Τρίτη, 19 Απριλίου 2005

Το θέμα του σημαντικού αυτού Συνεδρίου αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους
η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να γίνει ισχυρότερη. Μας καλεί λοιπόν όλους, στην πολιτική, στην οικονομία αλλά και στους άλλους τομείς να οραματιστούμε και να σχεδιάσουμε όλοι μαζί έναν οδικό χάρτη για την ισχυροποίηση της Ευρώπης.
             
Στην χθεσινή ομιλία του ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο μας έδωσε το δικό του όραμα για την Ευρώπη. Ανέλυσε τη δύναμη της Ένωσης που μέσα από το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και τις καθημερινές της αποφάσεις θα μπορεί να  παρεμβαίνει πιο αποφασιστικά, με ενιαία φωνή. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής εξήγησε βέβαια και τις πρακτικές δυσκολίες που συναντά η καθημερινή διακυβέρνηση της διευρυμένης πια Ευρώπης. Με 25 μέλη οι αποφάσεις έχουν γίνει πιο δύσκολες. Αλλά η συναίνεση είναι το κλειδί για να προχωράμε μπροστά.

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δεν είναι μια ευθύγραμμη και χωρίς εμπόδια πορεία. Κατά καιρούς αντιμετωπίζει και δυσχέρειες και δυσλειτουργίες. Όμως, μέσα από προσπάθεια και μέσα από συναινέσεις, επιτυγχάνει να κάνει βήματα προς τα εμπρός. Η ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μια ήρεμη αλλά και πολύ αποτελεσματική δύναμη.  Μεταβάλει ριζικά, το σήμερα και το αύριο των κρατών και των λαών. Τελικά, η Ευρωπαϊκή ενοποίηση είναι μια διαδικασία συνεργασίας, ειρήνης, σταθερότητας και δημοκρατίας προς όφελος των λαών. 

Όλα αυτά δεν έγιναν βέβαια από τη μια στιγμή στην άλλη.  Απαιτήθηκε ακλόνητη πολιτική βούληση και συνεχής προσπάθεια. Και βέβαια η αποδοχή και ο σεβασμός του ευρωπαϊκού συστήματος αξιών.

Ως κοινότητα αξιών, η Ευρωπαϊκή Ένωση ασκεί μια ακατανίκητη έλξη σε χώρες και λαούς. Απόδειξη δεν είναι μόνο η τελευταία και μαζικότερη στην ιστορία της διεύρυνση
με 10 νέα κράτη-μέλη. Μια μακρά σειρά και άλλων χωρών προσβλέπουν σε αυτήν. Ορισμένες έχουν ήδη φτάσει στο κατώφλι και κτυπούν την πόρτα της. Άλλες βρίσκονται στην αίθουσα αναμονής, ενώ κάποιες επιδιώκουν έστω και να πλησιάσουν στην αίθουσα αναμονής.

Εμείς λοιπόν, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οφείλουμε τώρα να αντιμετωπίσουμε με τον καλύτερο τρόπο μια διπλή πρόκληση:
Πρώτον να διασφαλίσουμε τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της ίδιας της Ένωσης. Και αυτό γιατί η  Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να παραλύσει με ατελείωτες διευρύνσεις  και να καταστεί έτσι θύμα της επιτυχίας της.
Δεύτερον θα πρέπει να κρατήσουμε την Ένωση ανοικτή σε οράματα και προσδοκίες
των λαών που προσβλέπουν σε αυτήν. Γιατί κυριότερη πηγή ισχύος και επιρροής της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή, δεν είναι τελικά τίποτε άλλο από την μαγνητική έλξη που ασκεί στους λαούς.

Πιστεύω ότι ο μόνος τρόπος να απαντήσουμε σε αυτό το διπλό δίλημμα είναι να μείνουμε σταθεροί στις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες μας, καθιστώντας ταυτόχρονα σαφές προς όλους ότι ο ασφαλέστερος και ταχύτερος δρόμος προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ο έμπρακτος σεβασμός σε αυτούς τους κανόνες.

Έχοντας αυτή την πεποίθηση, η Ελλάδα έχει καταλήξει σε μία ξεκάθαρη και στρατηγικού χαρακτήρα επιλογή: Υποστηρίζουμε την ευρωπαϊκή προοπτική της περιοχής μας, γιατί ευρωπαϊκή προοπτική σημαίνει και ευρωπαϊκή προσαρμογή. Και μια επιτυχημένη ευρωπαϊκή προσαρμογή θα μετατρέψει τη γειτονιά μας, που έχει ιστορία πυριτιδαποθήκης, συγκρούσεων και οικονομικής αδράνειας σε μια ευρωπαϊκή γειτονιά. Δηλαδή σε μια περιοχή ειρήνης, δημοκρατίας, ευημερίας και σταθερότητας. Με πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, και την προστασία των μειονοτήτων.

Μέσα λοιπόν σε αυτή την στρατηγική επιλογή της η Ελλάδα εντάσσει βεβαίως και την Τουρκία, αλλά και τις διμερείς σχέσεις με αυτήν. Είναι μια επιλογή που πιστεύω ότι έχει την υποστήριξη και άλλων πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα.

Κυρίες και κύριοι σύνεδροι,
Η Ελλάδα έχει ταχθεί υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της γειτονικής χώρας, της Τουρκίας.
Και η Τουρκία, από την 3η Οκτωβρίου, που θα ξεκινήσει η διαδικασία των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, θα εισέλθει στο πιο κρίσιμο στάδιο της ευρωπαϊκής της προσαρμογής. Είναι πράγματι μια μεγάλη πρόκληση, μια πρόκληση που έχουν αντιμετωπίσει όλες οι άλλες χώρες που τελικά εντάχθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαία και η Ελλάδα.
          
Μπορώ λοιπόν να πω ότι το συμπέρασμα που βγαίνει και από τη δική μας την ελληνική εμπειρία είναι ότι τελικά ο ρυθμός προόδου αλλά και το τελικό αποτέλεσμα της προενταξιακής διαδικασίας εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ίδια την υποψήφια χώρα. Αυτό βέβαια θα ισχύσει και για την Τουρκία.
        
Εμείς πιστεύουμε ότι είναι δίκαιο η Τουρκία να καταστεί πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον βέβαια έχει εκπληρώσει και εφαρμόσει όλους τους όρους, τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις της προς την Ένωση.      

Η πρόοδος που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια η Τουρκία, αξιολογήθηκε θετικά από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου. Η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων όμως δεν ήταν το σφύριγμα της λήξης, αλλά το σφύριγμα της έναρξης.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έλαβε υπόψιν του τις απόψεις και τις υποδείξεις που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περιέλαβε στην εκτενή Έκθεση Προόδου του 2004 για την Τουρκία) και καθόρισε ένα σαφές πλαίσιο όρων, προϋποθέσεων αλλά και κινήτρων για την Τουρκία. Αυτό το πλαίσιο δεν αφορά μόνο στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις, στις εσωτερικές αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στην Τουρκία, αλλά και στην διεθνή της συμπεριφορά, προφανώς δε και σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της με τους γείτονές της. Η ανταπόκριση της Τουρκίας θα επιτρέψει την ομαλή εξέλιξη της προενταξιακής της πορείας.

Υπενθυμίζω ότι, μεταξύ άλλων το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Δεκεμβρίου υπογραμμίζει ότι:      
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρακολουθεί στενά και θα υποβάλει σχετικές Εκθέσεις για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων και την πλήρη, και ουσιαστική εφαρμογή τους, ειδικότερα όσον αφορά στις θεμελιώδεις ελευθερίες και στον πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρακολουθεί και την κατάσταση σε ζητήματα ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την χώρα μας, τα οποία περιλαμβάνονται στην Έκθεση Προόδου που υπέβαλε η Επιτροπή το 2004 και αναφέρονται στο σεβασμό των θρησκευτικών ελευθεριών, στην αναγνώριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη Σχολή της Χάλκης, στα δικαιώματα των Ελλήνων  της Ίμβρου και της Τενέδου, κλπ.

Πέραν όμως από αυτά, ειδικότερα όσον αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με τις γειτονικές της χώρες, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο:
– καθόρισε ότι είναι απαραίτητη η σαφής δέσμευση της Τουρκίας για σχέσεις καλής γειτονίας,
– παρότρυνε την Τουρκία να εξακολουθήσει να συνεργάζεται για την επίλυση των εκκρεμουσών διαφορών, σύμφωνα με την αρχή της ειρηνικής διευθέτησής τους όπως προβλέπεται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών,
– επιβεβαίωσε ότι ανεπίλυτα θέματα που επηρεάζουν την διαδικασία ένταξης θα πρέπει, εφόσον απαιτείται, να υποβάλλονται προς επίλυση
στο Διεθνές Δικαστήριο
– ενώ τέλος καθόρισε ότι θα παραμένει ενήμερο και θα παρακολουθεί, εφόσον αυτό απαιτείται, την πρόοδο που θα επιτελείται.

Με αυτές τις αποφάσεις διαμορφώθηκε πιστεύω το νέο πλαίσιο, το νέο ευρωπαϊκό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα να αντιμετωπίσουμε την πορεία των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων, εργαζόμενοι για την όλο και μεγαλύτερη βελτίωσή τους. 

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εμφανίζουν πρόοδο. Το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο που διαμορφώθηκε Είναι όμως αναμφισβήτητα καλύτερο
και προσφέρει νέες δυνατότητες και νέες ευκαιρίες. Δημιουργείται εξάλλου η δυνατότητα ανάπτυξης σταθερότερης συνεργασίας σε πολλούς και σημαντικούς τομείς όπως το εμπόριο, ο τουρισμός, οι μεταφορές και η ενέργεια. Αυτές τις ευκαιρίες η Ελλάδα είναι έτοιμη να τις αξιοποιήσει. Πιστεύω ότι αντίστοιχη βούληση υπάρχει και από την άλλη πλευρά. Ανάπτυξη βέβαια της συνεργασίας δεν σημαίνει και αυτόματη επίλυση σοβαρών προβλημάτων που επιδρούν αρνητικά στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις τα τελευταία 30 χρόνια. Εδώ και τρία χρόνια, έχει ξεκινήσει η γνωστή διαδικασία των λεγόμενων διερευνητικών επαφών. Βρισκόμαστε σήμερα στο 30ο γύρο αυτού του διαλόγου.
Τα ζητήματα, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι δύσκολα και περίπλοκα. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο είναι ένα ζήτημα που μας απασχολεί πολλά χρόνια. Οι προσπάθειες διευθέτησης πρέπει να συνεχιστούν, προκειμένου να ανευρεθεί η καλύτερη δυνατή λύση.

Η Ελλάδα συμμετέχει εποικοδομητικά στο διάλογο αυτό με θέσεις που στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο, στους διεθνείς κανόνες και τις συνθήκες. Η προσπάθεια όμως αυτή έχει προϋποθέσεις επιτυχίας μόνον όταν εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον ηρεμίας, εποικοδομητικής διάθεσης και αποφυγής ενεργειών, που, αντί να βελτιώνουν,  μπορούν να επιδεινώσουν τις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις.
             
Η πρόκληση είναι μεγάλη, το εγχείρημα δύσκολο. Όμως η Ελλάδα έχει κάνει την επιλογή της και θα συνεχίσει με αποφασιστικότητα προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των σχέσεων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα με αποφασιστικότητα τα συμφέροντα και τα δικαιώματά της.  Πιστεύουμε ότι το καλό κλίμα στις Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις δεν μπορεί και δεν πρέπει ούτε να συμβαδίζει, ούτε να ανέχεται στρατιωτικές δραστηριότητες, οι οποίες ενώ δεν προσθέτουν κάτι στις ήδη γνωστές θέσεις και απόψεις, προσθέτουν δυσβάστακτο οικονομικό βάρος στις οικονομίες των δύο χωρών  και πηγές τριβών και εντάσεων. Εντάσεων που εάν δεν αντιμετωπισθούν έγκαιρα, μπορούν να οδηγήσουν σε κρίσεις. Θέλω να πιστεύω ότι, όπως η Ελλάδα, έτσι και η Τουρκία, απεύχεται αυτό το σκηνικό των αντιπαραγωγικών τριβών και εντάσεων.

Από αυτή δε τη σκοπιά, και με δεδομένη την βούληση της Ελλάδας για συνεχή βελτίωση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς ποιά είναι η σκοπιμότητα της πολιτικής της "απειλής πολέμου", δηλαδή το Casus Belli.  Τί εξυπηρετεί η πολιτική αυτή, την στιγμή που οι Ελληνο-Τουρκικές σχέσεις έχουν αποκτήσει μια έντονη και καθοριστικής, κατά την άποψη μου, σημασίας ευρωπαϊκή διάσταση; Το Casus Belli είναι, το λιγότερο ένας αναχρονισμός ξένος σε μια πολιτική που πρέπει να διαμορφώνεται με όρους μέλλοντος και όχι παρελθόντος. Και το μέλλον είναι η Ευρώπη της συναίνεσης, η Ευρώπη των συγκλίσεων, η Ευρώπη της ειρήνης. Σε αυτή την Ευρώπη άλλωστε και η Τουρκία θέλει να γίνει μέλος.
              
Ελπίζω ότι ο δημόσιος διάλογος που έχει πρόσφατα ξεκινήσει στην Τουρκία για το θέμα αυτό, θα καταλήξει σε ωριμότερες, νηφαλιώτερες και – τελικά θα έλεγα – ευρωπαϊκότερες αποφάσεις.   

Κυρίες και κύριοι,
Η πλήρης ομαλοποίηση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων περνάει βέβαια και από το θέμα της Κύπρου. Η προχθεσινή πολιτική αλλαγήστο βόρειο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου ελπίζω να διαμορφώσει νέες συνθήκες, νέα δεδομένα που θα επιτρέψουν την επανεκκίνηση των προσπαθειών για την επίτευξη λύσης και επανένωσης του νησιού.
Κάθε εξέλιξη που απομακρύνει τους Τουρκοκύπριους από τις ακρότητες και την στάση αδιαλλαξίας – που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν- μπορεί να χαρακτηρισθεί θετική. Το εάν θα είναι βέβαια όντως θετική, θα το κρίνουμε από τις ουσιαστικές κινήσεις της άλλης πλευράς. 

Σε κάθε περίπτωση, η οποιαδήποτε νέα πρωτοβουλία πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της την εμπειρία της προηγούμενης περιόδου καθώς και τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και βέβαια στο πλαίσιο αυτό, επιθυμούμε μια λύση βιώσιμη, λειτουργική, με διαπραγμάτευση στη βάση του Σχεδίου Ανάν και σύμφωνη με τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες.

Όμως για να υπάρξει επιτυχής τερματισμός, πρέπει να προηγηθεί σωστή εκκίνηση.   

Κυρίες και κύριοι,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης δεν είναι μόνον πόλος έλξης, είναι παράδειγμα και πρότυπο. Είναι κίνητρο και καταλύτης ειρήνης, δημοκρατίας, σταθερότητας και προόδου.

Η Ελλάδα πιστεύει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιστεύει στην Ευρώπη. Σε μια Ευρώπη από την οποία δεν πρέπει να αποκλειστούν εκείνοι που το επιθυμούν αλλά και το αξίζουν. Η Τουρκία έχει ανοιχτή μπροστά της αυτή την ευκαιρία. Και η Ελλάδα τη στηρίζει.

Είναι ταυτόχρονα δεδομένο ότι η ειλικρινής αυτή στάση της Ελλάδας, θα είναι ουσιαστικότερη σε ένα κλίμα συνεχούς βελτίωσης των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων χωρίς αντιπαραγωγικές τριβές που έχουν παρελθόν, αλλά όχι μέλλον.

Η πλήρης εξομάλυνση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων είναι επιλογή και επιθυμία για την Ελλάδα. Αυτό είναι το μήνυμά μας. Είναι ένα μήνυμα που βλέπει μπροστά.