ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ 9η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΩΝ ΣΕ ΞΕΝΑ ΜΜΕ
Ζάππειο, 2 Ιουνίου 2005
Φίλες και Φίλοι
Θα ήθελα και εγώ να σας καλωσορίσω (όλους και όλες σας) στην Ελλάδα. Είναι πραγματικά μεγάλη μου χαρά να βρίσκομαι σήμερα εδώ μαζί σας. Τέτοιες συναντήσεις μας φέρνουν αναμφίβολα πιο κοντά. Μας πηγαίνουν πιο μπροστά και είναι χρήσιμες για όλους μας. Θα ήθελα να συγχαρώ την Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης για την εξαιρετική αυτή συνάντηση, που έχει γίνει πλέον θεσμός.
Μιλώντας για την Ελληνική εξωτερική πολιτική, θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας πως, ως προς το πλαίσιο αρχών, τις στρατηγικές επιλογές, είναι σαφές πως υπάρχει ευρύτατη συναίνεση. Βέβαια κριτική -και μάλιστα οξεία- όσον αφορά τη διαχείριση, τις τακτικές επιλογές ασκείται, και πρέπει να ασκείται. Είναι απαραίτητη και χρήσιμη, ιδιαίτερα όταν γίνεται νηφάλια & υπεύθυνα. Αλλά γεγονός είναι ότι η Ελλάδα είναι κατασταλαγμένη, όσον αφορά τις στρατηγικές της επιλογές. Και αυτό είναι μια σημαντική κατάκτηση που πετύχαμε όλοι μαζί μετά από πολλές διχογνωμίες στο παρελθόν.
Η κυβέρνηση αυτή, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε την εξουσία ήλθε αντιμέτωπη με πιεστικά ζητήματα για μεγάλα θέματα της εξωτερικής μας πολιτικής. Το Κυπριακό (μέσα στον α΄μήνα!) η διεθνής διάσταση της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων, η απόφαση για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε., η εκλογή μας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και η μακρά εκκρεμότητα στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, διαμόρφωναν μια πλήρη και ιδιαίτερα απαιτητική ατζέντα Εξωτερικής Πολιτικής. Σε ορισμένα θέματα μάλιστα, τα περιθώρια χειρισμών ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, αφού το πλαίσιό τους ήταν ήδη προκαθορισμένο. Παρά ταύτα, η κυβέρνηση αντιμετώπισε όλα αυτά τα ζητήματα με νηφαλιότητα, μεθοδικότητα και σοβαρότητα και θα μου επιτρέψετε να πω – αποτελεσματικότητα.
Ως προς τα ειδικότερα θέματα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: Βρισκόμαστε στην επαύριο των δύο αρνητικών δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και την Ολλανδία για την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη. Η ετυμηγορία των Γάλλων και των Ολλανδών ψηφοφόρων είναι σεβαστή. Είναι βέβαια λογικό να υπάρχει προβληματισμός. Αυτό ήταν και το κλίμα που εισέπραξα κατά την προχθεσινή Ευρωμεσογειακή Συνάντηση των ΥΠΕΞ στο Λουξεμβούργο. Κλίμα περισυλλογής και προβληματισμού.
Βέβαια η κατάσταση αυτή δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο για τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο δρόμος προς την ενοποίηση δεν ήταν ποτέ στρωμένος με ροδοπέταλα. Είχε και στροφές, και ανηφόρες και δυσκολίες. Αλλά έτσι προχώρησε και προχωρά.
Είναι σαφές, και αυτό δήλωσαν και όλοι οι ηγέτες της ΕΕ, ότι η διαδικασία επικύρωσης πρέπει να συνεχιστεί, όπως προβλέπεται άλλωστε και από την ίδια τη Συνθήκη. Στο τέλος της πορείας, το Νοέμβριο του 2006 θα μπορούμε να έχουμε την ολοκληρωμένη εικόνα. Και τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα κληθεί να λάβει τις αποφάσεις για το τι μέλλει γενέσθαι. Υπάρχει αρκετός χρόνος μέχρι τότε για να βρούμε τις κατάλληλες λύσεις.
Το σίγουρο είναι πως το όραμα της ενωμένης Ευρώπης παραμένει ζωντανό. Προς αυτό θα κινηθούμε ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο ειδικότερο θέμα της Συνταγματικής Συνθήκης.
Η προσήλωση της Ελλάδας στην Ε.Ε. είναι η σπονδυλική στήλη της πολιτικής μας. Πρόσφατα, η Ελληνική Βουλή κύρωσε την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη με εντυπωσιακή πλειοψηφία – την ενημέρωση όμως θα τη συνεχίσουμε μέχρις ότου χρειασθεί. Κεντρική θέση στην εξωτερική μας πολιτική είχε παραδοσιακά η σχέση μας με την Τουρκία. Στρατηγικός μας στόχος παραμένει η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας προσφέρει το καλύτερο πλαίσιο. Διότι πιστεύουμε – και σε αυτό υπάρχει ευρεία συναίνεση μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας – ότι μια Ευρωπαϊκή Τουρκία, δηλ. μια Τουρκία που θα έχει υιοθετήσει τις ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, θα είναι ένας καλύτερος γείτονας.
Όμως, είναι σαφές ότι ευρωπαϊκή προοπτική σημαίνει ευρωπαϊκή προσαρμογή. Η ένταξη στους κόλπους της ευρωπαϊκής οικογένειας δε χαρίζεται, κερδίζεται. Και η πορεία της Άγκυρας προς αυτή την κατεύθυνση, ο ρυθμός της πορείας, εξαρτάται κυρίως από τις δικές της προσπάθειες, την ειλικρινή και έμπρακτη στάση εφαρμογής των προϋποθέσεων και των όρων που απαιτούνται πρώτα για να προχωρήσει η πορεία αυτή, και, τελικά, για την ένταξη σε αυτή την οικογένεια.
Οι θέσεις της Ε.Ε. για την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, για τον «οδικό της χάρτη» κατεγράφησαν με τρόπο γενικό τον περασμένο Δεκέμβριο στα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τα οποία εξειδικεύθηκαν και εμπλουτίστηκαν περαιτέρω στο πρόσφατο Συμβούλιο Σύνδεσης Ε.Ε.- Τουρκίας, και θα εξειδικευθούν ακόμη περισσότερο στη συνέχεια. Οι θέσεις αυτές αφορούν στην υποχρέωση της Τουρκίας για σεβασμό των ανθρωπίνων και μειονοτικών δικαιωμάτων για μεταρρυθμίσεις προς ένα κράτος δικαίου αλλά και: για να αντιμετωπίσει τις εστίες των τριβών με τη χώρα μας μέσα από μία συμπεριφορά καλής γειτονίας. Θέσεις που υποχρεώνουν την Τουρκία να απέχει από κάθε ενέργεια, που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διαδικασία επίλυσης των προβλημάτων. Θέσεις, επίσης, που αφορούν τις σχέσεις στρατού και πολιτικής εξουσίας.
Η επίλυση του Κυπριακού προβλήματος εξακολουθεί να αποτελεί στρατηγικό στόχο μας. Είναι δεδομένη η βούληση Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας για την επίλυση του προβλήματος και την επανένωση του νησιού. Η κινητικότητα το τελευταίο διάστημα είναι θετική. Και είναι θετική κυρίως διότι γίνεται με μεγάλη προσοχή. Είναι απόλυτα αναγκαία η προσεκτική προετοιμασία, τόσο ως προς τη διαδικασία, όσο και ως προς την ουσία των διαπραγματεύσεων, ώστε να εξασφαλιστούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για την επίτευξη συμφωνίας. Για την επίτευξη λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, μέσα από διαπραγματεύσεις στη βάση των Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, του Σχεδίου Ανάν και των ευρωπαϊκών αρχών & αξιών. Για να υπάρχει ευτυχής κατάληξη, πρέπει να υπάρχει και σωστή εκκίνηση. Όσον αφορά τα Βαλκάνια σταθερή επιδίωξη της πολιτικής μας είναι η επίτευξη σταθερότητας και συνεργασίας. Στρατηγικός μας στόχος είναι να αλλάξουμε τη γειτονιά μας, να τη μετατρέψουμε από την πάλαι ποτέ πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης σε μία πραγματικά ευρωπαϊκή γειτονιά, ειρήνης, συνεργασίας, ευημερίας, δημοκρατίας, σεβασμού του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων.
Παρά την προσπάθεια που έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα, απαιτείται ακόμη σκληρή δουλειά. Διότι, ναι μεν η κατάσταση είναι σήμερα καλύτερη, αλλά οι πιθανότητες αποσταθεροποίησης δεν έχουν ακόμη εξουδετερωθεί.
Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, αλλά και ως η μακροβιότερη δημοκρατία και η ισχυρότερη οικονομία στην περιοχή καλείται να διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στη νέα εποχή. Στρατηγικός στόχος για την βαλκανική πολιτική της χώρας μας είναι η διεύρυνση και ενίσχυση της ζώνης σταθερότητας γύρω αλλά και πέρα από τα σύνορά μας. Οι προσπάθειές μας κινούνται συντονισμένα τόσο σε επίπεδο διμερών σχέσεων, με την περαιτέρω προώθηση της συνεργασίας με καθεμία από τις χώρες της περιοχής, όσο και σε περιφερειακό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το γεγονός ότι όλοι οι γείτονές μας επιδιώκουν να ενταχθούν στους ευρωατλαντικούς θεσμούς – την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ – φέρνει την Ελλάδα σε ιδανική θέση για να προωθήσει τη συνεργασία στην περιοχή και να επιχειρήσει την ανάδειξη και προώθηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των κοινών συμφερόντων που μοιραζόμαστε όλοι. Και η Ελλάδα συμβάλει πολλαπλά στην πορεία, με τη στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των Βαλκανίων, με τη συμμετοχή της στις ειρηνευτικές αποστολές, με την οικονομική της παρουσία. Πάνω από 3500 ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σήμερα στα Βαλκάνια. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση σε επενδύσεις στη Βουλγαρία, την Αλβανία και την ΠΓΔΜ, και βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις πρώτες θέσεις στη Ρουμανία. Η περιφερειακή συνεργασία αποτελεί σημαντική παράμετρο της βαλκανικής μας στρατηγικής, αλλά και της πολιτικής της Ε.Ε. στην περιοχή. Θεωρούμε την ευρωπαϊκή πορεία και την περιφερειακή συνεργασία ως δύο διαδικασίες αλληλένδετες και συμπληρωματικές.
Τον προηγούμενο μήνα η χώρα μας ανέλαβε την Προεδρία της Διαδικασίας Συνεργασίας Νοτιοανατολικής Ευρώπης – της παλιάς Διαβαλκανικής. Η Διαβαλκανική αποτελεί το μόνο “γηγενές” σχήμα συνεργασίας, προερχόμενο αποκλειστικά από τις χώρες της Ν.Α Ευρώπης, και σταδιακά αναδεικνύεται στην «οργανωμένη φωνή» της περιοχής. Στόχος της Προεδρίας μας είναι να δυναμώσουμε αυτή τη φωνή, να αυξήσουμε την «ορατότητα» της Διαδικασίας, μέσα από τη θεσμική της ενίσχυση. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της πολιτικής μας συνολικά για τα Βαλκάνια. Βέβαια, η οριστική σταθεροποίηση της περιοχής μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την επίλυση των εκκρεμών ζητημάτων του παρελθόντος. Οι χώρες της περιοχής πρέπει να επιδείξουν την αποφασιστικότητα και την ικανότητα να βρουν έγκαιρα κοινά αποδεκτές λύσεις για τα προβλήματα αυτά. Το μέλλον του Κοσόβου αποτελεί ασφαλώς κεντρικό ζήτημα. Στο μείζον ζήτημα αυτό η κυβέρνηση δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και έγκυρα, όπως φάνηκε και κατά την πρόσφατη περιοδεία του Πρωθυπουργού. Στην παρούσα φάση από πού προέχει είναι η εφαρμογή των κριτηρίων που έχει θέσει ο ΟΗΕ. Το τελικό καθεστώς της περιοχής θα μας απασχολήσει μετά από την αξιολόγηση ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο το Βελιγράδι όσο και η Πρίστινα θα πρέπει να εμπλακούν στην διαδικασία διαλόγου. Μια συμφωνημένη λύση θα πρέπει να βασίζεται στα ευρωπαϊκά πρότυπα και αξίες. Είμαστε πεπεισμένοι ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι ο κυριότερος μοχλός για μια βιώσιμη λύση στο πρόβλημα του Κοσόβου.
Ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας αποτελεί η άρση της εκκρεμότητας
γύρω από το όνομα της ΠΓΔΜ. Από πολύ νωρίς επιδιώξαμε την επανενεργοποίηση, μετά από μία μακρά περίοδο ακινησίας, της διαδικασίας των Η.Ε. Η δραστηριοποίηση αυτή οδήγησε και στην πρόταση από τον Ειδικό Εκπρόσωπο του Γ.Γ. του ΟΗΕ, κ. Νίμιτς. Από την πρώτη στιγμή, κάναμε και δημοσίως σαφές, ότι η πρόταση αυτή δεν ικανοποιεί πλήρως τις θέσεις μας, αλλά θα ήμασταν έτοιμοι να προσέλθουμε σ’ ένα τελικό κύκλο διαλόγου, ώστε να φτάσουμε σε αμοιβαία αποδεκτή λύση, να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο η σταθερότητα ολόκληρης της περιοχής και να διευκολυνθεί η προσέγγιση της γειτονικής χώρας με τους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες που αναπτύξαμε κατέστησαν σαφή τη βούλησή μας για οριστική επίλυση του ζητήματος και στρέφουν, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας προς τα Σκόπια, τα οποία πλέον καλούνται να υιοθετήσουν εποικοδομητική στάση.
Φίλες και Φίλοι,
Η εξωτερική μας πολιτική δεν στρέφεται γύρω από τον εαυτό μας. Αυτό θεωρούμε πως είναι μια μυωπική πολιτική. Θέλουμε μια πολυδιάστατη πολιτική, στραμμένη στον κόσμο. Επιδιώκουμε τη συνεργασία με τους εταίρους και συμμάχους μας. Οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε πολύ καλό επίπεδο, όπως επιβεβαιώθηκε και κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού. Σχέσεις που αναβαθμίζονται ποιοτικά και προσλαμβάνουν νέα χαρακτηριστικά. Επιδιώκουμε την περαιτέρω συνεργασία σε νέα πεδία. Και θέλω να τονίσω, ότι αντίθετα με τους ισχυρισμούς που ακούγονται, αυτή η συνεργασία είναι και απόλυτα συμβατή και ενισχύεται από την σταθερή επιλογή της χώρας μας να βρίσκεται στην καρδιά των ευρωπαϊκών εξελίξεων.
Επιδιώκουμε την εντατικοποίηση των σχέσεων μας με τη Ρωσία, τον Αραβικό κόσμο, την Κίνα με την οποία μας συνδέουν τόσα πολλά και τις άλλες σημαντικές χώρες του κόσμου. Αξιοποιούμε κατά τον καλύτερο τρόπο τη συμμετοχή μας ως μη μόνιμο μέλος του Σ.Α. του ΟΗΕ. Αποδείξαμε ως λαός την ευαισθησία μας σε θέματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος, όπως η τραγωδία της Νοτιοανατολικής Ασίας, όπου και τους Έλληνες πολίτες βοηθήσαμε άμεσα και είμαστε από τις πρώτες χώρες σε παροχή βοήθειας, παίρνοντας τα εύσημα γι’ αυτό από την διεθνή κοινότητα.
Φίλες και Φίλοι,
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, όταν ενώνουμε τις δυνάμεις μας και ακολουθούμε κοινή εθνική στρατηγική, πετυχαίνουμε μεγάλους στόχους. Το αποδείξαμε έμπρακτα στην εκπληκτική διοργάνωση των Ολυμπιακών και Παραολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, στέλνοντας παντού στον Κόσμο την εικόνα της σύγχρονης, της ασφαλούς και επιτυχημένης Ελλάδας. Αυτό είναι το μήνυμα μου προς εσάς, με την πεποίθηση ότι μπορείτε με το έργο σας να συμβάλετε τα μέγιστα στην προσπάθεια αυτή.
Σας ευχαριστώ