Ομιλία ΥΠΕΞ, κ. Π. Μολυβιάτη στην συνεδριάση της Διαρκούς Επιτροπής Εξωτερικών και ΄Αμυνας της Βουλής (2004-11-10)

Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Στη σημερινή συνεδρίαση της Επιτροπής θα ήθελα να ξεκινήσω με μερικές γενικές παρατηρήσεις για την εξωτερική πολιτική της χώρας και στη συνέχεια να αναφερθώ στις τελευταίες εξελίξεις στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, που δικαίως απασχολούν και προβληματίζουν αυτές τις ημέρες τις πολιτικές δυνάμεις και τον ελληνικό λαό.

Μας δίνεται σήμερα η ευκαιρία να συμβάλλουμε όλοι σε έναν εποικοδομητικό και ειλικρινή διάλογο. Σε μία ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων. Αυτή η Επιτροπή έχει αποδείξει ότι δεν είναι μόνο πεδίο, ενίοτε σκληρής, αλλά και καλοπροαίρετης κριτικής στο πλαίσιο λειτουργίας της Δημοκρατίας. Κυρίως έχει αποδείξει ότι μπορεί να λειτουργεί και ως χώρος σύνεσης και συναίνεσης. Δύο στοιχεία ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής.

Πιστεύω λοιπόν ότι όπως στο παρελθόν, έτσι και σήμερα, η ποιότητα της συζητήσεως και η νηφαλιότητα στην έκφραση των απόψεων θα βοηθήσουν στο να αποσαφηνισθούν τυχόν παρανοήσεις και να οδηγηθούμε σε χρήσιμα για όλους συμπεράσματα.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με ένα μακρύ παρελθόν εντάσεων και διαφορών που έφταναν το όριο του διχασμού, η Ελλάδα ασκεί την εξωτερική της πολιτική έχοντας ως βάση ένα μοναδικό, πολύτιμο θα έλεγα, πλεονέκτημα. Την πραγματική εθνική συναίνεση, τουλάχιστον της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων, για τις στρατηγικές επιλογές, τους θεμελιώδεις άξονες του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας. Πιστεύω ότι είναι χρήσιμο να επαναλάβω αυτές τις στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές μας.

1ον – Η Ελλάδα πρέπει να είναι μία χώρα Ευρωπαϊκή, με ενισχυμένη θέση μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία θέλουμε ισχυρή και αποτελεσματική με ουσιαστική επιρροή στη διεθνή σκηνή.

2ον- Η Ελλάδα επιθυμεί την εξομάλυνση των σχέσεών της με την Τουρκία χωρίς, όμως, βλάβη των συμφερόντων μας.

– Για να το επιτύχουμε αυτό, έχουμε σχεδόν όλοι υποστηρίξει τη θέση ότι μόνο μία πραγματικά Ευρωπαϊκή Τουρκία θα είναι γείτονας ειρηνικός και προβλέψιμος. Ένας Ευρωπαίος γείτονας με τον οποίον θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μία αμοιβαίως επωφελή συνεργασία, σε πολλούς τομείς, πολιτικούς και οικονομικούς.

Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος, υπό τον όρο όμως του πλήρους σεβασμού εκ μέρους της των κριτηρίων, των προϋποθέσεων, των κανόνων, των αρχών και της συμπεριφοράς που επιβάλλει και προϋποθέτει η συμμετοχή μίας χώρας στην Ευρωπαϊκή οικογένεια.

3ον – Η Ελλάδα επιθυμεί και εργάζεται δραστήρια, τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, για τη σταθερότητα, την ειρήνη και τη συνεργασία στην ευρύτερη περιοχή της και ειδικότερα στην Βαλκανική, οι χώρες της οποίας θα πρέπει -χωρίς αποκλεισμούς και εξαιρέσεις- να ολοκληρώσουν τον ευρωπαϊκό τους δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ. Την προσπάθεια αυτή των γειτόνων μας, έχουμε ήδη αποδείξει, ότι την στηρίζουμε με συνέπεια και ειλικρίνεια.

4ον – Η Ελλάδα πιστεύει και εργάζεται για την επίτευξη μίας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού προβλήματος στη βάση του Σχεδίου Ανάν, και σύμφωνα με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, και βέβαια το “Ευρωπαϊκό Κεκτημένο”.

Αυτή μας την επιλογή την πιστεύουμε και την προωθούμε, χωρίς να λησμονούμε την απόφαση του κυρίαρχου Κυπριακού λαού στο δημοψήφισμα του περασμένου Απριλίου, και χωρίς να αγνοούμε ότι μόνο η επανένωση της Κύπρου μπορεί να διασφαλίσει ότι και οι δύο κοινότητες -Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι- θα απολαύσουν τα αγαθά της ένταξης και της συμμετοχής της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

5ον – Οι σχέσεις μας με όλες τις χώρες του κόσμου, και ειδικότερα με τις ισχυρότερες από αυτές, πρέπει να αναπτύσσονται συνεχώς σε πνεύμα ειλικρινούς φιλίας και συνεργασίας στους περισσότερους δυνατούς τομείς. Στο πλαίσιο αυτό οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, την Κίνα και άλλες μεγάλες χώρες, καθώς και με τις χώρες της Μέσης Ανατολής έχουν εξαιρετική σημασία.

Ειδικά οι παραδοσιακές σχέσεις συνεργασίας με τις ΗΠΑ είναι σημαντικό στοιχείο της εξωτερικής μας πολιτικής. Αντιλαμβανόμαστε την ουσία και τη σπουδαιότητα αυτών των σχέσεων που όμως δεν μπορεί να αναπτύσσονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και οι ευαισθησίες της Ελλάδας. Μετριοπάθεια και καλή διάθεση δεν σημαίνουν, ούτε πρέπει να εκλαμβάνονται ως αδυναμία ή διάθεση αποδοχής τετελεσμένων. Οι φιλικές και συμμαχικές σχέσεις ευδοκιμούν και αναπτύσσονται σε κλίμα κατανόησης και αμοιβαιότητας, μέσα στο νέο διεθνές περιβάλλον, στο οποίο τίποτα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Πιστεύω ότι όχι μόνο η πλειοψηφία στην αίθουσα αυτή, αλλά και ευρύτερα η μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας, συμφωνούν σε όλες αυτές τις βασικές παραδοχές για τον διεθνή προσανατολισμό και την εξωτερική πολιτική της χώρας.

Με αυτό δεν αγνοώ, ούτε παραγνωρίζω ότι υπάρχει, – και πολλές φορές είναι χρήσιμο ακόμα και για διαπραγματευτικούς λόγους να υπάρχει – και κριτική και αντιπαράθεση επί των τακτικών κινήσεων και των επιμέρους χειρισμών. Αλλά θεωρώ εξαιρετικά θετικό και αξιοποιήσιμο για την προώθηση των στόχων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας ότι αυτή η αυστηρή κριτική εκδηλώνεται μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτατης συναίνεσης για το τί θέλουμε και πού οδεύουμε ως χώρα και ως έθνος.
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Υπάρχει εύλογη πικρία στον λαό μας για τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών. Αυτή η πικρία όμως δεν πρέπει να καταλήξει σε ένα αίσθημα αντιπαραγωγικής απαισιοδοξίας. Οι τελευταίες εξελίξεις, με την ακατανόητη μονομερή ενέργεια της αμερικανικής κυβέρνησης, δεν μπορούν να μεταβάλλουν μία πραγματικότητα. Την πραγματικότητα ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα με ισχυρά διεθνή ερείσματα, κυρίως λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και του πλέγματος των πολύ καλών διμερών σχέσεών της με τις περισσότερες χώρες του κόσμου.

Η σταθερή μας προσήλωση στη διεθνή νομιμότητα, το διεθνές δίκαιο, ο σταθεροποιητικός μας ρόλος στην περιοχή μας, η μεγάλη επιτυχία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, η πανηγυρική μας εκλογή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. αποτελούν κεφάλαιο ισχύος και κύρους που δεν ανατρέπεται από ανακοίνωση μονομερών αποφάσεων τρίτων.

Στο χέρι μας είναι να ασκήσουμε με συναίνεση, σύνεση και αποφασιστικότητα μία εθνική εξωτερική πολιτική, χωρίς αλληλοκατηγορίες για πράγματα τετελεσμένα, ιστορικού κυρίως ενδιαφέροντος.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Με αυτό το πνεύμα θα σας αναπτύξω σήμερα τις θέσεις και τα βασικά στοιχεία της στρατηγικής της κυβέρνησής μας σχετικά με τα κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στο επόμενο διάστημα.

Οφείλω πάντως να υπενθυμίσω εδώ ότι στους οκτώ μήνες του βίου της, αυτή η Κυβέρνηση κλήθηκε, από τις πρώτες κιόλας ώρες που ξεκίνησε την τετραετή της θητεία, να αντιμετωπίσει δύο τεράστιας σημασίας και δυσκολίας θέματα: το Κυπριακό και τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Πρώτον, κληθήκαμε να χειριστούμε την καταληκτική και πλέον δύσκολη φάση του κυπριακού που είχε εν πολλοίς προδιαγραφεί. Σε κάθε περίπτωση την οριστική απόφαση είχε στα χέρια του ο Κυπριακός Ελληνισμός, ο οποίος αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία να αρνηθεί – όχι την επίλυση του Κυπριακού – αλλά την επίλυση με το συγκεκριμένο σχέδιο, το Σχέδιο Ανάν. Με αυτό ως δεδομένο η Ελλάδα έπρεπε να διατηρήσει τις καλές της σχέσεις και με την Ευρώπη, και με τις Η.Π.Α., αλλά και με την Τουρκία, ώστε να αποφευχθεί μία ένταση με άγνωστα αποτελέσματα. Έπρεπε, βεβαίως, πρωτίστως να διατηρήσει την άρρηκτη σχέση συνεργασίας και υποστήριξης με την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Κυπριακό Ελληνισμό. Νομίζω ότι αυτοί που ήταν ζωτικής σημασίας στόχοι, επετεύχθησαν.

Δεύτερον, κληθήκαμε να κάνουμε την καταληκτική προσπάθεια για την προετοιμασία και διεξαγωγή ασφαλών και επιτυχών Ολυμπιακών Αγώνων. Προσπάθεια που εξελίχθηκε μέσα σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές περιβάλλον λόγω των συνεχών κρουσμάτων τρομοκρατίας και των φονικών εντάσεων στο Ιράκ και τη Μέση Ανατολή. Σε ένα εξαιρετικά δυσμενές, τις περισσότερες φορές κακόπιστο, περιβάλλον που δημιουργούσαν αλλεπάλληλα, και αδικαιολογήτως επικριτικά, δημοσιεύματα και ανταποκρίσεις του διεθνούς -κυρίως αγγλοσαξωνικού- τύπου. Και αυτή την πρόκληση θεωρώ και πιστεύω ότι η Κυβέρνησή μας αντιμετώπισε με επιτυχία. Κάτι που ανάγκασε ακόμα και τους πιο σφοδρούς επικριτές μας να παραδεχθούν το άδικο της μονομέρειάς τους.

Το θέμα είναι όμως, τι γίνεται από εδώ και μπρος;

Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με μία σύντομη αναφορά στις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία αποτελεί σήμερα -όπως αποτελούσε και όλα τα προηγούμενα χρόνια- το ισχυρό θεμέλιο και το βασικό παράγοντα της διεθνούς θέσης που κατέχει η χώρα.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την τελευταία, μεγαλύτερη στην ιστορία της διεύρυνση, δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση που γνωρίζαμε. Το παραδοσιακό ισχυρό δίδυμο Γαλλίας και Γερμανίας που καθοδηγούσε τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν έχει πλέον τις ίδιες δυνατότητες επιρροής επί των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Αυτό φάνηκε ήδη στην περίοδο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στο Ιράκ με την περιβόητη “επιστολή των οκτώ” οι οποίοι – αιφνιδιάζοντας απόλυτα Παρίσι και Βερολίνο – ετάχθησαν υπέρ των αμερικανικών απόψεων.

Ταυτόχρονα, η διεύρυνση αυτή δημιούργησε προβλήματα ως προς την ταχύτητα λήψης αποφάσεων, και άρα ως προς την αποτελεσματικότητα αλλά και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτά τα μεγάλα προβλήματα έρχεται τώρα να επιχειρήσει να επιλύσει η νέα Συνταγματική Συνθήκη, η οποία υπεγράφη μερικές μέρες πριν στη Ρώμη, στην πόλη από όπου πριν περίπου πενήντα χρόνια ξεκίνησε το ευρωπαϊκό όραμα.

Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, παρά τις ατέλειές του, θωρακίζει θεσμικά την Ένωση για τη νέα εποχή. Η Ένωση πρέπει να κάνει το επόμενο – έστω και διστακτικότερο από ό,τι θα επιθυμούσαμε- βήμα και να προχωρήσει χωρίς κλυδωνισμούς. Πιστεύω ότι θα είναι προς όφελος της Ένωσης να επικυρωθεί η Συνταγματική Συνθήκη από όλα τα κράτη -μέλη, βεβαίως με τον τρόπο και μέσω της διαδικασίας που το κάθε ένα έχει προκρίνει ως καταλληλότερα. Είτε με δημοψήφισμα, είτε με την κοινοβουλευτική διαδικασία.

Είναι πεποίθηση της κυβέρνησής μας ότι σε αυτή την σημαντική ώρα η Ελλάδα πρέπει το ταχύτερο δυνατόν να προχωρήσει στην κύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Και αυτό για δύο κυρίως λόγους:

Πρώτον, για να συμβάλλει με τις δικές της δυνάμεις, ώστε να ενισχυθεί η πλευρά εκείνη, που επιθυμεί την υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, και άρα την εξέλιξη της Ευρώπης.

Και δεύτερον, να τεθεί στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, ενισχύοντας τη θέση της μέσα στην Ένωση ως πιστού, αποφασιστικού και αξιόπιστου εταίρου.

Η πρακτική που έχει ισχύσει απαρέγκλιτα έως τώρα στην χώρα μας για όλες τις ανάλογες περιπτώσεις Ευρωπαϊκών θεσμικών κειμένων (Μάαστριχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια), είναι εκείνη της κυρώσεως από τη Βουλή των Ελλήνων, τον ύψιστο θεσμό του δημοκρατικού μας συστήματος. Αυτό μάλιστα θα πρέπει να γίνει σύντομα, και πάντως εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Παράλληλα, ο δημόσιος δημοκρατικός διάλογος για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα είναι ιδιαίτερης σημασίας για την πληρέστερη ενημέρωση του πολίτη, γι΄ αυτό είναι και επιβεβλημένος. Ο ρόλος και η ευθύνη όλων των πολιτικών κομμάτων να ξεκινήσουν και να διαξάγουν με τον καλλίτερο τρόπο τον διάλογο αυτό, είναι αυταπόδεικτης σημασίας.

Από την πλευρά της η Κυβέρνηση έχει ήδη δηλώσει τη βούλησή της να αναλάβει τη σχετική πρωτοβουλία. Μπορούμε μάλιστα να θεωρήσουμε ότι και η σημερινή μας συζήτηση είναι σημείο εκκίνησης αυτού του δημόσιου δημοκρατικού διαλόγου για την Ευρώπη και την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη της.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Η πορεία της Ευρώπης είναι, επίσης, συνυφασμένη με το ζήτημα των μελλοντικών της διευρύνσεων. Όπως γνωρίζετε, βάσει του ισχύοντος χρονοδιαγράμματος, η επόμενη διεύρυνση της Ένωσης θα συντελεσθεί, όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα το 2007 με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η Ελλάδα στηρίζει όλα αυτά τα χρόνια την προσπάθεια των δύο γειτονικών αυτών χωρών αλλά και της Κροατίας, να συνδέσουν το μέλλον τους, όχι μόνο το δικό τους αλλά και της περιοχής μας, με τη νέα μεγάλη Ευρώπη, που διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια.

Η χώρα μας στηρίζει αυτή την προοπτική, γιατί πιστεύουμε, και νομίζω ότι το πιστεύουμε διακομματικά, ότι η ευρωπαϊκή προοπτική είναι ο μεγάλος καταλύτης, ο μονόδρομος για τη μετάβαση από το βεβαρημένο παρελθόν της περιοχής μας, σε ένα αύριο σταθερότητας, ειρήνης και ευημερίας.

Αυτή είναι και η βασική φιλοσοφία που διέπει τη στάση της Ελλάδας όλα αυτά τα τελευταία χρόνια όσον αφορά στις σχέσεις μας με την Τουρκία και την προσπάθεια τής να προσεγγίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Είναι κοινός τόπος στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια ότι όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα, εκτός ίσως του ΚΚΕ έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος να οδηγηθούν οι σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας σε ήρεμα νερά είναι να καταστεί η Τουρκία ένα πραγματικά ευρωπαϊκό κράτος. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε μία εξομάλυνση των σχέσεών μας στο πλαίσιο μιας αμοιβαίως επωφελούς καλής γειτονίας. Μέχρι σήμερα, αυτή η πραγματικότητα δεν έχει μεταβληθεί.

Η ευρωπαϊκή, όμως, πορεία της Τουρκίας προϋποθέτει και απαιτεί θεμελιώδεις αλλαγές τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική της πολιτική. Αυτή η αναγκαία μετάβαση της Τουρκίας από ένα Ανατολικό παρελθόν σε ένα Ευρωπαϊκό μέλλον είναι φυσικό να δημιουργεί αναστάστωση σε ένα κατεστημένο πολιτικό, στρατιωτικό και κοινωνικό που αισθάνεται αμήχανα μπροστά στο τέλος εποχής που έχει αρχίσει να φαίνεται στον ορίζοντα.

Τον τελευταίο καιρό, τις τελευταίες περίπου είκοσι μέρες, έχει σημειωθεί αύξηση της συχνότητας της τουρκικής στρατιωτικής δραστηριότητας σε αέρα και θάλασσα στο Αιγαίο.
Οι προκλήσεις με τη μορφή παραβάσεων του FIR και παραβιάσεων του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου, αλλά και με ναυτική δραστηριότητα στην περιοχή των Ιμίων παρουσιάζουν πράγματι έξαρση. Κάνω μια παρένθεση: τις τελευταίες δέκα μέρες, επικρατεί ηρεμία στα Ίμια- δεν έχουν σημειωθεί επεισόδια.

Βέβαια, αυτή η δραστηριότητα δεν είναι ούτε πρωτόγνωρη ούτε και απρόσμενη.

Ακόμα και σε περιόδους που κυριαρχούσε η εντύπωση ότι όλα ήταν κυριολεκτικώς “μέλι-γάλα” στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπήρχε αυξημένη τουρκική δραστηριότητα στο Αιγαίο. Για να έχετε μια ακριβή εικόνα, από τα επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης προκύπτει ότι υπάρχει σημαντική μείωση των παραβάσεων και παραβιάσεων το 2004 σε σύγκριση με το 2003. Όπως επίσης υπάρχει σημαντική μείωση τον Οκτώβριο του 2004 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα της προηγούμενης χρονιάς.

Αυτά κατ’ ουδένα τρόπο σημαίνουν ότι η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να ανέχεται αυτήν την πρακτική. Από μια Ευρωπαϊκή Τουρκία δεν δεχόμαστε ούτε μια παράβαση, ούτε μια παραβίαση. Αυτό θα επιβάλλει η συνύπαρξή μας μέσα στην ίδια οικογένεια. Την ευρωπαϊκή οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτόν τον στόχο εργάζεται η Ελληνική Κυβέρνηση.

Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να μην παρασυρθεί στη λογική της έντασης, αλλά αντιθέτως με ψυχραιμία να διασφαλίζει τα συμφέροντά της, χωρίς καμία έκπτωση, και ταυτόχρονα να παραμένει συνεπής στη στρατηγική της επιδίωξη να καταστεί η Τουρκία ένας ειρηνικός και προβλέψιμος γείτονας μέσα στο αυστηρό πλαίσιο των ευρωπαϊκών αξιών και κανόνων.

Αυτή την πολιτική ακολουθεί και η Κυβέρνηση με αποφασιστικότητα και σταθερότητα. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, καμία ενέργεια της Τουρκίας δεν υποτιμάται, ούτε παραβλέπεται, ούτε παραγνωρίζεται. Όλα συνεκτιμώνται. Και αυτό γίνεται στη βάση των όσων αναφέρονται ως κριτήρια και προϋποθέσεις, μεταξύ άλλων, στην πρόσφατη και αυστηρή Έκθεση της Επιτροπής για την Τουρκία.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής τίποτα δεν αποσυνδέεται από την Ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, η οποία πρέπει να εκπληρώσει πλήρως τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις. Το εάν αυτό επιτυγχάνεται, θα κρίνεται κάθε φορά με ομοφωνία από όλα τα κράτη – μέλη της Ένωσης, στα οποία συγκαταλέγονται η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία.

Αυτά είχα την ευκαιρία να περιγράψω στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων του Οκτωβρίου στο Λουξεμβούργο. Ανέφερα τότε επί λέξει στους εταίρους μας ότι:

“Η θέση της Ελλάδας είναι γνωστή, σαφής και σταθερή. Υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας για λόγους που έχουμε επανειλημμένως εκθέσει και νομίζω ότι είναι περιττό να επαναλάβω αυτή τη στιγμή. Σημειώνουμε συνεπώς με ικανοποίηση την εισήγηση της Επιτροπής για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Τουρκία.
Σημειώνουμε ταυτοχρόνως ότι η Επιτροπή καταγράφει μια σειρά βημάτων, που πρέπει να κάνει η Τουρκία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Τα βήματα αυτά αφορούν στην εσωτερική κατάσταση της χώρας και δη τις σχέσεις πολιτικής εξουσίας- στρατού, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την προστασία των μειονοτήτων, τη θρησκευτική ελευθερία κλπ. Αφορούν όμως και την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και ιδιαίτερα τις σχέσεις της με τους γείτονές της συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου που είναι πλήρες μέλος της Ε.Ε.
Ελπίζουμε ότι η Τουρκία θα πραγματοποιήσει όλα αυτά τα βήματα και θα ανταποκριθεί, σε όλα τα κριτήρια και τις υποχρεώσεις της κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, όσο χρόνο και αν αυτές κρατήσουν. Εάν το επιτύχει αυτό, πιστεύουμε ότι τότε θα δικαιούται να γίνει και αυτή πλήρες μέλος της Ε.Ε.”.

Αυτά ανέφερα στο Λουξεμβούργο, τα οποία και αποτελούν το γενικό πλαίσιο και τη βάση εκκίνησης των ενεργειών και των επιδιώξεών μας ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου. Ο σχεδιασμός έχει ήδη συγκεκριμενοποιηθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών και οι σχετικές ενέργειες προωθούνται με τον καταλληλότερο τρόπο προς τους εταίρους μας, αλλά και τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Το καλό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στις σχέσεις των δύο χωρών είναι ένα πολύτιμο κεφάλαιο που δεν πρέπει να σπαταληθεί, αλλά να αξιοποιείται και από τις δύο χώρες. Αυτό πρώτη πρέπει να το καταλάβει η Άγκυρα, διότι εκείνη ζητά την υποστήριξη της Ελλάδας. Μια υποστήριξη που η Ελλάδα την δίνει με συνέπεια, χωρίς όμως να προτίθεται να υποστεί οποιαδήποτε βλάβη των δικών της συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής τίποτα δεν αποσυνδέεται. Ό,τι έχει συνδεθεί στο Ελσίνκι το 1999, παραμένει. Βέβαια το τί ακριβώς έχει συνδεθεί, πώς έχει συνδεθεί, και πόσο αποτελεσματικά έχει συνδεθεί, είναι ένα θέμα που δεν θα το θέσω εγώ εδώ, σήμερα. Ούτε τι απ’ όλα αυτά εντάχθηκε τελικώς στα πολιτικά κριτήρια.

Όσον αφορά στο λεγόμενο “ορόσημο” του Δεκεμβρίου, αναρωτιέμαι ποια είναι ακριβώς η κριτική που μας ασκείται. Ότι δεν σπεύσαμε να κλείσουμε μέσα σε ένα εξάμηνο ζωτικά ζητήματα στο Αιγαίο στα οποία δεν είχε υπάρξει πρόοδος επί 30 σχεδόν χρόνια; Στα οποία πάντως δεν είχε υπάρξει αποτελέσμα στα δυόμισι χρόνια των διερευνητικών επαφών; Αυτό λοιπόν δεν έγινε εφικτό, και βεβαίως δεν υπάρχει η δυνατότητα να καταστεί εφικτό στο εναπομένον διάστημα των 37 ημερών έως τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές και ξεκάθαρο ότι η απόφαση του Δεκεμβρίου, εάν τελικώς είναι θετική για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, δεν σημαίνει ούτε και είναι το τέλος μιας διαδικασίας. Αντιθέτως, θα σηματοδοτήσει μόνο την έναρξη μιας μακράς, πολύχρονης και πολύ σύνθετης διαδικασίας ευρωπαϊκής προσαρμογής για την Τουρκία.

Καθόλη δε τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η Ελλάδα θα έχει αποφασιστικό ρόλο και λόγο. Η διασύνδεση θα είναι εκ των πραγμάτων συνεχής και ουσιαστική. Τίποτα δεν θα παραβλέπεται και τίποτε δεν θα υποτιμάται, αλλά και όλα θα αναγνωρίζονται όταν η πρόοδος της Τουρκίας θα είναι ορατή, πραγματική και ουσιαστική. Θα είμαστε δίκαιο και φιλικοί, αλλά δεν θα παραβλέψουμε ούτε μία στιγμή τα δικαιώματά και τα συμφέροντά μας.

Αυτά ως προς το θέμα των σχέσεών μας με την Τουρκία και την ευρωπαϊκή της προοπτική. Ελπίζω ότι ουδείς περιμένει να δημοσιοποιηθούν σήμερα οι συγκεκριμένες διπλωματικές και διαπραγματευτικές μας τακτικές κινήσεις εν’ όψει των αποφάσεων του Δεκεμβρίου.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Πριν περάσω στο θέμα των ημερών που σχετίζεται με τη μονομερή αναγνώριση της ΠΓΔΜ από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση και τις προοπτικές στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, δηλαδή στα Βαλκάνια, θέλω να κάνω μια σύντομη, αλλά και ουσιαστική ελπίζω, ενημέρωση για το άλλο μεγάλο θέμα που μας απασχολεί. Το Κυπριακό.

Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δημιουργήθηκε, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, ένα κλίμα δυσαρέσκειας έναντι της Κύπρου, τόσο στον ΟΗΕ, που είδε να αποτυγχάνει το υποβληθέν Σχέδιο του Γενικού Γραμματέα, όσο και στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλούς από τους Ευρωπαίους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η κυρίαρχη απόφαση των Ελληνοκυπρίων εσφαλμένα εξελήφθη από ορισμένους ως γενικότερη απόρριψη της προοπτικής για διευθέτηση του προβλήματος και για επανένωση της νήσου.

Πρώτη λοιπόν προσπάθεια σε Λευκωσία και Αθήνα ήταν να αποσαφηνισθεί πλήρως αυτή η σοβαρή παρανόηση. Νομίζω ότι μετά από πολλές και σύντονες προσπάθειες η παρανόηση αυτή έχει αρθεί.

Τώρα όλοι, ή σχεδόν όλοι, αποδέχονται ότι ήταν απαραίτητη μια περίοδος περισυλλογής ώστε όλοι, αλλά κυρίως τα αμέσως ενδιαφερόμενα μέρη, να εκτιμήσουν τα θετικά και τα αρνητικά της νέας κατάστασης και να διαμορφώσουν σταδιακά τις συνθήκες για τη μετάβαση στο επόμενο στάδιο.

Εν τω μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Ένωση υιοθέτησε τον Κανονισμό που διέπει το καθεστώς της Πράσινης Γραμμής ως προς τη διακίνηση αγαθών, που οπωσδήποτε βοηθάει την προοπτική επανένωσης, αλλά κυρίως βοηθάει την οικονομία του βόρειου κατεχόμενου τμήματος.

Στην ίδια λογική κινείται και ο υπό έγκριση Χρηματοδοτικός Κανονισμός ο οποίος βασίστηκε στην εποικοδομητική στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας να προτείνει την διάθεση στο βόρειο τμήμα του ποσού των 260 εκατομμυρίων ευρώ, που προορίζονταν να δοθούν μόνον σε περίπτωση λύσης. Όμως, η Κυπριακή κυβέρνηση αλλά και εμείς προτείναμε να δοθούν αμέσως.

Εκκρεμεί ακόμη ο Κανονισμός, ο λεγόμενος του απ’ ευθείας εμπορίου, ΕΕ-κατεχομένων.

Εμείς και η Κυπριακή κυβέρνηση πιστεύουμε ότι δεν θα πρέπει να προωθούνται και να εφαρμόζονται μέτρα, που αντί να ενθαρρύνουν και να ενισχύουν την προοπτική επίλυσης, λειτουργούν ανασταλτικά.

Αυτοί οι δύο Κανονισμοί θα συζητηθούν σύντομα στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών. Είμαστε σε στενή συνεργασία με την Κύπρο και για το χειρισμό αυτού του σημαντικού θέματος.

Με αυτήν την πεποίθηση αντιμετωπίζονται και όλες οι ενέργειες που μπορεί να γίνουν προς αυτήν την αντιπαραγωγική κατεύθυνση, όπως π.χ. η απόπειρα χρησιμοποιήσεως του αεροδρομίου της Τύμπου. Σχετικά γίνονται όλες οι ενέργειες στο πλαίσιο του αρμόδιου διεθνούς Οργανισμού, του ICAO.

Ουσιαστικές πτυχές του Κυπριακού συνδέονται βεβαίως με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, με προεξάρχοντα τα θέματα της αναγνώρισης και της παραμονής των κατοχικών στρατευμάτων.

Ως προς το πρώτο θυμίζω ότι η Τουρκία, παρά κάποιο διστακτικό και πάντως ανεπαρκές θετικό βήμα, δεν έχει ακόμη ανταποκριθεί πλήρως στο αίτημα της Ε.Ε. να προχωρήσει στην υπογραφή Πρωτοκόλλου για την σύναψη Τελωνειακής Σύνδεσής της με κράτος-μέλος της Ε.Ε., δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία.

Η εκκρεμότητα περί την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία έρχεται σε προφανή αντίθεση με την πολιτική και θεσμική πραγματικότητα που ισχύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και διεθνώς. Αυτό δεν θα είναι δυνατόν να παρατείνεται για πολύ χρόνο ακόμη.

Ως προς την παραμονή των κατοχικών στρατευμάτων σε έδαφος κράτους-μέλους, το απόλυτο πολιτικό και θεσμικό παράλογο είναι προφανές. Απαιτείται η σταδιακή μετάβαση στον ευρωπαϊκό ορθολογισμό που άλλωστε επιβάλλεται από τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης και επιβάλλει την ταχεία μετάβαση σε μια Κύπρο χωρίς ξένα στρατεύματα.

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο θέλω να τονίσω ότι όλες αυτές οι πολιτικές και θεσμικές παραδοξότητες ως προς ένα κράτος μέλος, δεν μπορεί παρά να ληφθούν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην πορεία προς τις αποφάσεις του Δεκεμβρίου, αλλά και μετά από αυτές. Το ζήτημα απαιτεί και θα απαιτεί ξεκάθαρες και σύμφωνες με το κοινοτικό κεκτημένο και τους Ευρωπαϊκούς κανόνες, λύσεις.

Για όλα αυτά τα θέματα, υπάρχει στενή επαφή και συνεργασία με την Κύπρο για την οποία παραμένει αμέριστη η υποστήριξή μας, πράγμα που θα εκδηλωθεί και στη μεθαυριανή επίσκεψη του Πρωθυπουργού εκεί.

Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Τους βασικούς άξονες της Βαλκανικής πολιτικής της Ελλάδας τους περιέγραψα ήδη, όταν στην αρχή της ομιλίας μου αναφέρθηκα στις βασικές στρατηγικές επιλογές της χώρας μας επί των οποίων υπάρχει ισχυρή πολιτική συναίνεση. Τους θυμίζω επιγραμματικά χωρίς περεταίρω αναλύσεις, που πιστεύω ότι δεν χρειάζονται διότι όλοι σχεδόν συμφωνούμε ότι:

I. Επιδιώκουμε τη σταθερότητα, τη δημοκρατική ομαλότητα, τη λειτουργία των θεσμών σε πλαίσιο κράτους δικαίου, το σεβασμό των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων, το απαραβίαστο των διεθνών συνόρων, την ειρηνική επίλυση των διαφορών, την ενίσχυση της περιφερειακής και διμερούς συνεργασίας για πρόοδο και ανάπτυξη όλων των λαών της περιοχής. Όλα αυτά δεν αποτελούν λέξεις κενές περιεχομένου αλλά συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές.

II. Συμφωνούμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής μας, που προϋποθέτει την εκπλήρωση κριτηρίων και προϋποθέσεων, είναι μονόδρομος και καταλύτης προς ένα ειρηνικό μέλλον ευημερίας για όλους τους λαούς της περιοχής. Γι’ αυτό η χώρα μας είναι σταθερός υποστηρικτής των ευρωπαϊκών τους προσπαθειών, όπως επιβεβαιώθηκε και με την προώθηση και υιοθέτηση της “Διακήρυξης της Θεσσαλονίκης” της Ελληνικής Προεδρίας.

III. Συμφωνούμε ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για την σταθερότητα και την ειρήνη είναι ο σεβασμός και η πλήρης εφαρμογή των διεθνών Συμφωνιών Dayton, Αχρίδας, Βελιγραδίου, καθώς και των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Η.Ε. που ρυθμίζουν προβλήματα της περιοχής, και συγκεκριμένα Αποφάσεως 1244/1999 για το Κόσσοβο και 1345/2001 για την ΠΓΔΜ και το Κόσσοβο.

Τέλος, θέλω να τονίσω τη μεγάλη σημασία που αποδίδουμε στην περιφερειακή συνεργασία στην περιοχή, στην οποία είμαστε αποφασισμένοι να δώσουμε νέα ώθηση από τον προσεχή Μάιο που η χώρα μας αναλαμβάνει την Προεδρία της Διαβαλκανικής, ή ορθότερο της Διαδικασίας Συνεργασίας των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Σε αυτό το πλαίσιο των μεγάλων επιλογών, κατευθύνσεων και αρχών της βαλκανικής μας πολιτικής συνεχίζουμε να κινούμεθα έχοντας, ελπίζω, την στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων και του ελληνικού λαού.

Μέσα λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο αντιμετωπίζουμε και το θέμα των διμερών μας σχέσεων με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, οι οποίες – με μόνη εκκρεμότητα το θέμα του ονόματος-, αναπτύσσονται πολύ θετικά σε όλους σχεδόν τους τομείς και προς όφελος των δύο χωρών. Αλλά για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς, προς όφελος, κυρίως, των Σκοπίων και της οικονομίας τους.

Η εκκρεμότητα του ονόματος έχει τη δική της ιστορία. Είναι ίσως μια ιστορία λαθών και παραλείψεων, που δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να συζητήσουμε σήμερα. Ας αφήσουμε την ιστορία στους ιστορικούς, και ας κοιτάξουμε το παρόν και το μέλλον.

Η αλήθεια είναι ότι για την παράταση αυτή του αδιεξόδου, μεγάλο μέρος ευθύνης φέρει κυρίως η άλλη πλευρά. Η ΠΓΔΜ χρόνια τώρα παρουσιάζεται απολύτως αρνητική στις προσπάθειες εξεύρεσης κοινώς αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος.
Αυτή ήταν η κατάσταση στην οποία εξελίσσονταν χρόνια, χωρίς αποτέλεσμα, οι συνομιλίες της Νέας Υόρκης υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ.

Η Κυβέρνησή μας διαβλέποντας, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, την αρνητική αυτή δυναμική που είχε προσλάβει επί πολλά χρόνια το θέμα, και ενώ έπρεπε ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει τα σοβαρότατα θέματα του Κυπριακού, των Ολυμπιακών Αγώνων και των σχέσεων μας με την Τουρκία, έσπευσε να αναλάβει πρωτοβουλία εξόδου από το επικίνδυνο τέλμα.

Κατά τη διάρκεια του οκταμήνου της Κυβέρνησής μας, πήραμε εδώ και πέντε μήνες την πρωτοβουλία επανεκκίνησης ενός ουσιαστικού και όχι προσχηματικού διαλόγου για εξεύρεση αμοιβαίως αποδεκτής λύσης. Το κάναμε αυτό σε πολλές συναντήσεις που είχαμε τόσο ο κ. Βαληνάκης με τον εκπρόσωπο του Γενικού Γραμματέα τον κ. Νίμιτς, όσο και εγώ σε τρεις συναντήσεις με την ομόλογό μου των Σκοπίων.

Ως αποτέλεσμα της προσπάθειάς μας αυτής ήρθε η Απόφαση της Ε.Ε. της 14ης Σεπτεμβρίου στην οποία για πρώτη φορά σε κείμενο της Ε.Ε. υπογραμμίζεται ότι οι δύο πλευρές πρέπει να προχωρήσουν σε διάλογο προκειμένου να εξευρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση.

Στη συνάντηση που είχα προ ημερών στα Σκόπια με την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της γειτονικής χώρας έγινε δεκτή καταρχήν η πρόταση μας αυτή για εντατικοποίηση του διαλόγου. Είναι αλήθεια όμως ότι ταυτόχρονα διατύπωναν εμμονή στη θέση τους ως προς το αναλλοίωτο της λεγόμενης συνταγματικής ονομασίας.

Είναι τώρα προφανές ότι η μονομερής και απαράδεκτη απόφαση της αμερικανικής κυβερνήσεως να αναγνωρίσει την χώρα αυτή με το όνομα “Δημοκρατία της Μακεδονίας” ενισχύει την τάση αυτή της σκοπιανής ηγεσίας προς την ακαμψία και αδιαλλαξία.

Είναι γνωστό ότι το περασμένο Μάρτιο (22/3/2004) τα Σκόπια υπέβαλαν αίτηση εντάξεως στην Ε.Ε. Η Επιτροπή αναμένεται να εκδώσει την γνωμοδότηση της (avis) την προσεχή άνοιξη. Η εξέλιξη αυτή εμπλέκει πλέον εκ των πραγμάτων και την ΕΕ στο θέμα του ονόματος και ίσως να ανοίγει νέες προοπτικές και νέες δυνατότητες.

Εμείς ήδη καταστήσαμε σαφές ότι δεν αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί η πορεία των Σκοπίων προς την Ευρώπη χωρίς εν τω μεταξύ την επίλυση του προβλήματος του ονόματος.

Οι θέσεις μας αυτές δεν έχουν την έννοια επιβολής κάποιας “τιμωρίας” στους γείτονες μας, με τους οποίους, όπως είπα, έχουμε και πρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε καλές σχέσεις προς αμοιβαίο όφελος, αλλά και χάρη της σταθερότητας της περιοχής.

Αλλά όμως και εκείνοι πρέπει να αντιληφθούν ότι η προσέγγισή τους στους ευρω-ατλαντικούς θεσμούς, στους οποίους η χώρα μας είναι ήδη μέλος, δεν μπορεί να προχωράει, αγνοώντας ότι υπάρχει μια σοβαρή εκκρεμότητα που πρέπει να διευθετήσουμε.
Με αυτό το πνεύμα έχουμε ήδη δραστηριοποιηθεί στο πλαίσιο της ΕΕ. Κατά την χθεσινή μου συνάντηση με τον κ. Σολάνα είχα την ευκαιρία να τον ενημερώσω εκτενώς για τις ελληνικές θέσεις. Έχουμε επίσης δραστηριοποιηθεί και στον ΟΗΕ, όπου επίσης χθες ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας συναντήθηκε για το θέμα αυτό με τον Γενικό Γραμματέα κ. Κόφι Ανάν. Οι ενέργειες μας αναπτύσσονται με πολλές χώρες σε διμερές επίπεδο.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Κλείνοντας επιτρέψτε μου να συνοψίσω την στρατηγική μας για τα τρία μεγάλα θέματα:

” Κύπρος: Στόχος μας παραμένει η επανένωση του νησιού στη βάση του Σχεδίου Ανάν και του κοινοτικού κεκτημένου. Μόνον έτσι θα απολαύσουν τα αγαθά της ειρηνικής συνύπαρξης και της εντάξεως στην ΕΕ όλοι οι κάτοικοι του νησιού Ε/κ και Τ/κ.

” Τουρκία: Υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας γιατί πιστεύουμε ότι αυτό είναι προς όφελος της περιοχής, της Ελλάδος, της Κύπρου, και βεβαίως της Τουρκίας. Η Τουρκία όμως πρέπει να προσαρμόσει τη στάση της έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου στις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

” Σκοπιανό: Προτείναμε την εντατικοποίηση του διαλόγου για την εξεύρεση μιας αμοιβαίως αποδεκτής λύσης στο θέμα του ονόματος. Η πορεία της γειτονικής χώρας στου ευρω-ατλαντικούς θεσμούς δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς επίλυση αυτής της εκκρεμότητας.

Αυτή είναι η στρατηγική μας και πάνω σε αυτή την στρατηγική σας καλούμε να εργαστούμε όλοι μέσα σε κλίμα ψυχραιμίας και νηφαλιότητας για να αντιμετωπισθούν στους δύσκολους μήνες που έρχονται, τα σημαντικά για την χώρα μας θέματα.

Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,

Σας ανέπτυξα εκτενώς και με όσες λεπτομέρειες επιτρέπει η θέση του Υπουργού των Εξωτερικών τις προτεραιότητες, τις βασικές θέσεις και το σχεδιασμό της εξωτερικής μας πολιτικής.

Είμαι βέβαιος ότι οι τοποθετήσεις και οι απόψεις σας, αλλά και η κριτική σας, θα βοηθήσουν ώστε η χώρα να αντιμετωπίσει ενωμένη τα μεγάλα ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής.

Σας ευχαριστώ.