Βαληνάκης ομιλία ΥΠΕΞ - ΕΛΙΑΜΕΠ

Ο τ. Υφυπουργός Εξωτερικών & Βουλευτής Δεωδεκανήσου, Καθηγητής κ. Γ. Βαληνάκης, μίλησε σήμερα σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΕΛΙΑΜΕΠ στο Υπ. Εξωτερικών με θέμα: «Η έννοια της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και η ελληνική εξωτερική πολιτική». Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας του κ. Βαληνάκη. 
Εδώ ήρθαμε για να μιλήσουμε για την ΑΟΖ και την εξωτερική μας πολιτική. Εγώ δεν θα μπω στη λογική του να εξηγήσω νομικά τι ερμηνείες επιδέχεται η ένοια της ΑΟΖ,  αλλά θα σας μιλήσω για την πολιτική αντιμετώπιση του θέματος και για το ολοκληρωμένο σχέδιο που είχαμε  στην κυβέρνηση Καραμανλή: ένα σχέδιο εξωτερικής πολιτικής στα 5,5 χρόνια διακυβέρνησης της Ν.Δ., το οποίο υπηρέτησα προσωπικά ως υφυπουργός Εξωτερικών, υπό τις οδηγίες των δύο υπουργών, του Πέτρου Μολυβιάτη πρώτα, και της Ντόρας Μπακογιάννη στη συνέχεια,  πάντοτε βέβαια υπό τις οδηγίες του ίδιου του Πρωθυπουργού. Ένα σχέδιο που ήταν ολοκληρωμένο.  Ξέρω πόσο σπάνιο είναι αυτό στη σημερινή Ελλάδα , αλλά ήταν, πιστέψτε με,  ολοκληρωμένο – και θα εξηγήσω τι ακριβώς περιείχε αυτό το σχέδιο.  
 
Πρώτα πρώτα, η σκέψη μας ήταν ότι στην εξωτερική μας πολιτική, στο σύνολο της εξωτερικής μας πολιτικής, έπρεπε να υπάρχει ένα κεφάλαιο  — και υπήρχε– που θα το αποκαλούσα: ‘’να φέρουμε πλούτο στη χώρα’’. Αυτό είχε δύο σκέλη: το πρώτο σκέλος ήταν οι διαπραγματεύσεις για τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό 2007-2013, δηλαδή αυτά τα 25 δισεκκατομύρια ευρώ που πήραμε από την ΕΕ: το (ΕΣΠΑ),  συν οι αγροτικές ενισχύσεις κλπ, συνολικά περίπου 50 δις ευρώ (δωρεάν). Το αφήνω αυτό γιατί δεν είναι της παρούσης. Δεύτερο σκέλος ήταν να φέρουμε στη χώρα καινούργιο πλούτο. Σ αυτή λοιπόν τη λογική, αποφασίσαμε ήδη από τους πρώτους μήνες που αναλάβαμε, το 2004, να ανατρέψουμε την πολιτική που είχαν ακολουθήσει όλες οι  προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ (δηλαδή από το 1981 και μετά) και που έλεγαν ότι όσο διαρκούν οι συνομιλίες με την Τουρκία, δεν θα πρέπει να κάνουμε άλλες προσπάθειες και πολύ περισσότερο, άλλες οριοθετήσεις, με τις υπόλοιπες χώρες με τις οποίες έχουμε θαλάσσια σύνορα. Εμείς λοιπόν την ανατρέψαμε την πολιτική αυτή. Και είπαμε:  υπάρχει πλούτος, ή έστω πιθανολογούμενος πλούτος στη θάλασσα, και μάλιστα επειδή ήταν σε χαμηλή προτεραιότητα την εποχή εκείνη, προσφερόταν η περίοδος για να κάνουμε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Βεβαίως ξέραμε ότι θα ήταν πολύ δύσκολες. Μπορεί ορισμένοι να πιστεύουν ότι με την Αλβανία ή τη Λιβύη οι διαπραγματεύσεις αυτές είναι πολύ πιο εύκολες απ’ ό, τι με την Τουρκία.  Αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να σας πω ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολες, και θα καταλάβετε γιατί. Μάλιστα κάθε μια από αυτές είχε τις ξεχωριστές δικές της δυσκολίες. 
Ποιοι ήταν οι άξονες αυτού που αποκάλεσα μια ολοκληρωμένη πολιτικής που είχαμε αυτά τα χρόνια στο θέμα αυτό: 
 
Πρώτον,  Διμερείς Συμφωνίες Οριοθέτησης, στη βάση της λογικής ότι θέλουμε μία ενιαία γραμμή οριοθέτησης. Δεν θα μπώ εδώ στη συζήτηση για το πώς ακριβώς ορίζεται η ΑΟΖ και το πώς η υφαλοκρηπίδα. Εμείς το ξεπεράσαμε αυτό με την απλή πολιτική λύση ότι θέλουμε μία ενιαία γραμμή που να είναι η μέση γραμμή με τις απέναντι ακτές, όπως αυτή οριστεί από τους εμπειρογνώμονες. Αυτή λοιπόν η μέση γραμμή θα είναι ενιαία γραμμή οριοθέτησης, που θα σήμαινε και υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Κάναμε λοιπόν συνομιλίες, ξεκινώντας πρώτα με την Αλβανία. Συζητήσαμε το θέμα αν θα έπρεπε να κάνουμε και με τη Μάλτα γιατί σύμφωνα με την ερμηνεία ενός εμπειρογνώμονα υπήρχε θέμα σ’ ένα σημείο νότια της γραμμής με την Ιταλία. Σας θυμίζω ότι με την Ιταλία υπήρχε ήδη η γραμμή (η Συμφωνία του 1977-80) οριοθέτησης επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή, που οριοθετούσε την υφαλοκρηπίδα. Στη συνέχεια, Λιβύη, Αίγυπτος και Κύπρος, και βεβαίως και το ανοιχτό ζήτημα με την Τουρκία. Πρώτος λοιπόν άξονας της πολιτικής μας ήταν οι Συμφωνίες Οριοθέτησης, με βάση τη λογική που περιέγραψα. 
 
Δεύτερον, ιδιαίτερα σημαντικό πιστεύω ( αλλά δεν θέλω να πω πολλά πάνω σε αυτό για ιδιαίτερους λόγους),  η εσωτερική διάσταση της προετοιμασίας. Θα πω πολύ απλά ότι κάναμε μελέτες, τραβήξαμε σε χάρτες σενάρια, κάναμε μία νομική προετοιμασία και άλλα που δε θα θελα να συζητήσω δημόσια. 
 
Τρίτον, λείπει πολλές φορές από τις συζητήσεις μας για τα ελληνοτουρκικά, η ευρωπαϊκή διάσταση. Μιλάμε ακόμα για τα ελληνοτουρκικά –  και το αισθάνομαι αυτό σε πολλά συνέδρια – λες και είμαστε στη δεκαετία του ’70. Μα είμαστε σήμερα σε μια δεκαετία που η Τουρκία χτυπά την πόρτα της Ε.Ε. Είμαστε ισχυροί και εμείς, και η Κύπρος, ως μέλη της ΕΕ, αφού χτυπάει αυτή την πόρτα και θέλει οπωσδήποτε να μπει. Αρα έχουμε τη δυνατότητα να βγάλουμε κάτι από αυτή την ισχυρή πολιτική θέση. 
 
Τι σημαίνει ευρωπαϊκή διάσταση;
α)Σας θυμίζω, (θέλω να πω πολλά, θα υπονοήσω περισσότερα), ότι η ΕΕ έχει κάνει ή ετοιμάζει συμφωνίες διαφόρων ειδών με όλες αυτές τις χώρες. Και με την Αλβανία η Συμφωνία την οποία μόλις προ ολίγου καιρού κυρώσαμε, δηλαδή τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής της Αλβανίας. Αλλά και οι άλλες χώρες της Μεσογείου έχουν διαφόρων ειδών σχέσεις με την ΕΕ. Αρα λοιπόν εκεί υπάρχει ένας μοχλός: Είμαστε ευρωπαϊκή χώρα, συμμετέχουμε στον προσδιορισμό αυτών των σχέσεων, άρα αυτόν τον μοχλό πρέπει και να τον χρησιμοποιήσουμε και όχι απλώς να τον κοιτάμε. 
 
β) Η μάχη κατά της λαθρομετανάστευσης και η ανάγκη προωθημένης αστυνόμευσης σε θάλασσες μακριά από τις άμεσες ακτές μας. Είναι ένα άλλο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής μας πολιτικής, που όμως, φαντάζομαι, θα το συνδέσετε όλοι στο μυαλό σας και με τα θέματα της ΑΟΖ. Είναι θαλάσσιες ρυθμίσεις που υπηρετούν  διαφορετικούς σκοπούς, αλλά εξυπηρετούν και έναν κοινό στόχο. Εδώ λοιπόν σας θυμίζω πολύ γρήγορα ότι είχαμε πάρει και την πρωτοβουλία για τη δημιουργία Ευρωπαϊκής Ακτοφυλακής (δεν ήταν άσχετη με τα υπόλοιπα), όπως επίσης και την πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός οργάνου των μελών της ΕΕ στην Μεσόγειο, την λεγόμενη ‘’Ομάδα της Ελιάς’’ (δηλ συναντήσεις των Υπουργών Εξωτερικών των χωρών αυτών ανά εξάμηνο, που και αυτό υπηρετούσε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για το τι θέλουμε στην περιοχή) 
 
γ) Όπως ίσως ξέρετε ορισμένοι, τα τελευταία χρόνια η ΕΕ και με την πίεση της Ελλάδας σε ορισμένα μάλιστα σημεία με έντονη παρέμβαση, υιοθέτησε την λεγόμενη Ολοκληρωμένη Ευρωπαϊκή Θαλάσσια Πολιτική.  Δημοσιεύθηκε το 2009 τις ημέρες περίπου των εκλογών  η ‘’Βίβλος για τη Μεσόγειο’’. Θυμάμαι το 2008 συνάντηση που είχα με τον αρμόδιο Επίτροπο, τον κύριο Μπορζ τον Μαλτέζο  ,(αυτό το χαρτοφυλάκιο πήρε τώρα η κυρία Δαμανάκη). Είχα ζητήσει τότε από τον αρμόδιο Επίτροπο που ετοίμαζε την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής  Επιτροπής  για την Ολοκληρωμένη Θαλάσσια Πολιτική να δει το θέμα του πως η ΕΕ θα έπρεπε να έχει μία συνεκτική και ενιαία στάση απέναντι στα θέματα των θαλασσίων ζωνών. Η Γαλλία ορίζει τη δική της ζώνη ως οικολογικής προστασίας, η Ισπανία ως Αλιείας κοκ. Ο καθένας λοιπόν την ορίζει και με διαφορετικά μήκη και με διαφορετικές ονομασίες. Αρα, η ΕΕ πρέπει να φτάσει γρήγορα σε έναν ενιαίο χαρακτηρισμό των θαλασσίων ζωνών στη Μεσόγειο, πράγμα που συνάδει και με τη γενικότερη κοινοτική αρμοδιότητα για τα θέματα της αλιείας. Ζήτησα λοιπόν να αναλάβει πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση και να αντικατοπτρίζεται αυτή η ανάγκη μιας ενίαιας ευρωπαϊκής αντιμετώπισης και στα κείμενα και στην πολιτική της Ευρωπαικής Επιτροπής. Κλείνοντας αυτή τη διάσταση, να υπογραμμίσω αυτό που πάντα πίστευα: ότι η ευρωπαϊκή αυτή διάσταση είναι εξαιρετικά σημαντική σε όλες τις προσπάθειες που κάνουμε. Δυστυχώς πολλές φορές ξεχνάμε ότι είμαστε μια χώρα της ΕΕ και πως η Τουρκία είναι  μία χώρα που χτυπά συνεχώς την πόρτα της ΕΕ.
 

Βαληνάκης - ομιλία ΥΠΕΞ ΕΛΙΑΜΕΠ

Επί τροχάδην να πω για τις διμερείς διαπραγματεύσεις που κάναμε 
1)Αλβανία:  από τα πρώτα βήματα, υπήρχαν συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα δύσκολα, ένα από αυτά ήταν π.χ. ότι θα έπρεπε να ξεκινήσει από τα χερσαία σύνορα η οριοθέτηση, (τα χερσαία σύνορα Ελλάδας – Αλβανίας). Εκεί υπήρχε η Ιστορία  – με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας για τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Να πω επίσης ότι την εποχή εκείνη – για να το συνδέσω και με τα προηγούμενα – η Αλβανία ζητούσε από την Ελλάδα να κυρώσει τη Συμφωνία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης, πράγμα που η Ελλάδα καθυστερούσε. Τελικώς υπεγράφησαν και οι δύο Συμφωνίες το 2009. Και το λέω αυτό γιατί κάποιοι λένε σήμερα, βλέποντας βεβαίως τα γεγονότα ότι «σταμάτησε» το θέμα διότι το Συνταγματικό Δικαστήριο στην Αλβανία μετά από προσφυγή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρεί ότι δεν ήταν καλή η Συμφωνία.  Θέλω εδώ λοιπόν να πω ότι πολιτικά υπάρχουν τρόποι  η Ελλάδα να εξηγήσει στην Αλβανία ότι ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός δεν μπορεί να έχει «πισωγυρίσματα» — το λέω με κομψό τρόπο.  Επίσης υπήρχαν και πρακτικά προβλήματα με την Αλβανία:  (πχ συστάδες νησιών. Ηταν και η πρώτη συμφωνία που ολοκληρώθηκε, γι αυτό και έχει ιδιαίτερη σημασία. Περιλαμβάνει τη λογική της μέσης γραμμής και της ενιαίας οριοθέτησης δηλαδή και για υφαλοκρηπίδα και για ΑΟΖ. 
 
2)Για την Ιταλία μίλησα ήδη. Είναι απλώς ένα θέμα  επικαιροποίησης  της Συμφωνίας αυτής για να γίνει κάτι ευρύτερο (δηλ. και ΑΟΖ), διότι υπάρχει η οριοθέτηση  από το 1977. 
 
3)Για τη Λιβύη: έκανα περίπου δέκα συναντήσεις με τους Λίβυους Υπουργούς ή Υφυπουργούς για να ξεκινήσουμε αυτές τις διαπραγματεύσεις (άλλες στο εξωτερικό άλλες στη Λιβύη.) Και μάλιστα σε μία από αυτές, που ήταν και πιστεύω η καθοριστική, είχαμε οργανώσει επίσκεψη του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Καρόλου Παπούλια, ο οποίος συνάντησε τον Καντάφι και έτσι ασκήθηκε η δέουσα πίεση από ψηλά προκειμένου οι διαπραγματεύσεις αυτές να ξεκινήσουν. Ήταν και είναι δύσκολες διαπραγματεύσεις. Υπάρχουν όμως λύσεις. Η Λιβύη όπως ξέρετε προβάλλει το θέμα του κλεισίματος του κόλπου της Σύρτης που η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει. Εμείς από τη δικιά μας τη μεριά έχουμε το ζήτημα ότι η Λιβύη υιοθετεί θέσεις στο Δίκαιο της Θάλασσας που μοιάζουν με της Τουρκίας. Και είχαμε ασφαλώς την προσπάθεια της Τουρκίας να παρέμβει σε αυτές τις διαπραγματεύσεις και να τις σταματήσει με το σκεπτικό ότι θα έπρεπε να μη ληφθούν υπόψη  τα ελληνικά νησιά!  Σαν να μην υπήρχε η Κρήτη, η Δωδεκάνησος,  όλη αυτή η περιοχή και να ληφθούν μόνο υπόψη οι ηπειρωτικοί όγκοι, δηλαδή η Κυρηναϊκή (η περιοχή της Βεγγάζης) και  η Ανατολία, και να μοιραστεί κάπου στη μέση μεταξύ των δύο χωρών. Αυτές ήταν οι απόψεις και είναι οι απόψεις της Τουρκίας στο συγκεκριμένο αντικείμενο. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με τις δυσκολίες που περιέγραψα.
 
4) Η Αίγυπτος: εδώ για όσους δεν το ξέρουν, το 1974 είχε γίνει η πρώτη επαφή Ελλάδας και Αιγύπτου για έναρξη συνομιλιών για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας. Tην εποχή εκείνη η Αίγυπτος στις συνομιλίες αυτές είχε δεχτεί μάλιστα τις ευθείες γραμμές χάραξης των Ελληνικών γραμμών βάσης, ξεκινώντας από νησάκια νότια της Κρήτης, νότια της , και νότια της Ρόδου προς το Καστελλόριζο. Οι διαπραγματεύσεις που ξαναξεκινήσαμε δεν ήταν εύκολες. Χρειάστηκε στην αρχή πίεση για να προχωρήσουν. Είδαμε και εδώ την προσπάθεια της Τουρκίας, να υπονομεύσει τις συνομιλίες αυτές,  λέγοντας ότι δεν υπήρχε αντικείμενο δικής μας διαπραγμάτευσης με την Αίγυπτο, και προβάλλοντας βέβαια το γνωστό θέμα του Καστελλόριζου.
 
5)Για την Κύπρο: ασφαλώς η Κύπρος ακολούθησε στο θέμα αυτό μια γενναία πολιτική και μάλιστα σε δύσκολες εποχές, το 2003 με τον Γλαύκο Κληρίδη, που ετοίμασε την συμφωνία για οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο,  που ήταν και η πρώτη του είδους στη Μεσόγειο. Κυρίως όμως συνέχισαν ο Τάσσος Παπαδόπουλος με μία πολύ γενναία πολιτική στο θέμα αυτό αλλά και ο σημερινός Πρόεδρος Χριστόφιας με την ολοκλήρωση αυτών των συμφωνιών με το Ισραήλ και τον Λίβανο. Όλα δεν έχουν τελειώσει ακόμα οριστικά αλλά είναι πλέον διασφαλισμένες αυτές οι οριοθετήσεις. Χωρίς να θέλω να μειώσω την σημασία αυτού του εγχειρήματος από την μεριά της Κύπρου, ήταν το πιο εύκολο σχετικά κομμάτι. Το πιο δύσκολο είναι προς τα δυτικά. 
 
Και έρχομαι στα δικά μας, στην οριοθέτηση της δικής μας ΑΟΖ με την Κύπρο, στην περιοχή μεταξύ Ρόδου και Κύπρου, Πρώτα- πρώτα δεν νομίζω ότι πρέπει κανείς και μπορεί κανείς, να λέει ότι υπάρχει «θέμα Καστελόριζου», για τον εξής λόγο: Υπάρχει όπως ξέρετε Συμφωνία από το 1932. Ο εθνικός χώρος είναι όχι μόνο γενικά ενιαίος αλλά ειδικά στην περιοχή της Δωδεκανήσου υπάρχει και αυτή η Συμφωνία του 1932 μεταξύ της Ιταλίας (που κατείχε τότε τα Δωδεκάνησα) και της Τουρκίας  που είχε και έχει την απέναντι ακτή. Αυτή η Συμφωνία προσδιορίζει με πολύ συγκεκριμένο τρόπο (στην πρώτη Συμφωνία), και στο συνημμένο Πρωτόκολλο)  τα σημεία μιας συνεχούς γραμμής οριοθέτησης, από νοτιότερα από τη Σάμο, εκεί δηλαδή που ξεκίναγαν οι «Ιταλικές Κτήσεις του Αιγαίου» (όπως ονομάζονταν τότε),  μέχρι και το Καστελλόριζο. Αυτή λοιπόν, θεωρώ, η γραμμή πολιτικά είναι εξαιρετικά σημαντική. Και για το γενικότερο λόγο αλλά και εξαιτίας της Συμφωνίας αυτής, δεν μπορούμε να δεχόμαστε να τεθεί χωριστά  το θέμα Καστελλόριζου, σαν να είναι κάτι το ξεχωριστό. Παίζουμε το παιχνίδι της Τουρκίας χρησιμοποιώντας αυτές τις ορολογίες. Υπάρχει λοιπόν μία ενιαία γραμμή,  συμφωνημένη τότε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας την οποία κληρονόμησε φυσικά το Ελληνικό κράτος. Και επιτρέψτε μου, μάλιστα επειδή ως Δωδεκανήσιος το πονάω αυτό διπλά,  να πω ότι η Δωδεκάνησος, κατά κάποιο τρόπο, έχει ήδη οριοθετημένη ΑΟΖ. Με την εξής λογική: άμα δείτε τους χάρτες τους οποίους σχεδίασαν για την περιοχή και τα όρια οι Ιταλοί το 1932, και στη συνέχεια τους γερμανικούς και βρετανικούς χάρτες τους όποιους κληροδότησαν στο Ελληνικό κράτος μετά το 1947  (την Συνθήκη των Παρισίων), η περιοχή αυτή ορίζεται σαφώς από όλες τις μεριές. Ξέρω ότι νομικά αυτό θέλει μία συζήτηση, γιατί υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες, αλλά σίγουρα από την δική μας τη μεριά, θα πρέπει να κάνουμε πάντα την καλύτερη για μας ερμηνεία. 
 
Και θέλω επίσης, να θυμίσω εδώ σε μερικούς, διότι δεν το ξέρουν, ότι όταν η Ιταλία και η Τουρκία το 1932 υπέγραψαν την Συμφωνία αυτή, η Ιταλία έδωσε στην Τουρκία μία σειρά από μικρότερες βραχονησίδες κοντά στα τουρκικά παράλια, τις οποίες άμα τις δείτε σήμερα στο χάρτη, ειδικά στην περιοχή του Καστελόριζου, θα διεύρυναν το μέτωπο των δικών μας νησιών απέναντι στην Ανατολία κατά πολλά ναυτικά μίλια, γιατί, βρίσκονται μερικές από αυτές στα ανατολικά του Καστελλόριζου. Τις έδωσε λοιπόν αυτές τις βραχονησίδες τότε η Ιταλία στην Τουρκία προκειμένου η Τουρκία να συναινέσει στη γραμμή του 1932. Το λέω αυτό και σε συνάρτηση  με όσα μας είπε πρόσφατα ο κύριος Νταβούτογλου, περί του ότι το Καστελόριζο είναι ένα Μεσογειακό νησί, βρίσκεται στη Μεσόγειο δηλαδή, και όχι στο Αιγαίο. Η Τουρκία έχει μία άποψη σε αυτό και την έχει πει πριν χρόνια, και έχει ορίσει τα όρια μεταξύ Αιγαίου και Μεσογείου για τους δικούς της λόγους, που όλοι αντιλαμβάνεστε:  έχει έξι μίλια χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, έχει δώδεκα μίλια στη Μεσόγειο. Τράβηξε λοιπόν την γραμμή από το βορειότερο άκρο της Ρόδου μέχρι την απέναντι τουρκική ακτή και είπε: εντεύθεν, δηλαδή ανατολικά, είναι Μεσόγειος και προς τα δυτικά είναι Αιγαίο. Αυτή είναι η δική της ερμηνεία! Όχι όμως και εμείς να πάμε και να δεχτούμε την δική της ερμηνεία! Εμείς έχουμε την δική μας ερμηνεία,  και η δική μας ερμηνεία είναι: φυσικά,  το ελληνικό κράτος είναι ενιαίο, αδιάσπαστο και αδιαίρετο και φτάνει μέχρι το Καστελλόριζο. Και υπάρχει μάλιστα και συμφωνημένη πολιτικά οριοθετική γραμμή.
 
Άρα για μας, το Αιγαίο φτάνει μέχρι εκεί. Αλλιώς θα φτάναμε και στην αντίστροφη λογική:  θα έπρεπε τότε η Τουρκία να μας εξηγήσει πώς στέκεται απέναντι στις νησίδες που πήρε τότε από την Ιταλία: αποδέχεται δηλαδή γι’ αυτές ότι είναι ισχυρό το Πρωτόκολλο του 1932? Κ έχει το δικαίωμα τότε το Καστελορίζο να έχει 12 μίλια χωρικά ύδατα όπως έχει κ εκείνη στις αντιπέρα όχθες στην περιοχή αυτή; Αλλά βεβαίως ούτε κάτι τέτοιο θα συζητούσε ποτέ η Τουρκία.
 
Να πω για την εθνική λοιπόν θέση σχετικά με την ΑΟΖ. Βλέπω διάφορους χάρτες στο διαδίκτυο και προσπαθώ να βρω την προέλευσή τους και δεν την έχω ακόμα εντοπίσει. Ποιος τους ξεκίνησε αυτούς τους χάρτες- που δείχναν ένα «βύθισμα» μια τουρκική διείσδυση μέσα στην  ελληνική ΑΟΖ ανάμεσα στη Ρόδο και το Καστελλόριζο;  Φαντάζομαι ότι όποιος τον έκανε αυτόν τον χάρτη δε θα έλαβε υπόψη του ότι υπάρχει η συνεχής οριοθετημένη γραμμή μέχρι το Καστελόριζο. Τουλάχιστον πολιτικά, θεωρώ ότι η δική μας η βάση πρέπει να είναι αυτή. Από κει και πέρα μπορούμε ν’ αρχίσουμε τις νομικές ερμηνείες. Αλλά πολιτικά  δεν μπορούμε να  δεχθούμε ότι η γραμμή αυτή του 1932 δεν υφίσταται! Είναι οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων με συμφωνία και υπογραφή της Τουρκίας την εποχή εκείνη.
 
Να πω επίσης ότι θεωρώ ότι η ιστορία με το casus belli πρέπει ν’ απαντηθεί πλέον με ευρωπαϊκή αντίδραση. Θεωρώ ότι είναι αδιανόητο να έρχεται ένας Πρωθυπουργός, ένας Υπουργός Εξωτερικών και να μας λένε, περίπου χαριτολογώντας, και να το παίρνουμε και εμείς χαριτολογώντας, ότι αν εμείς εφαρμόσουμε κάποιο κανόνα του Δικαίου της Θάλασσας, που είναι μέρος του Κοινοτικού Κεκτημένου, θα  μας απαντήσει η Τουρκία με πόλεμο. Και  την ίδια ώρα  αυτή η χώρα να λέει ότι είναι υποψήφια για την ΕΕ! Νομίζω λοιπόν ότι πρέπει να δοθεί μία πιο ισχυρή πολιτική απάντηση. Δεν εννοώ φυσικά να κάνουμε πόλεμο. Αλλά θεωρώ ότι η απάντηση πρέπει να δοθεί μέσα από την πορεία της Τουρκίας  προς  την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία βεβαίως στηρίζουμε επί της αρχής,  και με την προϋπόθεση βεβαίως ότι η Τουρκία θα εφαρμόσει όλα αυτά που πρέπει να εφαρμόσει. Αυτά τα θέματα πρέπει  να γίνονται αντικείμενο της διαπραγματευτικής ύλης, τουλάχιστον έτσι ήταν μέχρι τότε που έφυγα από το Υπουργείο Εξωτερικών, πιστεύω ότι συνεχίζεται αυτή η λογική. Δηλαδή  ότι γίνονται κομμάτια των αντίστοιχων κεφαλαίων της τουρκικής διαπραγμάτευσης. Υπάρχει Κεφάλαιο για την Αλιεία όπου μπαίνει το Δίκαιο της Θάλασσας. Υπάρχει Κεφάλαιο για την Ενέργεια, το οποίο μάλιστα είναι στην επικαιρότητα τον τελευταίο καιρό. Και υπάρχει ασφαλώς και  το Κεφάλαιο των Εξωτερικών Σχέσεων που ακόμα δεν έχει ανοίξει, όπως και πολλά άλλα βέβαια λόγω και του βέτο που έχει τεθεί  απ’ τη μεριά της Κύπρου. 
 
Υπάρχουν λοιπόν εργαλεία τα οποία δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε. Αντίθετα πρέπει όλα αυτά να αποτελούν μέρος μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής. Κλείνω λέγοντας πολύ απλά ότι η Ελλάδα κατά τη γνώμη μου πρέπει να συνεχίσει αυτή την πολιτική – και δεν το λέω επειδή  την κάναμε εμείς, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι η κοινή λογική- δηλαδή  να ολοκληρώσει τις συνομιλίες με την Αίγυπτο. Χρειάζονται πολιτικές κινήσεις για να απεμπλακεί το ζήτημα εκεί που έχει φτάσει μέχρι σήμερα. Το ίδιο και με τη Λιβύη, έστω και αν βεβαίως αυτό σήμερα δε μπορεί να γίνει λόγω της  κατάστασης που όλοι αντιλαμβανόμαστε. Και εκεί νομίζω ότι υπάρχει μία φόρμουλα με την οποία μπορούμε να τα βρούμε: με την αναγνώριση του κλεισίματος του Κόλπου της   Σύρτης  αν και η Λιβύη απ’ τη δική της τη μεριά αναγνωρίσει την πλήρη επήρεια των ελληνικών νησιών νότια της Κρήτης.
 
Ως προς την Αλβανία να εξηγήσουμε ότι ο ευρωπαϊκός της δρόμος προϋποθέτει σεβασμό των συμφωνηθέντων και να προχωρήσει και αυτή η οριοθέτηση. Να δούμε το θέμα της Μάλτας γιατί πιστεύω ότι μπορεί να έχει ενδιαφέρον. Να μετατρέψουμε τη συμφωνία με την Ιταλία σε συμφωνία σύχρονη που να περιλαμβάνει και την ΑΟΖ. Να συντονίσουμε την παρουσία μας στις επιχειρήσεις για τη Λιβύη με την εφαρμογή στην πράξη αυτού που λέμε,  ότι δηλαδή εκεί είναι η ελληνική ΑΟΖ, νότια της Κρήτης. Και να μην αφήνουμε τα τουρκικά πολεμικά σκάφη  να αλωνίζουν στην περιοχή, όπως έχω την αίσθηση ότι γίνεται  -μακάρι να μην είναι έτσι. Να συντονίσουμε με την FRONTEX τις επιχειρήσεις κατά της παράνομης μετανάστευσης, που αρχίζει και θα γίνει σε λίγο ένας εφιάλτης. Διότι βλέπετε ότι μαζεύονται σήμερα απελπισμένοι Λίβυοι προς τη μεριά της Τυνησίας και βεβαίως το επόμενο στάδιο είναι από την Τυνησία να φύγουν προς τα Βόρεια. Και μπορεί, μεθαύριο, αν τα πράγματα ομαλοποιηθούν κάποια στιγμή στη Λιβύη , όπως νομίζω ότι θα συμβεί, να έχουμε την προσέλευση όλων αυτών προς την Κρήτη. Αρα πρέπει από τώρα να συνεργαστούμε με τη FRONTEX για τις επιχειρήσεις αυτές που υπογραμμίζουν την σημασία της ελληνικής ΑΟΖ εκεί – όλα δένουν μεταξύ τους. Να επιμείνουμε και να προβάλλουμε σταθερά τη συμφωνία του 1932, και όχι το ελληνικό κράτος να την ξεχνάει, και οι χάρτες μας να την ξεχνάνε, και οι νομικοί μας να μελετήσουν περαιτέρω για να θωρακίσουν και την ελληνική επιχειρηματολογία.
 
Και να εργαστούμε στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την  Ελληνίδα Επίτροπο που σήμερα έχει αυτό το χαρτοφυλάκιο (μπορεί να είναι και ένα δώρο, αφού δεν πήραμε κάτι πιο σημαντικό δυστυχώς).Τουλάχιστον να εργαστούμε στην κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να υπάρξει μία ρύθμιση για μία κοινοτική ΑΟΖ ή έστω για την προσέγγιση ανάμεσα στις απόψεις των κοινοτικών κρατών-μελών στη Μεσόγειο στο θέμα αυτό.