Πέμπτη, 1 Ιουλίου 2004

Η διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα έχει ήδη προσφέρει μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία στην Ελλάδα όχι μόνο να προβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο αλλά και να διευρύνει τους διπλωματικούς της ορίζοντες και να εμπλουτίσει την διεθνή της παρουσία.

Στους Ολυμπιακούς Αγώνες, πρωταγωνιστές είναι ασφαλώς οι αθλητές. Αναπόφευκτα όμως, στο επίκεντρο βρισκόμαστε όλοι. Βρίσκονται ο κόσμος, οι κατασκευαστές των έργων,  οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι καλλιτέχνες, ο τρόπος ζωής, το παρελθόν κι οι προοπτικές ολόκληρης της χώρας.

Μαζί με την παγκόσμια κοινή γνώμη, είναι σαφές πως επηρεάζονται κι οι κυβερνήσεις. Όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε σε πολλές διεθνείς συναντήσεις, αλλά και στα Συμβούλια της ΕΕ, ένα γεγονός όπως η κατάκτηση του ευρωπαϊκού τροπαίου στο ποδόσφαιρο, έχει – ορισμένες φορές – μεγαλύτερη σημασία στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού κλίματος για μια χώρα, απ’ όση έχουν εκατό φάκελοι με λεπτομερείς προτάσεις και πρωτοβουλίες.

Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες όμως, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για κάτι διαφορετικό. Αν στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πορτογαλίας αποδείξαμε στον κόσμο τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για τους εαυτούς μας, στους Ολυμπιακούς Αγώνες καλούμαστε ν’ αποδείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε εμείς για όλους τους άλλους. Οι εικόνες, οι εντυπώσεις, η ετοιμότητά μας ν’ ανταποκριθούμε στις υψηλές προσδοκίες αυτού του γεγονότος, αναντίρρητα θα καθορίσουν την διεθνή μας εικόνα, για πολλά χρόνια.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο: οι Αγώνες της Αθήνας δοκιμάζουν τις δυνατότητες μιας μεσαίας χώρας, στο παγκόσμιο σκηνικό. Η Ελλάδα είναι η μικρότερη χώρα που διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες, στην σύγχρονη εποχή. Σε μια περίοδο όπου αναδιατάσσεται το παγκόσμιο σκηνικό, διευρύνεται κι εμβαθύνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλάζει ο κόσμος, η ικανότητα μικρότερων χωρών να διοργανώνουν τόσο μεγάλα γεγονότα έχει αντίκτυπο που υπερβαίνει το αθλητικό γίγνεσθαι. Με βάση αυτή την διαπίστωση, είναι φυσιολογικό να υποθέσει κανείς πως και άλλες μεσαίες χώρες προσβλέπουν σε θρίαμβο των Αγώνων της Αθήνας.

Η Ελλάδα, ασφαλώς, είναι μια ειδική περίπτωση. Είναι η χώρα που γέννησε τους Αγώνες. Και που σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. στο άθλημα της σφαιροβολίας) οι αθλητικές της εγκαταστάσεις είναι έτοιμες όχι εδώ και χρόνια, αλλά εδώ και χιλιετίες. Η ελληνική «ιδιαιτερότητα» είναι και το μεγάλο ελληνικό όπλο. Στους Αγώνες της Αθήνας θα διαδώσουμε την ιδέα μιας σύγχρονης Ευρωπαϊκής χώρας, με άρτιες εγκαταστάσεις και άριστα εκπαιδευμένους ανθρώπους. Μπορεί να ξεχάσει κανείς πως πρόκειται εν τέλει και για μια επιστροφή στις ρίζες του αθλητικού κινήματος, όταν παρακολουθεί ποδηλάτες να κάνουν τον γύρο της Ακρόπολης; Κι αν το αθλητικό κίνημα επέλεξε στην συγκεκριμένη συγκυρία να επιστρέψει στις ρίζες, μπορεί να υπάρχει σημαντικός αντίκτυπος στις διεθνείς σχέσεις;

Πιθανότατα, όχι. Η «πολιτική της νοσταλγίας» έχει πεπερασμένο αντίκτυπο στις αίθουσες των διεθνών συμβουλίων. Όμως στην δική μας περίπτωση, υπάρχουν εργαλεία πολιτικής και πολιτικές συγκυρίες που μπορούν να είναι βοηθητικά στις γενικότερες επιδιώξεις μας.

Η Ολυμπιακή Εκεχειρία, το μακροβιότερο σύμφωνο ειρήνης, αλλά και η Λαμπαδηδοδρομία, μεταφέρουν σε πολλούς λαούς ένα ανεκτίμητο μήνυμα ειρηνικής συμφιλίωσης. Ότι όσα μας ενώνουν είναι πολύ περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν. Ένα μήνυμα από πολίτες σε πολίτες: πάνω από 3600 από αυτούς μετέφεραν φέτος την Φλόγα της Αθήνας σ’ όλες τις γωνιές του κόσμου.  Ένα μήνυμα από κυβερνήσεις στους πολίτες: 180 χώρες υπέγραψαν την απόφαση των Ηνωμένων Εθνών για την τήρηση της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, το 1999. Ένα μήνυμα από διεθνείς προσωπικότητες σε όλους: πάνω από 160 διεθνείς προσωπικότητες έχουν υπογράψει την διακήρυξη της Εκεχειρίας.

Σήμερα, αυτό το συνδυασμένο μήνυμα μπορεί να είναι κι ένα κατεξοχήν ευρωπαϊκό μήνυμα. Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα της ΕΕ εδώ και δώδεκα χρόνια που διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες. Η τελευταία διεύρυνση της ΕΕ, που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Μάιο στο Δουβλίνο, αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτική πράξη ειρηνικής συμφιλίωσης κι επανένωσης. Το νέο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, που υπογράφεται στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου, ενσωματώνει αξίες (μαζί τους, κι η διάδοση ενός ευρωπαϊκού πνεύματος στον αθλητισμό) που προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες δημόσιας διπλωματίας, προς όφελος της εικόνας της χώρας μας.

Αυτό το μήνυμα μπορεί να είναι και βαλκανικό μήνυμα. Η Ελλάδα δεν θα έχει αλλάξει χερσόνησο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Όμως η γειτονιά μας –όπως άλλαξε η Ελλάδα με την ένταξη της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί κι αυτή ν’ αλλάξει προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλάζοντας νοοτροπία, βλέποντας από κοντά τα οφέλη μιας πορείας σταθερότητας, συνεργασίας και διεθνούς συμμετοχής, εγκαταλείποντας τις συγκρουσιακές λογικές του παρελθόντος, η Νοτιοανατολική Ευρώπη μπορεί να εκμεταλλευθεί το ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλές δεκαετίες, υπάρχουν τόσοι τηλεοπτικοί προβολείς επικεντρωμένοι σ’ εκείνη, για κάτι άλλο, πέραν των πολέμων και των εθνικών συγκρούσεων.

Αυτό το μήνυμα είναι ελληνικό μήνυμα και διεθνής ευκαιρία.

Σε ό,τι μας αφορά, η σημερινή κυβέρνηση έχει κατανοήσει πως η δημόσια διπλωματία μιας χώρας είναι μια μακροχρόνια προσπάθεια. Δεν αποφασίζεται σήμερα, για να ετοιμαστεί αύριο και να γίνει μεθαύριο, ώστε να χαρούμε όλοι τις φωτογραφίες μετά από μερικές μέρες και να την ξεχάσουμε σε μια βδομάδα. Απαιτεί γενική συμφωνία για το είδος της εικόνας που προβάλλουμε στον κόσμο κι αυτό, στην ψηφιακή εποχή, χτίζεται κομμάτι-κομμάτι. Η τεράστια προσπάθεια που κατέβαλλε η χώρα μας για την διοργάνωση των Αγώνων θ’ ανταμειφθεί με τέτοια κομμάτια εντυπώσεων. Και το σύνολο θα  ορίσει ξανά τον γενικό στόχο για την εικόνα της χώρας μας, οριοθετώντας και τις δυνατότητες που υπάρχουν για πολιτικές δράσεις δημόσιας διπλωματίας.

Η ουσιαστική καταγραφή αυτών των δυνατοτήτων έχει ήδη ξεκινήσει. Ο σχεδιασμός βρίσκεται σ’ εξέλιξη, ώστε το «καλοκαίρι της Ελλάδας» να προσφέρει κάτι μονιμότερο από αναμνήσεις. Τον μήνα αυτό όμως, προέχουν οι Αγώνες. Και προσδοκούμε, η πλήρης και μοναδική επιτυχία τους να μας κάνει ακόμη πιο δημοφιλείς, στις αίθουσες των ευρωπαϊκών και διεθνών συμβουλίων.