτερους πόρους  και όχι ως προσήμανση μιας ενδεχόμενης αποτυχίας. Αυτό είναι πρωτοφανές.
Δεν είναι δυνατόν η Κυβέρνηση να συμπεριφέρεται στις Βρυξέλες και μέσα στη χώρα, ως Αντιπολίτευση της Αντιπολίτευσης. Κύριε Υπουργέ, την ώρα που πάρα πολλοί σοβαροί άνθρωποι εκτιμούν, ότι ακόμη και σήμερα είναι πιθανόν να αποσπάσουμε 22δις ευρώ με ορισμένες προϋποθέσεις, λόγω του πλαφόν των νέων χωρών και λόγω της δυνατότητας να στρέψουμε με τα κριτήρια στους ανθρώπινους πόρους της Λισαβόνας και όχι στα Ταμεία Συνοχής. Αυτό θα απαιτούσε ακριβώς, αυτό που έκανε ο Κώστας Σημίτης ως Πρωθυπουργός, προσωπική διαπραγμάτευση από τον Πρωθυπουργό της χώρας. Όπως και  τότε, ο Κώστας Σημίτης ανέτρεψε τις δυσμενείς προβλέψεις για το Γ΄ΚΠΣ και τις έφερε στο σημείο που τις έφερε. Άρα, ή δεν ξέρετε ότι τα 22δις ευρώ είναι ακόμα δυνατά ή το γνωρίζετε και θέλετε να θριαμβολογήσετε σε κάτι, το οποίο δεν χειρίζεστε και καλά. Λυπάμαι, διότι είναι για σεμινάριο πρωτοετών των θεσμών της Ε.Ε., να μας πείτε ότι επιλέξατε να συμπράξετε με την Επιτροπή.
Υπάρχει στο ιστορικό της Ένωσης, μια μικρή χώρα που να μην είχε την Επιτροπή ως ασπίδα, για να επιτύχει τις επιμέρους συμμαχίες; Τα εκκρεμή ερωτήματα είναι, πώς χειριστήκατε τις συμμαχίες, όπως το έθεσαν ο κ. Παπουτσής, η κυρία Διαμαντοπούλου και ο κ. Παπαντωνίου. Διότι, εκεί κρίνεται μια Κυβέρνηση. Μας ανακοινώσατε ως μείζων το έλασσον και μας ανακοινώσατε ως κατάληξη, την αφετηρία. Είναι δυνατόν με τη μορφή ενός άρθρου ρεπορτάζ να εξαντλήσετε έτσι το κεντρικό θέμα των πολιτικών μεταβολών στο τοπίο της Ένωσης; Βεβαίως και χωρίς ίχνος αντιπολίτευσης, όταν έχετε την τραυματική εμπειρία της απογράφης και της εγκατάλειψης του Ελσίνκι, είστε μία χώρα που βρέθηκε στη δίνη του κυκλώνα, έχοντας πετάξει τις δύο βασικές ασπίδες της. Είστε γυμνοί και αισθάνεστε τη φρίκη δύο θεμελιωδών επιλογών, που έγιναν τη χειρότερη δυνατή στιγμή. Εσείς τις κάνατε και πρέπει να τις θεραπεύσετε. Αυτή τη στιγμή, όλες τις σταθερές, τις οποίες εμφανίζατε ως δεδομένες κλονίζονται.
Είναι δυνατόν να μιλάτε για το σχέδιο Ανάν, σαν να μην υπήρξε αυτή η ανατροπή. Το σχέδιο Ανάν, όπως γνωρίζατε, θεωρούσε ως κεντρικό σημείο την πορεία εμβάθυνσης της Ε.Ε., που γινόταν ασπίδα των ρητρών ασφαλείας. Μπορείτε εσείς, να κινήστε με τον ίδιο τρόπο και να θεωρείτε ότι τίποτα δεν συνέβη; Μπορείτε εσείς να μην λαμβάνετε υπόψη, ότι η χώρα οδηγήθηκε, όπως οδηγήθηκε από το γεγονός ότι ήταν αδιατάρακτα στον σκληρό πυρήνα και όχι υπό επιτήρηση στην οικονομία;
Άρα, κ. Υπουργέ, δεν είναι προσωπικό ζήτημα, είναι θέμα της Κυβέρνησης, που καλεί την Βουλή να τοποθετείται με γόνιμο τρόπο. Δεν μπορείτε να πείτε, ότι δεν ακούσατε θετικές προτάσεις. Ακούσατε θετικές προτάσεις και τεχνικού χαρακτήρα. Πάνω σε αυτές τις προτάσεις, έπρεπε εσείς να ξεκινήσετε και όχι να καταλήξετε την συζήτηση. Δεν αδικείτε μόνο την προσπάθεια του ελληνικού λαού και τις επιτυχίες της. Αδικείτε εσάς, εάν τυχόν αποτύχετε, η σημερινή σας ομιλία, είναι η «ταφόπλακα» της πολιτικής σας αξιοπιστίας. Διότι, θα πείτε ότι αποτύχαμε, επειδή απέτυχαν πριν οι Κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., ενώ η αποτυχία θα είναι δική σας.
Επειδή η Βουλή των Ελλήνων είναι για θετικές εκβάσεις. Επειδή ακόμη και τώρα, η διαπραγμάτευση για το Δ΄ ΚΠΣ μπορεί να είναι υψηλής απόδοσης για την Ελλάδα, εάν το χειριστείτε με τον τρόπο, που σας εξέθεσαν άνθρωποι που έχουν χειριστεί αντίστοιχα θέματα με επιτυχία. Επειδή στην εξωτερική πολιτική έχετε δεδομένη τη συναίνεση, τουλάχιστον της Μείζονος Αντιπολίτευσης, θα έπρεπε να αναθεωρήσετε τον τρόπο που μας παρουσιάσατε σήμερα τα ζητήματα και σε αυτή την νέα βάση, να ζητήσετε τη θετική μας στάση. Εάν επιλέγετε την μικρή αντιπολίτευση, θα οδηγηθείτε σε ακόμη μικρότερη Ελλάδα με ευθύνη σας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ (Β΄ Αντιπρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει η κυρία Καλαντζάκου.
ΣΟΦΙΑ ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΟΥ: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα να εκφράσω την απογοήτευση μου για το πόσες αντιφατικές απόψεις ακουστήκαν από επίσημα ευρωπαϊκά χείλη. Αυτό που συνέβη με τα δύο δημοψηφίσματα, είναι πάρα πολύ σοβαρό. Όχι μόνο, διότι δύο πολύ σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα, αλλά και διότι ξαφνικά άνοιξε ο «ασκός του Αιόλου». Σήμερα, υπάρχουν φωνές στην Ιταλία, που λένε να φύγουμε από το ευρώ, η λίρα να συνδεθεί με το δολάριο. Εδώ έχουμε ένα πολύ μεγάλο στοίχημα.
Νομίζω, ότι όλοι έχουμε βάλει στοίχημα ως ευρωπαίοι, να συνεχίσουμε να κτίζουμε ένα οικοδόμημα, όχι μόνο στη βάση των οικονομικών συναλλαγών, αλλά έχουμε συνδέσει και τις τύχες μας με ένα ενιαίο νόμισμα. Αν αρχίσει τώρα ο καθένας μετά από ένα τέτοιοι δημοψήφισμα να καταφεύγει με τέτοιο απόλυτο λαϊκισμό στα άκρα, θεωρώ, ότι η κρίση είναι πολύ βαθύτερη. Σε αυτή τη συνάντηση, λοιπόν, το χειρότερο θα είναι να αγνοηθεί ότι υπάρχει πρόβλημα.
Το δεύτερο που μου κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση, γιατί πιστεύω ότι όλες οι πολιτικές είναι τοπικές πολιτικές, είναι ότι συγκεκριμένοι άνθρωποι θα συναντηθούν στις 16, 17  και 18 Ιουνίου και πηγαίνουμε σε μια συνάντηση, όπου ήδη ο Σιράκ έβαλε Πρωθυπουργό έναν άνθρωπο,  ο οποίος πιστεύω ότι τις ευρωατλαντικές σχέσεις, τουλάχιστον για τη Γαλλία, θα τις δυσχεράνει πάρα πολύ. Αναρωτιέμαι γι’ αυτή την επιλογή, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι η επόμενη προεδρία ανήκει στην Αγγλία, μια χώρα, που παρόλο ότι υπάρχει η απόφαση 30 για την τελική απόφαση σε δύο χρόνια, έχει, ήδη, σπεύσει να πει, ότι ακυρώνουν το δημοψήφισμα. Άρα, για τι μιλάμε; Αναρωτιέμαι πως μπορούμε να προασπιστούμε τα συμφέροντά μας, όταν μια χώρα, όπως η Αγγλία, έχει πάρει μια τόσο ακραία θέση και δεν θα της πει κανείς τίποτα. Η διαπραγμάτευση θα είναι αν θα συνεχίσει η Αγγλία να παίρνει πίσω τα χρήματα από την Ε.Ε. στο βαθμό που τα έπαιρνε και κατά το παρελθόν.
Έχουμε να κάνουμε με κυβερνήσεις και το πρώτο μεγάλο λάθος είναι, ότι οι κυβερνήσεις δεν είχαν το θάρρος να πουν, ότι αυτές είναι που αποφάσισαν για την Ευρώπη και όχι να τα ρίχνουν όλα στα γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Τώρα,  λοιπόν, που όλοι τα έβαλαν με τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, πολλές κυβερνήσεις αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι η ευρωπαϊκή πολιτική είναι μια σύνθεση εθνικών πολιτικών.
Το πρώτο, λοιπόν, είναι, να αποφασιστεί ότι κάποια πράγματα μέσα από τη συνταγματική συνθήκη να τραβηχτούν και να γίνουν ευρωπαϊκή πολιτική, χώρια και πέρα από τη συνταγματική συνθήκη. Η πρόταση αυτή υπάρχει στο τραπέζι, εκφράζω, όμως, τους φόβους μου, γιατί οι πολίτες για πρώτη φορά στα χρονικά ασχολούνται με την Ευρώπη και εάν κάποιος μεταφράσει το  μήνυμα με τέτοια υπεροψία, νομίζω, ότι θα τραυματιστεί ακόμη περισσότερο το όλο οικοδόμημα.
Το δεύτερο είναι, ότι ελπίζω να επικρατήσει μια ηρεμία κατά τη συνάντηση, μια νηφαλιότητα σκέψεως για να μη μπορούν όλοι αυτοί που τραυματίζουν την Ευρώπη που θέλουμε να χτίσουμε, να την τραβούν στο ένα και στο άλλο άκρο.
Σε σχέση με το τι γίνεται με την Τουρκία, και εκεί πιστεύω, ότι υπάρχει σημαντικό θέμα. Η Τουρκία έχει λάβει το μήνυμα και ξέρει ότι είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα. Βλέπει ότι υπάρχει μια μεταστροφή στους πολίτες για το πώς βλέπουν την περαιτέρω διεύρυνση. Εγώ θα ήθελα να ρωτήσω και εάν αμφισβητείτο η περαιτέρω διεύρυνση, πώς θα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τους πολίτες; Βλέπουμε ότι διαφορετικά σκέφτονται οι κυβερνήσεις και διαφορετικά οι πολίτες.
Θα πρέπει, επίσης, να σκεφτούμε το ότι η Αγγλία θα έχει την επόμενη προεδρία. Εμείς υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, η οποία δεν μπορεί να κάνει κάτι στην Αγγλία, την Ολλανδία ή και αλλού. 
Θα πρέπει να επικρατήσει ψυχραιμία και ρεαλισμός. Ως προς τα οικονομικά, όταν υπάρχει η θέληση των έξι μεγάλων χωρών για το 1% και για το πώς  νομίζει ο καθένας ότι μπορεί να λυθεί το οικονομικό πρόβλημα, αφού άλλοι πιστεύουν ότι πρέπει να εργαζόμαστε όσο γίνεται λιγότερο και άλλοι ότι πρέπει να δουλεύουμε 500 ώρες. Θέλω να μας πει ο κ. Υπουργός, αν πιστεύει ότι τα δημοψηφίσματα θα επηρεάσουν ώστε να γίνουν πιο «ανοικτοχέρες» οι έξι αυτές χώρες.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ (Α’ Αντιπρόεδρος της Επιτροπής) : Η κυρία Ξενογιαννακοπούλου έχει το λόγο.
ΜΑΡΙΛΙΖΑ ΞΕΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ : Θα ήθελα να εγώ να ευχαριστήσω τον κ. Υπουργό για την ενημέρωση, γιατί πιστεύω ότι είναι πολύ χρήσιμο πριν τα ευρωπαϊκά συμβούλια να γίνεται μια τέτοια συζήτηση.
Θα ήθελα να επικεντρώσω κύρια στο θέμα των δημοσιονομικών προοπτικών, μια συζήτηση που είναι στρατηγικής σημασίας για τη χώρα μας, αφού από κει θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό το Δ’ Κ.Π.Σ. και οι άλλες συμμετοχές της χώρας μας, αλλά είναι στρατηγικής σημασίας και συνολικά για την Ευρώπη γιατί τελικά είναι θέμα αξιοπιστίας και σοβαρότητας προς τους λαούς της Ε.Ε., όταν συζητάμε για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα να συζητάμε το ελάχιστο των αναγκαίων πόρων που θα  μπορούν να υλοποιήσουν με επιτυχία αυτές τις πολιτικές.
Υπάρχουν τρία σημεία που θα ήθελα να αποσαφηνιστεί η στρατηγική της Κυβέρνησης ενόψει του Συμβουλίου Κορυφής. Το πρώτο είναι η τοποθέτηση της Ελληνικής Κυβέρνησης σε σχέση με τη συμβιβαστική πρόταση που έχει παρουσιάσει η προεδρία του Λουξεμβούργου, αλλά και ειδικότερα, με τη νέα εξέλιξη που είχαμε με  την πρόταση του Καγκελάριου Σρέντερ, που προτείνει ως επίπεδο των πιστώσεων – υποχρεώσεων το 1,06%. Το 1,06% δεν είναι απλώς λιγότερο από το μισό του σημείου εκκίνησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι το 1,14%, αλλά είναι και στις πιστώσεις υποχρεώσεων, όταν το 1,14% είναι υποχρεώσεις πληρωμών. Αυτό σημαίνει ότι οι πιστώσεις πληρωμών είναι πολύ λιγότερες από το 1,06%, άρα, μιλάμε για εξαιρετική στενότητα όσον αφορά τα κονδύλια για τα διαρθρωτικά ταμεία. Θα ήθελα, λοιπόν, κύριε Υπουργέ, να σας ρωτήσω  με ποια στάση πάτε απέναντι σε αυτό το συμβιβασμό, με δεδομένο ότι δεν είναι ένας συμβιβασμός που μπορεί να μας επιβληθεί, αφού ομόφωνα θα ληφθούν οι αποφάσεις και υπάρχει ένα ευρύ περιθώριο συμμαχιών και συγκεκριμένων προτάσεων και αντιπροτάσεων. Είχε φανεί, βέβαια, ότι το 1% δίνεται περισσότερο για διαπραγματευτικούς λόγους, δεδομένου ότι σήμερα, οι κοινοτικός προϋπολογισμός των 15 είναι στο 1%, οπότε είναι ανέφικτο να μπορεί να χρηματοδοτήσει τις 25  ή 27 χώρες. Κατά τη γνώμη του 1,06% σε πιστώσεις υποχρεώσεων είναι πάρα πολύ λίγο και σίγουρα, δεν μπορεί να είναι μια αξιόπιστη πρόταση προϋπολογισμού.
Το δεύτερο ερώτημά μου, αφορά τις συμμαχίες. Είναι σε σωστή κατεύθυνση αυτό που λέτε για τη συμμαχία των 17 κρατών. Εμείς έχουμε κάθε όφελος το θέμα της συνοχής να το δούμε με την έννοια των περιφερειών και όχι στενά. Δε θέλουμε να δημιουργηθεί διχασμός ανάμεσα στις παλιές και στις νέες χώρες στο θέμα της συμμαχίας, από την άλλη, όμως, δεν ξέρω πόσο σταθερή μπορεί να είναι μια τέτοια συμμαχία. Σίγουρα, η συμμαχία των τριών χωρών του Νότου είναι πιο μικρή, αλλά είναι σαφώς πιο επικεντρωμένη και σταθερή και θα ήθελα να ξέρω πόσες ελπίδες βασίζετε σε αυτή τη συμμαχία των 17 χωρών.
Τρίτο θέμα είναι αυτό της κοινής αγροτικής πολιτικής. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και το 2002 και το 2003 κατοχύρωσαν και επιβεβαίωσαν για τον πρώτο πυλώνα της Κ.Α.Π. που αφορά τις κοινές αγορές, ένα συγκεκριμένο προϋπολογισμό μέχρι το 2013. Το κομμάτι των διαρθρωτικών εμπίπτει στη γενική κατηγορία των διαρθρωτικών πολιτικών. Υπάρχουν, όμως, δύο κίνδυνοι. Ο ένας είναι της συγχρηματοδότησης  που προωθούν κάποιες χώρες – γνωρίζω ότι στο Συμβούλιο αυτό δεν έχει ιδιαίτερους συμμάχους, ευτυχώς – και ο δεύτερος το να θεωρηθεί ότι η Βουλγαρία και η Ρουμανία δεν πάνε πέραν του πλαφόν που έχει συμφωνήσει η Ελληνική Κυβέρνηση το 2002 και 2003. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν πετύχει να θεωρούνται ότι οι δύο αυτές χώρες όσον αφορά τον πρώτο πυλώνα της Κ.Α.Π., θα πρέπει να πάνε πέραν του πλαφόν. Είναι αισθητός πλέον ο κίνδυνος ένας συμβιβασμός να συμπαρασύρει μια συμπερίληψη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και αυτό όπως καταλαβαίνετε θα έχει επιπτώσεις και για το σταθερό κομμάτι του πρώτου πυλώνα της Κ.Α.Π.. Θα ήθελα και σε αυτό το σημείο κάποιες διευκρινίσεις.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ (Α’ Αντιπρόεδρος της Επιτροπής) : Ο κ. Τούσσας έχει το λόγο.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΟΥΣΣΑΣ : Κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι η σημερινή συζήτηση είναι χρήσιμη και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση ορισμένων ζητημάτων. Από την πλευρά μας θέλουμε να επισημάνουμε ότι το «όχι» στο αποκαλούμενο Ευρωσύνταγμα των Ολλανδών και των Γάλλων, είναι μια σημαντική πολιτική πράξη σε αυτό που βιώνουν οι λαοί, όχι μόνο των δύο αυτών κρατών, αλλά γενικότερα των κρατών – μελών της Ε.Ε., το οποίο αποτυπώνεται και συμπεριλαμβάνεται στον πυρήνα του σχεδίου της συνταγματικής συνθήκης, ο οποίος είναι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οικονομία της αγοράς, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσα από το χτύπημα των μισθολογικών, εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Ας μην υποτιμά κανένας από εμάς το πολιτικό κριτήριο που έχουν οι εργαζόμενοι. Φυσικά, να ζητήσεις από έναν απλό εργαζόμενο μια νομική ανάλυση του Ευρωσυντάγματος είναι προφανές ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Κανένας, όμως, δεν μπορεί να στερήσει από κανέναν να έχει την πολιτική του εκτίμηση γι’ αυτό που καθημερινά βιώνει. Αυτό το χάσμα, η αναντιστοιχία που παρουσιάζεται, μεταξύ των κυβερνήσεων και των εργαζόμενων, δεν είναι αποτέλεσμα των τελευταίων μηνών ή χρόνων, αλλά έχει μια πορεία. Αν θυμόμαστε καλά, η Συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992 στη Γαλλία, εκρίθη με μια διαφορά της τάξης του 0,8%.
Η αξιοποίηση των στοιχείων για το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων στην πορεία σύγκλισης, γίνεται με έναν αντιεπιστημονικό τρόπο από τις κυβερνήσεις.
Θέλοντας να δικαιολογήσουν τους κυβερνητικούς στόχους, ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας συνέβαλαν στο να υπάρχει σύγκλιση και όταν έρχονται στην Αξιωματική Αντιπολίτευση να λένε άλλα πράγματα στην αντίθετη κατεύθυνση.
 Αν κάποιος δικαιολογήσει τα στατιστικά στοιχεία της EUROSTAT στα 15 κράτη – μέλη σε ό,τι αφορά στο επίπεδο αποδοχών των εργαζομένων, είναι άλλο το ποσοστό και άλλο το ποσοστό για τα 25 κράτη – μέλη. Είναι γνωστό σε όλους μας ότι αξιοποιούνται τα στατιστικά στοιχεία για να εκπίπτουν οι χώρες από το στόχο ένα και έχουμε την σκληρή εμπειρία και πραγματικότητα περιοχών, όπως η Ήπειρος και η Θράκη που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.
 Αυτή η κρίση που  παρουσιάζεται έχει ένα μεγαλύτερο δομικό χαρακτήρα και θα ήθελα να επισημάνω δύο σημεία που προκύπτουν: Ένα στοιχείο είναι η νομιμότητα σε ό,τι αφορά στις ενέργειες του Συμβουλίου της Ε.Ε.. Δεν αναμένεται η ψήφιση της Συνταγματικής Συνθήκης για να προχωρήσουν σοβαρά ζητήματα, που έχουν να κάνουν με την εξωτερική πολιτική, την οικονομία. Μπαίνει ένα ζήτημα νομικής και πολιτικής τάξης, διότι  δύο λαοί έχουν καταψηφίσει τη Συνταγματική αυτή Συνθήκη. Μπορεί η Ε.Ε. να προχωρήσει σαν να μην έχει συμβεί τίποτε;  Ποιος μπορεί να πάρει σήμερα, αυτήν την πολιτική ευθύνη; Εμείς πιστεύουμε ότι μακροπρόθεσμα το κίνημα της αμφισβήτησης θα μεγαλώσει, όχι μόνο ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική της Ευρώπης, αλλά, συνολικά ενάντια στην Ευρώπη.
 Το δεύτερο ζήτημα είναι οι δράσεις που πρέπει να ελεγχθούν. Κατά την άποψή μου, θα είναι περιφρόνηση της λαϊκής βούλησης των λαών που με την ψήφο τους, ψήφισαν αρνητικά στη Συνταγματική Συνθήκη. Θα είναι όμως περιφρόνηση και για τους άλλους λαούς, που πέρα από το τι ψήφισαν, πραγματικά, έχουν την πολιτική νηφαλιότητα να κρίνουν μια πολιτική ενέργεια στη συνέχεια. Κατά την άποψή μας,  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέλει να κερδίσει χρόνο. Είναι γνωστά τα σενάρια σε μας και ως προς τις θέσεις της Αγγλίας, αλλά και του γαλλογερμανικού άξονα. Το ευρωσύνταγμα είναι ένα θέμα ανοιχτό. Το Κ.Κ.Ε θα συνεχίσει τη δράση του για να εκφραστεί με όρους κινήματος η αντίθεση του ελληνικού λαού, αλλά και σε συντονισμό με τους άλλους λαούς της Ευρώπης.
 Θα ήθελα, επίσης, να αναφερθώ στις δημοσιονομικές προοπτικές: Δεν υπάρχει κανείς μέσα σε αυτήν την αίθουσα και σε όλη την επικράτεια της χώρας που να μην θέλει να έρθουν στα ταμεία της χώρας όσο το δυνατόν περισσότερα κεφάλαια. Το θέμα είναι πού διοχετεύονται αυτά τα κεφάλαια, δηλαδή, πού επιστρέφουν. Πραγματικά, αυτά τα ποσά επιστρέφουν στο μεγάλο κεφάλαιο.
  Κύριε Υπουργέ, πιστεύω να με κλείσει το ζήτημα σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση του ποσοστού σε αυτή τη σύνοδο κορυφής. Οι Βρετανοί, δεν είναι διατεθειμένοι να επιστρέψουν χρήματα στα ταμεία της Ε.Ε.. Πρόσφατα, ο κ. Μπλερ, βγήκε πληγωμένος από μια εκλογική μάχη. Επίσης, είναι ανοιχτό το ζήτημα του ευρωσυντάγματος και σε έναν χρόνο θα διεξαχθούν εκλογές στη Γερμανία. Όλα αυτά, ίσως, πάνε πίσω στο να υπάρχει μια δημοσιονομική προοπτική, με αποτέλεσμα να υπάρχει πρόβλημα απορρόφησης κονδυλίων για το 2007.
 Όσον αφορά στις διεθνείς εξωτερικές σχέσεις:  κύριε Υπουργέ, καθημερινά, γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες, εφόσον δεν πέρασε το σχέδιο Ανάν, να αναβαθμιστεί ο ρόλος του ψευδοκράτους στη βόρεια Κύπρο από την Ε.Ε. με πρωτόκολλα χρηματοδότησης κ.λπ.. Ιδιαίτερα ανησυχητικό, είναι οι επαναλαμβανόμενες επισκέψεις γερουσιαστών και άλλων αξιωματούχων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Θα ήθελα να μας ενημερώσετε,  πώς αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα η ελληνική κυβέρνηση, τι θέσεις παίρνει και τι προτίθεται να κάνει ενόψει συνόδου κορυφής.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ.  Υπουργός.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΛΗΝΑΚΗΣ (Υφυπουργός Εξωτερικών): Κύριε Πρόεδρε, νομίζω ότι το συμπέρασμα που βγαίνει από τη συζήτηση, παρά τις επιμέρους διαφορές απόψεων και την κριτική που ακούστηκε για τους χειρισμούς και την έλλειψη στρατηγικής, υπάρχει μια σύγκλιση απόψεων ως προς τους στρατηγικούς στόχους της χώρας μας σε σχέση με το επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι σαφής η υποστήριξη, σχεδόν από όλες τις πολιτικές πλευρές, για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας και νομίζω ότι όλοι θέλουμε η χώρα μας να βρίσκεται στην καρδιά των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Αυτό για εμάς, δεν είναι σχήμα λόγου αλλά ουσία, σημαίνει συνεχής ανάληψη πρωτοβουλιών και προσπάθεια να βρισκόμαστε συνέχεια μέσα στις εξελίξεις.
 Επίσης, βλέπω μια ευρύτερη συναίνεση και στο θέμα της διεύρυνσης παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις που ακούστηκαν και τους προβληματισμούς. Είναι σαφές ότι όλοι επιμένουμε στη στρατηγική που έχει χαραχθεί, εκείνης της διεύρυνσης και προς τη γειτονιά μας, δηλαδή, στην ευρωπαϊκή προοπτική των Βαλκανίων και της Τουρκίας, εφόσον, πληρούνται και θα πληρούνται κατά τη στιγμή της κρίσης όλα τα κριτήρια και όλες οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί.
 Ακούστηκε από πολλούς μια έντονη κριτική για έλλειψη στρατηγικής και αυτό με εκπλήσσει. Υπήρξα σαφής ως προς τις προσπάθειες που έχουν γίνει και που δείχνουν τι θέλουμε από την αρχή  και πώς θα πετύχουμε αυτό που θέλουμε. Ασφαλώς, η κατάσταση σήμερα δεν ήταν κατάσταση που υπήρχε πριν είκοσι χρόνια, όταν συζητούνταν προηγούμενες δημοσιονομικές προοπτικές,  όταν το οικονομικό πεδίο της Ευρώπης ήταν τελείως διαφορετικό, όταν υπήρχαν πολύ λιγότερες χώρες συνοχής  και γενικότερα ένα κλίμα που βοήθησε την Ελλάδα. Η Ισπανία, για παράδειγμα, τράβηξε μπροστά στη διαπραγμάτευση που έγινε και σε ένα μεγάλο βαθμό βοήθησε στο να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα που ήταν θετικό για την Ελλάδα. Συνεπώς, ξέρουμε ποιο είναι το τοπίο, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε για να ξέρουμε και πού βαδίζουμε.
 Η ελληνική κυβέρνηση θα δώσει όλες της τις δυνάμεις στη χάραξη της σχετικής στρατηγικής για να πετύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Είναι βέβαιο, ότι η Ελλάδα θα δώσει τη μάχη που χρειάζεται, ώστε το τελικό πακέτο που θα εισρεύσει στην Ελλάδα να είναι το μεγαλύτερο  δυνατό, διότι η χώρα μας το έχει ανάγκη και διότι θεωρούμε ότι είναι δίκαιο απέναντι στη χώρα μας αυτό.
 Επίσης, ακούστηκε κριτική μια για έλλειψη στρατηγικής και υπήρξε η παρεξήγηση, ότι δηλαδή, εξαντλείται η στρατηγική μας στη συμμαχία με τους 17 ή όπως ειπώθηκε στη στήριξη των προτάσεων της Επιτροπής  και αυτό είναι αυτονόητο. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο σε μια στρατηγική. Εξήγησα επαρκώς, ότι από τη μια μεριά είχαμε τη συμπαγή ομάδα του 1% που εξακολουθεί ακόμα να μη φεύγει από αυτό το ποσοστό και από την άλλη μεριά μια ομάδα νέων μελών – κρατών που με πολύ ενθουσιασμό και μεγάλες επιθυμίες θέλουν να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από το τελικό πακέτο. Εμείς, αντί να πάμε μόνοι μας με τους δύο ακόμα της παλιάς ομάδας συνοχής, που πιστεύουμε ότι θα ήμασταν καταδικασμένοι, κάναμε μια στρατηγική επιλογή να διευρύνουμε αυτή την ομάδα στους 17 και αυτό δεν έγινε μόνο του αλλά με αγώνα.  Ξεκινήσαμε με τους Πορτογάλους,  γίναμε τρεις με τους Ισπανούς. Βεβαίως, με αυτές τις χώρες έχουμε συμφέροντα πολύ πιο κοντινά από την με τους άλλους, αλλά ουσιαστικά, μόνο με την Πορτογαλία έχουμε κοινά συμφέροντα, καθώς η Ισπανία έχει ήδη μετακινηθεί σε ένα άλλο επίπεδο και αναμένεται ότι σε λίγα χρόνια θα γίνει και συνεισφορέας στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.. Αυτό, λοιπόν, το ξέραμε από την αρχή και παρόλα αυτά βαδίσαμε και με τους τρεις και διευρύναμε το μέτωπο αυτό σε 17 χώρες. Έγιναν 8 ή 9 υπουργικές συναντήσεις, οι οποίες δεν ήταν πουθενά σε κάποιο πρόγραμμα, αλλά εμείς της ξεκινήσαμε. Πέρα από αυτές, είχαμε και άλλες ειδικές συναντήσεις. Με τους άλλους δύο της ομάδας των τριών, καθώς και υπουργικές συναντήσεις με τις 17 χώρες στις Βρυξέλλες, σε επίπεδο μονίμων αντιπροσώπων και σε επίπεδο ομάδων εργασίας. Έχουμε κάνει πάρα πολλές διμερείς συναντήσεις και εγώ ο ίδιος και  όσοι άλλοι ασχολούνται και εδώ οφείλω να πω ότι τη συνεργασία μου με το Υπουργείο  Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών είναι αγαστή και συνεχής σε όλα τα επίπεδα γι’ αυτό το θέμα. Έχουμε στείλει πάρα πολλές επιστολές και πολλά non papers με πίνακες και αιτήματα.
 Είναι ασφαλές το συμπέρασμα στο οποίο πρέπει όλοι να καταλήξουν ότι προσπαθούμε να βγάλουμε το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα για τα συμφέροντα και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να μας κατηγορήσει ότι αυτό δεν το επιδιώκουμε. Από την άλλη μεριά, το τελικό αποτέλεσμα θα προσδιορίστηκε από τη στάση των έξι που ελάχιστα έχουν κινηθεί παρά τη φαινομενικά μεγάλη μετακίνηση του κ.Σρέντερ. Βεβαίως, δεν έχουν μετακινηθεί ακόμα και οι άλλες χώρες πέραν της Γερμανίας που αντιμετωπίζουν τεράστια εσωτερικά προβλήματα, όπως η Ολλανδία. Αυτό, δεν σημαίνει ότι πάμε σε μια χαμένη μάχη. Δίνουμε όλες μας τις δυνάμεις και πιστεύουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα θα δικαιώσει τις προσπάθειες μας.
Άρα, λοιπόν, και σαφής στρατηγική υπάρχει και ολοκληρωμένη σε όλα τα επίπεδα με όλους τους δυνατούς συμμάχους που μπορούμε να βρούμε. Από την άλλη μεριά, έχουμε ένα ειδικό πρόβλημα, το ότι, πράγματι, το 55% του ελληνικού πληθυσμού δεν θα είναι επιλέξιμο πλέον για να πάρει τους πόρους αυτούς από τα κοινοτικά κονδύλια. Το Βόρειο Αιγαίο και η Στερεά Ελλάδα έχουν πραγματικά περάσει το όριο της ανάπτυξης και, άρα, βλέπουμε ότι μόνο μεταβατικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρξουν. Και πάντα υπάρχουν και άλλα εργαλεία για να βοηθήσουμε τις περιοχές αυτές που δεν θα τύχουν πλήρους υποστήριξης και υπάρχει και από την άλλη μεριά η κατηγορία των facing out, δηλαδή, εκείνες οι περιοχές, που, χωρίς να έχουν αναπτυχθεί, πέρασαν το όριο, επειδή μπήκαν στην Ε.Ε. πιο φτωχές περιοχές από εμάς. Αυτό, λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα το 55% του πληθυσμού για λόγους στατιστικής και μόνο σύγκλισης, να βγαίνει από το λογαριασμό συν 8% από τις δύο περιφέρειες που προανέφερα.
Η θέση μας στη διαπραγμάτευση και σε αυτή θα επιμείνουμε μέχρι τελευταία στιγμή, είναι, πρώτον, ότι θέλουμε η συμφωνία να γίνει τώρα τον Ιούνιο – και σας εξήγησα γιατί δεν μας συμφέρει να πάμε αργότερα από τον Ιούνιο. Βεβαίως δεν είμαστε μόνοι μας. Υπάρχουν άλλοι που έχουν αντίθετα συμφέροντα. Δεύτερον, η πρότασή μας είναι η πρόταση της Επιτροπής. Δεν έχουμε μετακινηθεί ως τώρα από το 1.14 που είναι η πρόταση της Επιτροπής. Βεβαίως καταλαβαίνουμε ότι δεν θα καταλήξουμε στο 1.14, αλλά εμείς επιμένουμε.
Επίσης, μέσα στο σύνολο των ρυθμίσεων του προϋπολογισμού μας ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν ο φάκελος και όχι μόνο το ταμείο, αλλά ο φάκελος της συνοχής. Γιατί για εμάς είναι το νούμερο που μπορούμε μαζί με την Κ.Α.Π. να δώσουμε, αλλά πέρα αυτών των κονδυλίων υπάρχουν και άλλα με όρους ανταγωνισμού που μπορούν οι περιφέρειες και γενικά οι διάφοροι φορείς να επωφεληθούν. Επιμένουμε και στις μεταβατικές ρυθμίσεις, γιατί θεωρούμε ότι είναι απαράδεκτο μια χώρα όπως η Ελλάδα, μαζί με τις άλλες χώρες της συνοχής, να πληρώσει το λογαριασμό της διεύρυνσης. Όταν η απόφαση για τη διεύρυνση ήταν μια απόφαση συλλογική και όλες οι χώρες δίκαια να επιμερίσουν μεταξύ τους το βάρος της διεύρυνσης.
Ειπώθηκε στο ζήτημα του Συντάγματος ότι δεν πρέπει να φτάσουμε στον στρουθοκαμηλισμό και να συνεχίσουμε σα να μην έχει συμβεί ο,τιδήποτε. Ασφαλώς και αυτή είναι η δική μας ανάγνωση των γεγονότων. Επίσης, ειπώθηκε ότι δεν είχαμε διάλογο με τα κόμματα. Από τις τελευταίες ημέρες των εξελίξεων προσπαθήσαμε να ανοίξουμε αυτόν τον διάλογο και γι’ αυτό συνεκκλήθη το Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής, όπου κάναμε μια αποτίμηση των τελευταίων εξελίξεων και χαίρομαι που δίνεται η ευκαιρία στην Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων να διευρύνουμε αυτή τη συζήτηση, γιατί, ασφαλώς, δεν είναι δική μας θέση ότι πρέπει να συνεχίσουμε χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη φωνή του γαλλικού και ολλανδικού λαού. Πρέπει να ερμηνεύσουμε κατά έναν τρόπο ασφαλή τα μηνύματα που μας δόθηκαν, διότι από τη φύση τους είναι διαφορετικά και μέσα στο «όχι» της κάθε χώρας, υπάρχουν και διαφορετικές λογικές.
Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στα συμπεράσματα που βγάζουμε, κι εμείς ως Κυβέρνηση προβληματιζόμαστε, μελετούμε, το ίδιο κάνουν και οι άλλες κυβερνήσεις και είμαστε σε επαφή μαζί τους. Υπάρχει ένας κοινός προβληματισμός, δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή ασφαλή συμπεράσματα, όλοι θα πάμε στη Συνάντηση Κορυφής στις 16 Ιουνίου σε μια προσπάθεια να βρεθεί μια λύση που από τη μια μεριά, βεβαίως, θα συνεχίσει τη διαδικασία, αφού αυτή είναι η υποχρέωση που θεσμικά έχουμε αναλάβει, αλλά και από την άλλη μεριά, είμαστε ανοιχτοί για να αφουγκραστούμε τις κοινωνίες, τους λαούς, που εκφράστηκαν μέσα από τα δημοψηφίσματα.
Για την αδυναμία σύγκλισης δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χώρα μας, από το 1981 που είμαστε στην Ε.Ε., έχει κάνει βήματα μπροστά. Γι’ αυτό άλλωστε η ελληνική κοινή γνώμη είναι υπέρ της συμμετοχής μας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Ακριβώς διότι ωφέλησε την χώρα μας, πέρα από τα άλλα οφέλη που είχε. Αυτό που είπα είναι, ενώ οι ευκαιρίες ήταν πολλές, ενώ τα ποσά ήταν τεράστια, το αποτέλεσμα σε σχέση με τους πόρους που εισέρρευσαν στη χώρα, δεν είναι το ανάλογο. Σε χώρες όπως η Ισπανία, Πορτογαλία, έχουμε τρεις φορές μεγαλύτερη ανάπτυξη για κάθε ευρώ.
Εδώ υπάρχει ένας προβληματισμός. Καλό είναι να τον κάνουμε όλοι μας, όχι για να ρίξουμε ευθύνες ο ένας στον άλλο, αλλά γιατί πρέπει η χώρα μας να αξιοποιεί πραγματικά τις ευκαιρίες που της δίνονται. Το επόμενο Κ.Π.Σ. είναι πραγματικά, ίσως, η τελευταία ευκαιρία για τη χώρα μας, προκειμένου να μπορέσει να μειώσει ουσιαστικά το χάσμα που την χωρίζει από το επίπεδο ανάπτυξης των άλλων κρατών.
Για την Κύπρο και Τουρκία ακούστηκαν ορισμένα. Τα εξήγησε ο κ. Μολυβιάτης για το τι συνέβη το Δεκέμβριο του 2004 και πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν από την πρώτη διαπραγμάτευση του Ελσίνκι η Ελλάδα είχε βάλει όρους. Ενώ η πολιτική του κ. Παπανδρέου ήταν «δε ζητάμε τίποτα ως αντάλλαγμα, θέλουμε η Τουρκία να είναι υποψήφια χώρα». Εμείς προσπαθήσαμε να βελτιώσουμε αυτό που παραλάβαμε και πιστεύω ότι κάναμε ένα μεγάλο βήμα προς τη βελτίωσή τους. Καθημερινά είμαστε πάνω από το θέμα και σε αυτό και στα άλλα θέματα που μας αφορούν, και κυρίως με την προετοιμασία των κειμένων στα οποία κάθε φορά καταλήγουμε να είμαστε στο ύψος που απαιτείται και να πετύχουμε τα μεγαλύτερα δυνατά οφέλη για τη χώρα μας.
Το πρώτο αποτέλεσμα αυτής της πρώτης αλλαγής, το είδατε πρόσφατα στο Συμβούλιο Σύνδεσης Τουρκίας – Ε.Ε., όπου για πρώτη φορά μπήκαν πολλά πράγματα που ήταν στην αρχή θεωρητικά. Η Ίμβρος, για να πω ένα παράδειγμα, και πολλά άλλα στη σχέση της Τουρκίας με την Ε.Ε..
Ειπώθηκε από συναδέλφους ο χαρακτηρισμός ότι η χώρα μας είναι μικρή. Με τα δεδομένα της Ε.Ε. η χώρα μας είναι μεσαία και μάλιστα στην επάνω κλίμακα των μεσαίων. Αυτά, βέβαια, από πλευράς πληθυσμού. Απομένει σε όλους μας να φτάσουμε τη χώρα στην καρδιά των ευρωπαϊκών εξελίξεων, δηλαδή, να ανταποκριθεί σε αυτό το μέγεθος και να είναι χώρα που παίζει ρόλο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Και με αυτές τις προσδοκίες πηγαίνουμε στο Συμβούλιο του Ιουνίου.
Στο σημείο αυτό γίνεται η γ΄ ανάγνωση του καταλόγου των μελών της Επιτροπής. Παρόντες ήταν οι Βουλευτές κ.κ.: Σωτήριος Χατζηγάκης, Παναγιώτης Αδρακτάς, Σοφία Βούλτεψη, Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, Σοφία Καλαντζάκου, Ηλίας Καλλιώρας, Κωνσταντίνος Καρράς, Χρυσή Καρύδη, Δημήτριος Κωνσταντάρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Μπεκίρης, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Αικατερίνη Παπακώστα – Σιδηροπούλου, Ελένη Ράπτη, Μάριος Σαλμάς, Κωνσταντίνος Τασούλας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, Ιωάννης Χωματάς, Αθανάσιος Αλευράς, Δημήτριος Ανδρουλάκης, Μαρία – Ελένη Αποστολάκη, Ιωάννης Δημαράς, Άννα Διαμαντοπούλου, Πέτρος Ευθυμίου, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Ιωάννης Παπαντωνίου, Χρήστος Παπουτσής, Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος και Αθανάσιος Τσούρας

Τέλος και περί ώρα 20.40΄ λύθηκε η συνεδρίαση.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ                                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ