Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι Συνάδελφοι,

Θα ήθελα καταρχήν να συγχαρώ την Πρόεδρο της Επιτροπής για την  πρωτοβουλία αυτής της συζήτησης αναφορικά με τα αποτελέσματα του προσφάτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τις προτεραιότητες της Σουηδικής Προεδρίας η οποία ανέλαβε χθες τα καθήκοντά της και στην οποία θα ήθελα να ευχηθώ και από αυτό το βήμα κάθε επιτυχία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου μπορεί να καταγραφεί ως ο πιο πρόσφατος -αλλά όχι και ο τελευταίος- σταθμός μιας σειράς σημαντικών συνόδων για την πορεία της Ένωσης. Η παράνομη μετανάστευση και η ανάγκη συγκροτημένης αντιμετώπισής της, η θέση σε εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας και το κλείσιμο της μεγάλης θεσμικής και λειτουργικής εκκρεμότητας της Ένωσης, η αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η πορεία της διεύρυνσης, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ίσως τα σημαντικότερα ζητήματα που απασχόλησαν τις εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Η Κυβέρνηση με υψηλό αίσθημα ευθύνης εργάστηκε σκληρά όλους τους προηγούμενους μήνες αλλά και μέχρι το τελευταίο λεπτό έτσι ώστε τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να απηχούν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις ελληνικές θέσεις αλλά και να προωθούν τα εθνικά μας συμφέροντα. Κινηθήκαμε στη βάση ολοκληρωμένου σχεδιασμού, με σαφείς στόχους, με πλήρη επίγνωση του πεδίου της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες και παρουσιάζοντας ιδέες και προτάσεις εκεί που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού αποτελέσματος.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Χωρίς αμφιβολία, το σημαντικότερο θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου ήταν η αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης. Ένα θέμα που δεν ήταν αρχικά στην ημερήσια διάταξη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Χάρις στις επίμονες και συντονισμένες προσπάθειες του Υπουργείου Εξωτερικών και της κυβέρνησης, αναγνωρίστηκε στο ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο, η ανάγκη συνεργασίας για την αντιμετώπιση ενός φαινομένου που επηρεάζει άμεσα τη χώρα μας και κλιμακώνεται ανησυχητικά, ειδικά στις ακριτικές νησιωτικές περιοχές μας.

Η ανάγκη συνεργασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο υπήρξε πάγια ελληνική θέση τα τελευταία 5 χρόνια. Η κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός δεν έχασαν ευκαιρία να την τονίζουν σε όλα τα επίπεδα και να την συνοδεύουν με συγκεκριμένες προτάσεις, όπως η πρότασή μας για τη σταδιακή συγκρότηση Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής.

Όλες και όλοι γνωρίζετε πως οι ρυθμοί αντίδρασης της Ένωσης σε τέτοια ζητήματα, όπου όταν απαιτείται συναίνεση 27 Κρατών-Μελών, δεν είναι οι ταχύτεροι. Τώρα, όμως, η κλιμάκωση του φαινομένου είναι τέτοια που δεν επιτρέπεται σε κανέναν να «σφυρίζει αδιάφορα». 

Τα συμπεράσματα που υιοθετήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναβαθμίζουν το θέμα της παράνομης μετανάστευσης σε προτεραιότητα της ΕΕ. Τονίζουν τη σημασία μιας αποφασιστικής ευρωπαϊκής απάντησης που θα βασίζεται στην αλληλεγγύη και την κατανομή ευθυνών μεταξύ των Κρατών Μελών, σύμφωνα με τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο και της Σφαιρικής Προσέγγισης για τη Μετανάστευση.

Το πολιτικό μήνυμα που προκύπτει είναι σαφές. Η παράνομη μετανάστευση είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα. Έγινε κατανοητό πως δεν επηρεάζει μόνο τα Μεσογειακά Κράτη Μέλη της ΕΕ, τα οποία είναι – αν θέλετε – ο πρώτος σταθμός των μεταναστών προτού μεταβούν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Άρα ως ένα κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκό πρόβλημα, απαιτεί και μια ξεκάθαρη ευρωπαϊκή λύση. Η ανάγκη για έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά αυτή η κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση καθίσταται επιτακτική. Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων και των δράσεων.

Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έρχονται να δικαιώσουν πάγιες ελληνικές θέσεις για την ουσιαστική επιχειρησιακή αναβάθμιση της FRONTEX με την ενίσχυση των συνοριακών ελέγχων, την επεξεργασία σαφών κανόνων για τις κοινές περιπολίες, καθώς και την αύξηση των κοινών πτήσεων επιστροφής.

Με τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τίθεται, επίσης, επί τάπητος το θέμα της ανακατανομής των δικαιούχων διεθνούς προστασίας μεταξύ των Κρατών Μελών σε εθελοντική βάση (προβλέπεται ήδη πιλοτικό σχέδιο για τη Μάλτα).
 
Ιδιαίτερα κρίσιμο σημείο που οφείλουμε να συγκρατήσουμε από τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι η σαφής πλέον πρόθεση της Ένωσης  για την ενίσχυση της συνεργασίας με τις κύριες χώρες καταγωγής και διέλευσης παρανόμων μεταναστών. Οι προσπάθειες της Κυβέρνησης υπήρξαν εργώδεις και φυσικά όχι μόνο τις τελευταίες εβδομάδες όπως κάποιοι επιπόλαια ισχυρίζονται. Εδώ και πάρα πολύ καιρό, και σε όλα τα επίπεδα αγωνιστήκαμε σκληρά για να δοθεί η υψηλή προτεραιότητα – που καταγράφουν τα Συμπεράσματα – στη σύναψη Συμφωνιών Επανεισδοχής ως βασικού εργαλείου της εξωτερικής Πολιτικής της Ε.Ε.  Απηχώντας πλήρως τις ελληνικές επιδιώξεις γίνεται ονομαστική αναφορά στην Τουρκία και τη Λιβύη. Η αναφορά αυτή συγκεκριμενοποιεί και αυξάνει σε ανώτατο επίπεδο την πίεση προς τη γείτονα χώρα να επιδείξει πνεύμα συνεργασίας ως προς τη Σύναψη της Συμφωνίας Επανεισδοχής με την ΕΕ. Ζητάει, επίσης, την πιστή εφαρμογή του διμερούς ελληνο-τουρκικού Πρωτοκόλλου Επανεισδοχής, το οποίο μέχρι σήμερα αρνείται ουσιαστικά η Άγκυρα να εφαρμόσει πρακτικά. Ειδικότερα, το θέμα της εφαρμογής του διμερούς Πρωτοκόλλου καθίσταται πλέον ευρωπαϊκό θέμα.

Επιπλέον αξίζει να τονιστεί ότι όλα αυτά πρέπει να αποτελέσουν βασικές παραμέτρους κατά την εκπόνηση του νέου πολυετούς προγράμματος στον τομέα Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης για τα επόμενα πέντε έτη (2010-2014).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη δημοσιοποιήσει σχετική Ανακοίνωση που εμπεριέχει τη θέση της σχετικά με τις προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν στο εν λόγω Πρόγραμμα, που είναι γνωστό και ως Πρόγραμμα της Στοκχόλμης. Η Επιτροπή ορίζει τέσσερις προτεραιότητες με στόχο να επιτευχθούν απτά και συγκεκριμένα αποτελέσματα για τους πολίτες της Ε.Ε. εντός του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, δικαιοσύνης και ασφάλειας: α) Ευρώπη Δικαιωμάτων β) Ευρώπη Δικαιοσύνης γ) Ευρώπη που προστατεύει και δ) Ευρώπη Αλληλεγγύης.

H χώρα μας εργάζεται από την πρώτη στιγμή έτσι ώστε στο Πρόγραμμα Στοκχόλμης να περιληφθούν και δράσεις που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο του Quattro Group (Ελλάδα, Κύπρος, Ιταλία, Μάλτα), ειδικότερα κατά της παράνομης μετανάστευσης μέσω της Μεσογείου και στον τομέα του Ασύλου. Οι θέσεις μας επικαιροποιούνται συνεχώς και αρχίσαμε ήδη τις διαβουλεύσεις με την Επιτροπή και την Προεδρία ώστε να παρουσιαστούν και να συζητηθούν έγκαιρα τα πρακτικά μέτρα που ζήτησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης στα νότια θαλάσσια σύνορα της ΕΕ.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως αφετηρία για νέα και ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια με στόχο πλέον την ταχύτερη δυνατή υλοποίηση των αποφάσεων που ελήφθησαν, με συγκεκριμένα μέτρα και απτά αποτελέσματα. Προς αυτή την κατεύθυνση αναμένεται να συμβάλει και η Σουηδική Προεδρία, καθώς στις πρόσφατες συναντήσεις του Πρωθυπουργού, της Υπουργού Εξωτερικών αλλά και εμού του ιδίου με τους σουηδούς ομολόγους μας, εκφράσθηκε απόλυτη κατανόηση για την ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης. Στο πλαίσιο αυτό  εντάσσεται και η στήριξη στις ελληνικές θέσεις που εξέφρασε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη χώρα μας ο αρμόδιος Επίτροπος κ. Barrot.

Η αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης απαιτεί ευρωπαϊκές συνεργασίες. Η Ελλάδα πιστεύει ότι η ανάγκη της συνεργασίας για την αντιμετώπισή του προβλήματος αυτού, τόσο με τις χώρες προέλευσης όσο και διέλευσης, θα πρέπει να αποτελεί μέρος της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.

Απαιτούνται συγκεκριμένα μέτρα σε ευρωπαϊκό πλαίσιο:

– Η Υπηρεσία Frontex χρειάζεται να αναβαθμιστεί. Θα πρέπει να πραγματοποιεί πιο αποτελεσματικές κοινές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό είναι αναγκαία η εντατικοποίηση και ενίσχυση των κοινών επιχειρήσεων και περιπολιών της FRONTEX στα θαλάσσια σύνορά μας, με περισσότερα ευρωπαϊκά μέσα (πλωτά και εναέρια, ειδικοί εμπειρογνώμονες) επί μονίμου βάσεως. Ήδη κατόπιν ελληνικών προσπαθειών η Επιχείρηση Ποσειδών κατά μήκος των ελληνικών θαλασσίων συνόρων έχει αναβαθμισθεί σε μόνιμη επιχείρηση, με συμμετοχή μεγάλου αριθμού κρατών-μελών.
– Να υπάρξουν εξειδικευμένα τμήματα της Frontex, εκ των οποίων ένα στην Ελλάδα.
– Πρέπει να εκπονηθεί από τα κράτη μέλη ένα σύστημα καταμερισμού των βαρών, ως έμπρακτη εκδήλωση της κοινοτικής αλληλεγγύης.
– Είναι απαραίτητη, επίσης, η επιπρόσθετη οικονομική συνδρομή για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών.
– Χρειαζόμαστε άμεσα και πρακτικά μέτρα, ένα ειδικό πρόγραμμα που θα ανακουφίσει την πίεση των νησιωτικών περιοχών μας, με τη χρήση, π.χ. πλωτού κέντρου πρώτης υποδοχής και μεταφοράς των παράνομων μεταναστών. Έχουμε ήδη ξεκινήσει τη σχετική διαβούλευση με την Ε. Επιτροπή.
– Χρειάζονται και άλλες δράσεις και άλλες προσαρμογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως η ανάγκη αναθεώρησης του κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙ».

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Το δίχως άλλο ένα από τα σημαντικότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν η πορεία επικύρωσης της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Όπως έχω τονίσει σε κάθε ευκαιρία και εντός αλλά και εκτός του κοινοβουλίου, το κείμενο της Συνθήκης υπήρξε προϊόν σκληρής διαπραγμάτευσης.

Για την κυβέρνηση, την πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και τη συντριπτική πλειοψηφία των Κρατών Μελών της Ένωσης, η Συνθήκη αποτελεί έναν θετικό πολιτικό συμβιβασμό με κοινό παρονομαστή. Θα θέλαμε να πηγαίνει ακόμα παραπέρα και με μεγαλύτερα βήματα προς την κατεύθυνση μιας περισσότερο πολιτικής Ευρώπης. Συνεχίζουμε να εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.

Σε κάθε περίπτωση, η Συνθήκη είναι ένα θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά την Ένωση να βρει τον βηματισμό της προς τα εμπρός και να αφήσει πίσω της μια παρατεταμένη περίοδο αμηχανίας και εσωστρέφειας. Οι διεθνείς συνθήκες δεν είναι οι πλέον γόνιμες αλλά η πολιτική βούληση της μεγάλης πλειοψηφίας των κρατών μελών είναι δεδομένη. 

Ως τώρα, 23 κ-μ έχουν ολοκληρώσει την κύρωση της Συνθήκης. Υπολείπονται τρία (πλην της Ιρλανδίας). Η θετική απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που εκδόθηκε μόλις προχθές (30.6.09) στην Γερμανία ανοίγει τον δρόμο για την τυπική ολοκλήρωση της διαδικασίας, σύντομα και εκεί. Στην Τσεχία και την Πολωνία, υπολείπεται η υπογραφή των δύο Προέδρων της Δημοκρατίας.

Ως προς την Ιρλανδία, μετά από έξι περίπου μήνες διμερών διαπραγματεύσεων με τη νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου, έχει πλέον διαμορφωθεί το πλαίσιο που θα επιτρέψει στην Ιρλανδική κυβέρνηση να ζητήσει εκ νέου την ετυμηγορία του Ιρλανδικού λαού σε νέο δημοψήφισμα.

Για το βασικότερο ιρλανδικό αίτημα, δηλαδή τη διατήρηση ενός Επιτρόπου ανά κράτος–μέλος, επαναλαμβάνονται τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου 2008, σύμφωνα με τα οποία η σχετική απόφαση θα ληφθεί με βάση τις απαραίτητες νομικές διαδικασίες, μόλις τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη.

Για τα υπόλοιπα ζητήματα τα Συμπεράσματα νομίζω ικανοποιούν τις ιρλανδικές ανησυχίες.
Πιο συγκεκριμένα για μεν τα δικαιώματα στη ζωή, την οικογένεια και την εκπαίδευση αναφέρει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης δεν θίγουν το ιρλανδικό Σύνταγμα. Για τη φορολογία επαναλαμβάνει τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού  Συμβουλίου του Δεκεμβρίου, ότι δηλαδή η Συνθήκη δεν αλλάζει την αρμοδιότητα της ΕΕ στα φορολογικά θέματα. Για την άμυνα και ασφάλεια επαναλαμβάνει ότι η Συνθήκη δεν επηρεάζει την ιρλανδική ουδετερότητα, την πολιτική ασφάλειας των κ-μ, το δικαίωμα των κ-μ να καθορίζουν τις αμυντικές δαπάνες τους, τη φύση και τον όγκο της άμυνάς τους, κλπ.

Εδώ είναι νομίζω σημαντική μια παρατήρηση, η οποία βέβαια υπάρχει και στα συμπεράσματα. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά διευκρινίσεις που παρέχει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Δεν αλλοιώνουν τη φύση και το κεκτημένο της διαπραγμάτευσης που οδήγησε στο τελικό κείμενο της Συνθήκης. Νομίζω ότι αυτό πρέπει να είναι ξεκάθαρο. Δεν υπήρξε επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης όπως πολλοί ήθελαν, με στόχο βέβαια να υπονομεύσουν τον θετικό συμβιβασμό που πετύχαμε αλλά και διαφυλάξαμε στην πορεία. Και όπως έχω τονίσει επανειλημμένα ο ρόλος της χώρας μας ήταν πρωταγωνιστικός προς αυτή την κατεύθυνση.

Επί του χρονοδιαγράμματος τώρα. Υπάρχει πλέον σαφώς καθορισμένος χρονικός ορίζοντας. Το νέο δημοψήφισμα θα διεξαχθεί στην Ιρλανδία στις 2  Οκτωβρίου. Ελπίζουμε ότι αυτή τη φορά η συζήτηση δεν θα είναι όμηρος ευρωφοβικών συνδρόμων και ανυπόστατων ανησυχιών.

Τα ποσοστά στις ιρλανδικές δημοσκοπήσεις υπέρ της  Συνθήκης για ό,τι αξία έχουν αυτές οι μετρήσεις τρεις μήνες πριν το δημοψήφισμα, καταγράφουν μια δυναμική υπέρ της  Συνθήκης που ξεπερνά το 50%, με τις αρνητικές γνώμες λίγο πάνω από το 30%.

Όπως διαμορφώνεται μέχρι στιγμής η κατάσταση, η ολοκλήρωση της κυρωτικής διαδικασίας της Συνθήκης αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο 2009 και η Συνθήκη να αρχίσει να εφαρμόζεται το 2010, εφόσον βεβαίως το αποτέλεσμα ενός δεύτερου ιρλανδικού δημοψηφίσματος είναι θετικό. 

Πιστεύουμε ότι με τις αποφάσεις του τελευταίου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και με το δημοψήφισμα που θα ακολουθήσει, θα λήξει η θεσμική αβεβαιότητα που ταλαιπωρεί την ΕΕ σχεδόν μια δεκαετία τώρα.

Σε ένα θέμα τώρα που σαφώς σχετίζεται με τα προηγούμενα, είχαμε την επιβεβαίωση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της πολιτικής συμφωνίας για την ανανέωση της θητείας του κ. Barroso ως Προέδρου της Επιτροπής. Για τον τυπικό διορισμό θα αναμείνουμε την ολοκλήρωση των διεργασιών στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τούτο, ωστόσο δεν έχει αποσαφηνίσει μέχρι σήμερα τις προθέσεις του, μεταξύ άλλων, λόγω της υφιστάμενης θεσμική αβεβαιότητας, δηλαδή εάν η εκλογή αυτή πρέπει να γίνει σύμφωνα με την ισχύουσα Συνθήκη της Νίκαιας, ή σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη άτυπες διαβουλεύσεις της Προεδρίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εφόσον υπάρξει συμφωνία, ενδεχομένως να ληφθεί η σχετική απόφαση στις 15 Ιουλίου.

Η διαδικασία ορισμού των υπολοίπων μελών της Επιτροπής θα ξεκινήσει μόλις αποσαφηνιστεί η νομική βάση της, δηλαδή η Συνθήκη που θα ισχύσει. Κάτι τέτοιο δεν αναμένεται πριν το ιρλανδικό δημοψήφισμα.

Η χώρα μας στήριξε την ανανέωση της θητείας του κ. Barroso. Θεωρούμε ότι σε αυτή τη συγκυρία είναι η ενδεδειγμένη επιλογή. Με δεδομένη τη θεσμική αβεβαιότητα, αλλά και τα νέα δεδομένα που θα φέρει η εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η συγκεκριμένη επιλογή και στη βάση της θετικής αποτίμησης της θητείας του κ. Barroso και σε θέματα ειδικότερου ελληνικού ενδιαφέροντος είμαστε πεπεισμένοι ότι θα αποβεί ευεργετική για την πορεία της ενοποίησης τα επόμενα χρόνια.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Όπως γνωρίζετε, σημαντικό μέρος των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αφιερώθηκε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Το πολιτικό μήνυμα είναι ότι τα πράγματα γίνονται πολύ συγκεκριμένα ιδιαίτερα στον τομέα πρόληψης ανάλογων καταστάσεων στο μέλλον. Η Ένωση προχωρά με ταχείς ρυθμούς στη θεσμική θωράκιση της ευρωπαϊκής οικονομίας και επιβεβαιώνει τον ηγετικό ρόλο που μπορεί και οφείλει να διαδραματίζει στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.

Πλέον, αναμένουμε από την Επιτροπή να υποβάλει, το αργότερο έως τις αρχές του Φθινοπώρου, προτάσεις για τη θέσπιση νέου πλαισίου εποπτείας στο επίπεδο της ΕΕ.  Στόχος είναι η ταχύτερη δυνατή υιοθέτηση των προτάσεων της Ομάδας De Larosiere έτσι ώστε το νέο πλαίσιο να συγκροτηθεί πλήρως κατά τη διάρκεια του 2010. 

Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, θεωρώ ότι για μια ακόμη φορά η Ένωση επιβεβαιώνει το πολιτικό πλαίσιο αντιμετώπισης της κρίσης. Η έξοδος από τις σημερινές μεγάλες δυσχέρειες δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα ισορροπημένο μείγμα πολιτικών δημοσιονομικής εξυγίανσης και πολιτικών που να θεμελιώνουν σαφή αναπτυξιακή δυναμική  όχι για την επόμενη της κρίσης αλλά από σήμερα. Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι κρίσιμη η απόφαση για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στην απασχόληση και τη μείωση της ανεργίας. Και αυτά δεν είναι γενικές και αόριστες εξαγγελίες αλλά συγκεκριμένες δεσμεύσεις που επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας, στο σύνολό του (εθνικά μέτρα, μέτρα στο επίπεδο της Ένωσης)  φθάνει πλέον το 5% του ΑΕΠ της περιόδου 2009/10.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Σε αυτό το πλαίσιο, σε αυτό το πολιτικό τοπίο, αναλαμβάνει η Σουηδία την προεδρία του Συμβουλίου. Η σουηδική Προεδρία έχει ένα προδήλως απαιτητικό έργο μπροστά της. Οι προτεραιότητές της διαμορφώνονται και προσδιορίζονται αφενός από τις δυσκολίες που εξακολουθούν να υφίστανται εξαιτίας της θεσμικής και πολιτικής εκκρεμότητας της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις αβεβαιότητες και την προσμονή του ιρλανδικού δημοψηφίσματος και αφετέρου την ανάγκη να βρεθεί το συντομότερο δυνατόν ο απαραίτητος βηματισμός του Συμβουλίου με το νέο Κοινοβούλιο και την καινούργια Επιτροπή. Και αυτές οι απαιτήσεις, βέβαια, παράλληλα με την ανάγκη αποτελεσματικής διαχείρισης και προώθησης των κρίσιμων ζητημάτων που συμπληρώνουν με κυρίαρχο τρόπο την ημερήσια διάταξη της ενοποίησης.

Η Ελληνική κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη την κρισιμότητα του αμέσως επομένου διαστήματος έχει αποσαφηνίσει προς τη σουηδική κυβέρνηση τις προτεραιότητες της χώρας μας με διαδοχικές επισκέψεις, τόσο της πολιτικής Ηγεσίας (επίσκεψη του κ. Πρωθυπουργού – 11 Μαΐου τ.έ όσο της κας Υπουργού (10-11/6) και εμού (22-23/6) όσο και σε υπηρεσιακό επίπεδο – διαβουλεύσεις πολιτικών Δ/ντών Ελλάδας Σουηδίας σε Αθήνα (26/5).

Η διαδικασία της διεύρυνσης βεβαίως βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις της ατζέντας της νέας Προεδρίας. Ως προς την Τουρκία, η Προεδρία αναμένεται να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στο άνοιγμα των κεφαλαίων 19/ «κοινωνική πολιτική και απασχόληση», 8/ «ανταγωνισμός» και 27/ «περιβάλλον». Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι το επόμενο διάστημα η Ένωση θα πρέπει να εξετάσει και το ζήτημα της μη συμμόρφωσης της Τουρκίας στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Ε.Ε. ως προς την πλήρη εφαρμογή του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και την εξομάλυνση των σχέσεών της με την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι ένας σημαντικός σταθμός για την αξιολόγηση της πορείας και των προοπτικών της γείτονος. Εδώ θα ήθελα να τονίσω δύο πράγματα.

Πρώτον, ότι η Ελλάδα έχει καταστήσει από την πρώτη στιγμή απολύτως ξεκάθαρη τη θέση της προς όλους και πρωτίστως προς την Τουρκία. Η Τουρκία αν είναι ειλικρινής στην επιδίωξή της να καταστεί ένα σύγχρονο και ευρωπαϊκό κράτος, πλήρες και ισότιμο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει στην εκπλήρωση όλων των κριτηρίων και προαπαιτουμένων που έχουν τεθεί από την Ένωση. Σε αυτή την αδιαπραγμάτευτη ευρωπαϊκή λογική βασίζεται και η ελληνική υποστήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας. Το πλαίσιο είναι σαφές και δεν συγχωρείται η παραμικρή παρανόηση: Πλήρης συμμόρφωση οδηγεί σε πλήρη ένταξη.

Δεύτερον, σε αυτό το αυστηρά προσδιορισμένο πολιτικό πλαίσιο, το Υπουργείο Εξωτερικών προετοιμάζεται εδώ και πολύ καιρό για το ραντεβού της Ένωσης με την Τουρκία. Δεν χρειάζεται βέβαια να τονίσω ότι η συνεργασία μας με την Κυπριακή Κυβέρνηση είναι συνεχής.

Στο ίδιο πεδίο – της διεύρυνσης – η Προεδρία έχει να διαχειριστεί το ζήτημα των δυσκολιών που έχουν παρουσιασθεί στην πορεία της Κροατίας. Η ανάληψη νέας πρωτοβουλίας για την άρση της εμπλοκής σε αυτή τη φάση δεν προβάλλει ως ιδιαίτερα πιθανή, παρ’ ότι δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί απολύτως.

Η ολοκλήρωση, πάντως, των διαπραγματεύσεων προσχώρησης με την Κροατία, που, αρχικά, προβλεπόταν για το τέλος του τρέχοντος έτους, θεωρείται, πλέον, εξαιρετικά δύσκολο να πραγματοποιηθεί.

Ως προς τα Δυτικά Βαλκάνια η Σουηδική Προεδρία θέτει την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων, μεταξύ των προτεραιοτήτων της, κάτι που περιλαμβάνεται και στις δικές μας προτεραιότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η Σουηδία αναμένεται να υποστηρίξει την ταχύτερη δυνατή ενσωμάτωση των επί μέρους χωρών στην ΕΕ. Ως προς τα ειδικότερα ζητήματα, η επικείμενη Προεδρία θα διαχειρισθεί το αίτημα ένταξης της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου στην ΕΕ, την «απόψυξη» της Ενδιάμεσης Συμφωνίας ΕΕ-Σερβίας, καθώς και την περαιτέρω Ευρωπαϊκή πορεία της Βοσνίας Ερζεγοβίνης. Η Ελλάδα στηρίζει την «απόψυξη» της Ενδιάμεσης Συμφωνίας και τον απεγκλωβισμό της ΣΣΣ προς κύρωση από τα Κράτη-Μέλη, θεωρεί, δε, ότι θα πρέπει να ανευρεθούν τρόποι ενδυνάμωσης της συνεργασίας της ΕΕ με τη Σερβία, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι η «διευρυνσιακή κόπωση» εντός της ΕΕ, η εκκρεμότητα ως προς την κύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας,  αλλά και οι επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μεταξύ άλλων, δεν ευνοούν την υποβολή αιτημάτων ένταξης, υπό τη σημερινή συγκυρία. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι η κάθε χώρα θα κριθεί ανάλογα με την πρόοδο που έχει η ίδια επιτύχει. 

Ως προς το ζήτημα της προόδου της ΠΓΔΜ προς τους ευρωατλαντικούς θεσμούς, εξέλιξη η οποία έχει άμεσα συνδεθεί με τις υποχρεώσεις της γειτονικής χώρας ως προς τη τήρηση σχέσεων καλής γειτονίας και την αναγκαιότητα αμοιβαία αποδεκτής επίλυσης του ζητήματος της ονομασίας, έχουμε καταστήσει σαφές ότι, δεν μπορεί να υπάρξει συναίνεση στην αναβάθμιση των σχέσεων της ΠΓΔΜ με την Ε.Ε., όσο διατηρείται η αδιάλλακτη στάση των Σκοπίων στο ζήτημα της ονομασίας, αλλά και η προκλητική, παλαιοεθνικιστική λογική που διέπει τη γενικότερη συμπεριφορά των γειτόνων έναντι της χώρας μας και του ελληνικού λαού. Η αφοσίωση στην αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας, η οποία έμπρακτα θα καταδειχθεί από την εξεύρεση, μέσω διαπραγματεύσεων, αμοιβαία αποδεκτής λύσης στο ζήτημα της ονομασίας, είναι αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση.

Τέλος, στην καρδιά του ενδιαφέροντος της Σουηδικής Προεδρίας,  τοποθετείται το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, ενόψει της Διάσκεψης της Κοπεγχάγης, καθώς και η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, στο πλαίσιο του προγράμματος Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Οικονομίας.

Μεταξύ των προτεραιοτήτων της Σουηδικής Προεδρίας εντάσσεται η περαιτέρω ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη Βαλτική, βάσει ενδεικτικού Σχεδίου Δράσης της Επιτροπής.
Η στρατηγική υπάγεται στην περιφερειακή πολιτική της Ε.Ε., έχει, όμως, και «εξωτερική διάσταση», η οποία εντάσσεται στην πολιτική της Βόρειας Διάστασης.

Προτεραιότητα, τέλος, για την Προεδρία αποτελεί και η Ανατολική Εταιρική Σχέση, νεοπαγή πολιτική της ΕΕ που αναπτύσσεται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας. Υπενθυμίζεται ότι η Σουηδία, μαζί με την Πολωνία, απετέλεσαν τους εμπνευστές της νέας αυτής πολιτικής, η οποία ολοκληρώθηκε επί Τσεχικής Προεδρίας και αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή, κατά το β’ εξάμηνο του 2009.

Συμπερασματικά, η σουηδική Προεδρία θα έχει να διαχειριστεί κρίσιμα και δύσκολα θέματα. Η ελληνική κυβέρνηση θα συνεχίσει και θα εντείνει ακόμη περισσότερο τις προσπάθειές της για αποτελεσματικές λύσεις που θα ενισχύσουν τη χώρα μας και θα προωθήσουν τα συμφέροντά μας στα ιδιαίτερα ζητήματα που μας αφορούν άμεσα. Θα συμβάλλει ταυτόχρονα εποικοδομητικά στην παραπέρα ενίσχυση της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης και στην από κοινού αποτελεσματική αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.