Όταν η Ελλάδα επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία την υποστήριξή της στην ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, δεν αποτελούν προσβολή δηλώσεις όπως αυτές του κ. Ερντογάν για τους μουσουλμάνους της Θράκης;

Η ισονομία και η ισοπολιτεία συνιστούν θεμελιώδεις αρχές της ελληνικής Πολιτείας και αυτό δεν μπορεί κανείς να το αμφισβητήσει για μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης, για ένα κράτος που έχει αναγάγει τη δημοκρατία σε βασική αρχή τόσο του πολιτικού του βίου όσο και της εξωτερικής του πολιτικής. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, στηρίζουμε την προοπτική ένταξης της Τουρκίας ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη βάση όμως πολύ συγκεκριμένων προϋποθέσεων και προαπαιτουμένων. Το μήνυμά μας είναι σαφέστατο και δεν χωρούν άλλες ερμηνείες.
Από κει κι έπειτα, το τι δηλώνει ο κ. Ερντογάν είναι δικό του θέμα. Θα ήταν καλύτερο, πάντως, για τη χώρα του να επικεντρωθεί με περισσότερη αποφασιστικότητα  στο πώς θα προχωρήσει η προσαρμογή της Τουρκίας  στους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με σαφήνεια, ώστε να δικαιούται να αποκτήσει θέση στην ευρωπαϊκή οικογένεια.    
 
Είναι έτοιμη η ελληνική διπλωματία να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ειδικής σχέσης Τουρκίας-ΕΕ, ιδέα την οποία καλλιεργούν αρκετοί ευρωπαϊκοί κύκλοι όλο και εντονότερα;

Εμείς πήραμε μια γενναία απόφαση, μακριά από τις προκαταλήψεις και τις ιδεοληψίες του παρελθόντος, υποστηρίζοντας με ειλικρίνεια την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Αυτή είναι μια στρατηγική επιλογή κι όχι ένα «ευκαιριακό κοστούμι». Μια ευρωπαϊκή Τουρκία σημαίνει μόνον οφέλη για την ίδια, για την περιοχή μας, για την Ευρώπη. Για να το πω και όσο πιο καθαρά γίνεται είναι ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα της χώρας μας να συνορεύουμε με μια ευρωπαϊκή Τουρκία, δηλαδή με μια φιλειρηνική ευρωπαϊκή δημοκρατία. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την ενταξιακή διαδικασία της γείτονος. Ο δρόμος, βέβαια, που έχει να διανύσει η Τουρκία είναι μακρύς, δύσβατος και απαιτεί τεράστια προσπάθεια. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία η Τουρκία θα έρχεται συνεχώς αντιμέτωπη με τα ελλείμματά της και τις αντιφάσεις της. Γι αυτό και η πλήρης ένταξη πρέπει να αποτελεί το κίνητρο κινητοποίησης των δυνάμεων του εκσυγχρονισμού και του εκδημοκρατισμού στην τουρκική κοινωνία. Ας μη γελιόμαστε. Για να μπει η τουρκική κοινωνία σε μια διαδικασία επώδυνης ολικής προσαρμογής χρειάζεται να υπάρχει συγκεκριμένο κίνητρο. Και το κίνητρο είναι η ευρωπαϊκή προοπτική.
 
Η Γαλλία και η Γερμανία μιλούν με πολύ αυστηρή γλώσσα για το θέμα της τελωνειακής σύνδεσης. Η Ελλάδα όχι. Ποιους σκοπούς εξυπηρετεί αυτή στάση;

Για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ξεκάθαρο το τι πρέπει να κάνει η Τουρκία για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων και των προαπαιτούμενων που έχουν τεθεί. Πόσο μάλλον για εμάς που έχουμε εργαστεί συστηματικά προκειμένου να συμπεριληφθούν σε όλα τα ευρωπαϊκά κείμενα οι όροι που διασφαλίζουν ότι δεν θα υπάρξει καμία υποχώρηση σε ζητήματα υιοθέτησης του κοινοτικού κεκτημένου.  Η Τουρκία είναι σαφώς υποχρεωμένη, προκειμένου να προχωρήσει,  να εφαρμόσει το Πρόσθετο Πρωτόκολλο χωρίς καμία εξαίρεση.Ασφαλώς υπάρχει προβληματισμός για τις διαπιστωμένες καθυστερήσεις. Ο προβληματισμός δεν είναι παθητικός, είναι ενεργητικός και λειτουργεί ως μοχλός περαιτέρω πρωτοβουλιών για να αποφύγουμε το αδιέξοδο. Έχουμε επενδύσει στη σταθεροποιητική λογική που θα προκύψει από την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Στόχος μας και θα ήθελα να το επαναλάβω, δεν είναι ο αποκλεισμός αλλά η προσαρμογή της Τουρκίας στα ευρωπαϊκά πρότυπα.  
 
Ο Κύπριος ΥΠΕΞ έχει δημοσίως δηλώσει ότι, εάν δεν επεκταθεί η τελωνειακή σύνδεση στην Κυπριακή Δημοκρατία κανένα κεφάλαιο των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας δεν πρόκειται να ανοίξει. Η Ελλάδα συμφωνεί και θα πράξει το ίδιο;

Ελλάδα και Κύπρος έχουν ένα κοινό στόχο. Την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Επ’ αυτού του θέματος άλλωστε, ήταν ξεκάθαρη και η δήλωση που έκανε χθες ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος στη Νέα Υόρκη, όπως επίσης αυτό είναι και το συμπέρασμα των επαφών που είχα πρόσφατα στη Λευκωσία. Συνεπώς δεν επιδιώκεται ο «εκτροχιασμός του τρένου», αν και όλα εξαρτώνται κυρίως από την ίδια την Τουρκία, η οποία  οφείλει να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της. Οι υποχρεώσεις είναι υποχρεώσεις και ως υποψήφιο κράτος-μέλος έχει μπει σε μια διαδικασία προσαρμογής στο ευρωπαϊκό κεκτημένο η οποία πρέπει να εντατικοποιηθεί. Τώρα, σε ό,τι αφορά στο ζήτημα της διαπραγματευτικής τακτικής που θέτετε, το βασικό στοιχείο της επιτυχημένης διαπραγμάτευσης είναι η συνεχής προσπάθεια για την άμβλυνση των προβλημάτων, ώστε να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη λύση και όχι η διακοπή ή το σπάσιμο της διαδικασίας. Μια διαπραγμάτευση πρέπει να λύνει προβλήματα, όχι να δημιουργεί καινούργια. Μια διαπραγμάτευση πρέπει να συνεισφέρει στην άρση των αδιεξόδων και όχι στην εδραίωσή τους. Γι αυτό εργαζόμαστε από κοινού με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για να βρεθεί θετική λύση και να μη φτάσουμε σε αδιέξοδο, για το οποίο βεβαίως θα ευθύνεται αποκλειστικά η Τουρκία εφόσον δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της.   
 
Τι αφήνει πίσω της η ελληνική προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας και γιατί η χώρα μας, που έχει παραδοσιακούς δεσμούς με τον αραβικό κόσμο, δεν επιδιώκει ενεργότερη παρέμβαση στις προσπάθειες επίλυσης του Μεσανατολικού;

Αξιοποιούμε στο έπακρο τις άριστες σχέσεις που έχουμε με τις χώρες της περιοχής και δεν το κάνουμε τυχαία. Για εμάς τα προβλήματα που ανακύπτουν δεν είναι μακρινά, δεν είναι μόνον κάποιες ανθρωπιστικές κρίσεις στα δελτία ειδήσεων. Για μας είναι πρώτη προτεραιότητα να οικοδομηθούν προϋποθέσεις ασφάλειας, ειρήνης και συνεργασίας. Κι αυτή την προτεραιότητα την υπηρετούμε με έργα και πρωτοβουλίες και όχι στα λόγια όπως συνέβαινε από τους προκατόχους μας. Αδιάψευστη απόδειξη γι αυτό που σας λέω είναι ο ρόλος της Ελλάδας στην πρόσφατη κρίση του Λιβάνου. Ρόλος που αναγνωρίστηκε  ως εποικοδομητικός απ’ όλες τις πλευρές γι’ αυτό και κατά την περιοδεία της στις χώρες της περιοχής η Υπουργός κα Ντόρα Μπακογιάννη δέχθηκε τα συγχαρητήρια όλων για την ελληνική συμβολή. Η Ελλάδα έχει μια σαφή και ξεκάθαρη άποψη. Η επίλυση του μεσανατολικού γρίφου περνάει μέσα από την ανεύρεση μιας βιώσιμης λύσης για το Παλαιστινιακό. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να συνειδητοποιήσουν πρωτίστως οι άμεσα εμπλεκόμενοι. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η παρέμβαση της διεθνούς κοινότητας μπορεί να είναι καταλυτική γι αυτό και αναλάβαμε την εξαιρετικά δύσκολη προσπάθεια να συγκαλέσουμε υπό την προεδρία μας, ειδική συνεδρίαση στο Συμβούλιο Ασφαλείας για το Μεσανατολικό.
 
Παρά τα όσα μας λέτε, το ΠΑΣΟΚ ανεβάζει τους τόνους της αντιπολιτευτικής κριτικής στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Πως αντιμετωπίζεται αυτή τη στάση;

Το ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει το δρόμο της οξύτητας κι αυτή  η επιλογή δεν αφορά μόνο τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής αλλά όλο το φάσμα του δημόσιου βίου της χώρας. Και το πράττει αυτό εξαιτίας της πολιτικής αδυναμίας στην οποία βρίσκεται. Αυτή είναι μια εξ’ ορισμού αποτυχημένη πρακτική και γι’ αυτό εμείς δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο.