
Σαράντα χρόνια μετά την ένταξή μας στην ΕΕ, Ελλάδα και Κύπρος είναι τα μόνα κράτη-μέλη που δεν έχουν κατακτήσει το κορυφαίο επίτευγμα της ευρωπαικής ενοποίησης: το αίσθημα ασφάλειας του «ποτέ πιά πόλεμος». Αν ο αρχιτέκτων της μεγαλύτερης μεταπολεμικά διπλωματικής επιτυχίας της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής σοφά διείδε τις μεγάλες προοπτικές αποτροπής μιάς επιθετικής Τουρκίας, τα αποτελέσματα των 40 χρόνων είναι σαφώς κατώτερα των δυνατοτήτων μας.Έστω και σήμερα όμως καλούμαστε, με σχέδιο και «έξυπνες» κινήσεις, να μετακινήσουμε την ΕΕ σε θέση αποτελεσματικής στήριξης και αλληλεγγύης ανατρέποντας την επιθυμία ορισμένων εταίρων μας (και της Τουρκίας) να περιοριστεί σε ρόλο Πόντιου Πιλάτου.
Τα τεράστια εθνικά πλεονεκτήματα που διανοίγονταν αντικειμενικά και εξ ορισμού για την Ελλάδα το 1981 απαιτούσαν φυσικά για να αποδώσουν έναν εθνικό σχεδιασμό. Λογικά, με μιά «έξυπνη» στρατηγική, μετά από 40 χρόνια θα είχαμε σήμερα πάνω απ’όλα εξασφαλίσει κι εμείς το θεμελιώδες μεταπολεμικό επίτευγμα. Γιατί όμως η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ακόμη και σήμερα οι μόνες χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν, χωρίς τη δέουσα στήριξη, πρωτοφανή επιθετικότητα στα σύνορά τους;
Πρώτον γιατί η συχνή πρακτική των αυτοσχεδιασμών δεν επέτρεψε να δρέψουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και δεύτερον, γιατί τα κατά καιρούς κρίσιμα λάθη και παραλείψεις μας ενισχύονταν διαχρονικά και από τα προφανή συμφέροντα ορισμένων εταίρων, μεγεθύνοντας έτσι τα διαφυγόντα κέρδη μας. Το αποτέλεσμα είναι δυστυχώς σήμερα πεντακάθαρο μπροστά μας: η ΕΕ, αντί να στέκεται αποτελεσματικά και αποτρεπτικά αλληλέγγυα δίπλα στην απειλούμενη Ελλάδα, ακολουθεί στην πράξη ίσες αποστάσεις μεταξύ θύτη και θύματος. Και η χώρα μας, υποκρινόμενη επικοινωνιακά ότι τα ελληνοτουρκικά έγιναν ευρωτουρκικά, παγιδεύθηκε σε επικίνδυνα αδιέξοδα αδυνατώντας να τα μετατρέψει πραγματικά σε τέτοια, μέσα από «έξυπνες» πρωτοβουλίες.
Στη στρατηγική σύλληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή η ίδια η ένταξη στην ΕΕ θα λειτουργούσε πρώτα-πρώτα αποτρεπτικά απέναντι στα τουρκικά αναθεωρητικά σχέδια. Θα πολλαπλασιάζονταν εξάλλου οι ελληνικές δυνατότητες διπλωματικής ισχύος: κάθε τρίτη χώρα έπρεπε να συνυπολογίζει την επιρροή μας στις ευρωπαικές αποφάσεις και το βέτο που πλέον διαθέταμε. Χάσαμε όμως ιστορικές ευκαιρίες, ειδικά στη δεκαετία του ‘80 όταν οι τότε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ έβλεπαν εχθρικά την ΕΟΚ και κάθε προσπάθεια κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Το οξύμωρο είναι μάλιστα ότι θεώρησαν εθνικά επωφελέστερο να προβάλουν βέτο σε σειρά κοινών θέσεων της Ευρώπης σε εντελώς ανούσια θέματα (Τσαντ κλπ), αντί για τα εθνικά θέματα. Λειτουργώντας ιδεοληπτικά, δεν αντάλλαξαν κάν τις θαρραλέες αντιρρήσεις απέναντι στους εταίρους με στήριξή τους στην εθνική ασφάλεια.
Ανεκμετάλλευτες πέρασαν και τα επόμενα χρόνια οι ενδοκοινοτικές διαπραγματεύσεις για αναθεωρήσεις των συνθηκών, όπως και οι διαδοχικές διευρύνσεις όταν τα υποψήφια μέλη ζητούσαν τη θετική μας ψήφο για να ενταχθούν, αλλά μετά την ένταξή τους μάς «άδειαζαν» στα εθνικά θέματα. Παρά την θετικότερη στάση προς την ΕΕ των κυβερνήσεων Κ.Σημίτη, στα ευρω-τουρκικά πήγαμε στο άλλο άκρο. Από το «δεν διεκδικούμε τίποτα» στο Αιγαίο και την ερμητικά κλειστή πόρτα της ΕΕ για την Άγκυρα, η Ελλάδα μετακινήθηκε μετά την ταπείνωση στα Ίμια στο ορθάνοιχτο άνοιγμα της ευρωπαικής πύλης στο Ελσίνκι. Αντί έναντι της μεγάλης μας υποχώρησης να εξασφαλιστούν ουσιαστικοί όροι και παραχωρήσεις από την Άγκυρα, αποδεχθήκαμε μιά οιονεί ευρωπαική διαιτησία ίσων αποστάσεων. Η ΕΕ ευλόγησε έτσι τις «διερευνητικές επαφές» που επέτρεπαν στην εκτός ΕΕ και αναθεωρητική Τουρκία να θέτει οποιαδήποτε διεκδίκηση απέναντι στο κράτος-μέλος Ελλάδα, και την Αθήνα απλώς να αμύνεται επί της τουρκικής ατζέντας. Κι αντί για πίεση της ΕΕ προς την Τουρκία να αποσύρει τις εξωφρενικές ιδέες της για γκρίζες ζώνες, casus belli, και να προσχωρήσει στη ΣΔΘ ώστε βάσει αυτής να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ , αποδεχθήκαμε τον κίνδυνο να συρθούμε στο Διεθνές Δικαστήριο για όλες τις διεκδικήσεις της.
Ενόψει πυκνών εξελίξεων μπροστά μας, χρειάζεται να αξιοποιήσουμε στο έπακρο, με σχέδιο αλλά και συνετή πίεση, τη συμμετοχή μας στην ΕΕ για να αποφύγουμε την χειρότερη εξέλιξη που διαγράφεται στον ορίζοντα: ίσες αποστάσεις της ΕΕ, «χρυσά καρότα» («θετική ατζέντα») και «στο χέρι» για την Άγκυρα καθώς και ανούσιοι όροι στα ελληνοτουρκικά, έναντι θεωρητικών χάρτινων κυρώσεων. Και το χειρότερο: την σταδιακή αντικατάσταση της ενταξιακής πορείας (που συνεπάγεται πολλούς και σκληρούς ευρωπαικούς όρους) με την «ειδική σχέση». Διακαώς την επιδιώκουν αρκετοί εταίροι μας αλλά και ο Ερντογάν γιατί συνεπάγεται: ρόλο ισότιμου εταίρου (και όχι υπό κρίση υποψήφιου) στην Τουρκία, εξασφάλιση τεράστιων οικονομικών προνομίων, αλλά και είσοδό της στην κοινή ευρωπαική άμυνα. Η Ελλάδα χάνει έτσι από κάθε άποψη και πλέον ισοπεδώνεται ουσιαστικά και στην ΕΕ όπως ακριβώς στο ΝΑΤΟ. Αν προσθέσει κανείς την ανησυχητική κυβερνητική αδιαφορία για χρήσιμα ευρωπαικά αμυντικά σχήματα (όπως η «Ευρωπαική Πρωτοβουλία Επέμβασης» του Μακρόν) και την υποχωρητική διάθεση απέναντι σε απόπειρες εισόδου της Τουρκίας στην ευρωπαική άμυνα (όπως σήμερα, βλ.πχ. PESCO/EDIDP) , οι εξελίξεις οδηγούν προοπτικά στην πλήρη ακύρωση της ευρωτουρκικής μας στρατηγικής.
Πρώτον λοιπόν πρέπει οι εταίροι μας (υπό πίεση) να αποδεχθούν ότι η Ελλάδα (και η Κυπριακή Δημοκρατία) αυτονόητα δικαιούνται μέσω της ευρωπαικής ενοποίησης το «ποτέ πιά πόλεμος» όπως όλοι οι άλλοι εταίροι της. Αν η Ελλάδα προέβαλε στο παρελθόν βέτο για αστεία ζητήματα, πώς μπορεί να μένει σήμερα πλήρως συγκαταβατική όταν μάλιστα όλοι αναγνωρίζουν ότι απειλείται έμπρακτα από μιά παραληρηματική Τουρκία; Κι όταν το ευρωπαικό σύστημα κυρώσεων κινητοποιείται αστραπιαία για τη Λευκορωσία, γιατί η χώρα μας σπεύδει να χαρίσει αμέσως και δωρεάν τη συναίνεσή της;
Δεύτερον πρέπει ευσχήμως να αντικαταστήσουμε τις διερευνητικές επαναφέροντας τα ελληνοτουρκικά (την οριοθέτηση της ΑΟΖ) στο πραγματικό ευρωτουρκικό τους πλαίσιο: στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (ανοίγοντας πχ το Κεφάλαιο 13 για την αλιεία και το δίκαιο της θάλασσας) που υποχρεώνουν την Άγκυρα σε θέση κρινόμενου, την Κομισιόν σε ρόλο διαπραγματευτή εκ μέρους μας, και τον Ελληνισμό σε θέση κριτή.Το ότι η Τουρκία θα αρνηθεί δεν αποτελεί δικαιολογία για υπεκφυγή.
Τρίτον, μέσα από μιά ολοκληρωμένη πρωτοβουλία (κι όχι με ιδέες «στο πόδι») να πιέσουμε αποφασιστικά για ένα ολοκληρωμένο ευρωπαικό σύστημα ασφάλειας που να στηρίζει έμπρακτα τα απειλούμενα κράτη-μέλη: η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής δεν μπορεί να περιορίζεται στην τρομοκρατία, αλλά να καλύπτει και την επιθετικότητα τρίτης χώρας, ακόμη και νατοικής.Μέσα από τη νέα διαβούλευση που ξεκίνησε για το μέλλον της Ευρώπης, πρέπει πέρα από ουσιαστικές ρήτρες συνδρομής, να πιέσουμε για αποτελεσματικούς μηχανισμούς ταχείας αντίδρασης της ΕΕ (από σύστημα άμεσα υλοποιήσιμων κυρώσεων μέχρι την παρέμβαση δυνάμεων ταχείας αντίδρασης). Θα μάς χρειαστούν!
Έστω και σαράντα χρόνια μετά την ένταξή μας, μπορούμε με «έξυπνες» στρατηγικές κινήσεις, συνετή πίεση αλλά και (στην ανάγκη) δίνοντας την «μητέρα των ευρωπαικών μας μαχών» με απειλή βέτο, να μετατρέψουμε την ΕΕ από «επιτήδειο ουδέτερο» σε καίριο αποτρεπτικό σύμμαχο απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα με την οποία αναγκαστικά θα ζήσουμε για το ορατό μέλλον. Χρειαζόμαστε όμως επειγόντως ένα νέο εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της επαπειλούμενης «ειδικής σχέσης» και την πλήρη αξιοποίηση της ΕΕ στα ελληνοτουρκικά. Οι πανηγυρισμοί ότι τάχα έγιναν πλέον ευρωτουρκικά κινδυνεύουν αντίθετα να οδηγήσουν σε ανησυχητικούς εφησυχασμούς και νέες κρίσεις υπό χειρότερους όρους.
Τα τεράστια εθνικά πλεονεκτήματα που διανοίγονταν αντικειμενικά και εξ ορισμού για την Ελλάδα το 1981 απαιτούσαν φυσικά για να αποδώσουν έναν εθνικό σχεδιασμό. Λογικά, με μιά «έξυπνη» στρατηγική, μετά από 40 χρόνια θα είχαμε σήμερα πάνω απ’όλα εξασφαλίσει κι εμείς το θεμελιώδες μεταπολεμικό επίτευγμα. Γιατί όμως η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ακόμη και σήμερα οι μόνες χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν, χωρίς τη δέουσα στήριξη, πρωτοφανή επιθετικότητα στα σύνορά τους;
Πρώτον γιατί η συχνή πρακτική των αυτοσχεδιασμών δεν επέτρεψε να δρέψουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Και δεύτερον, γιατί τα κατά καιρούς κρίσιμα λάθη και παραλείψεις μας ενισχύονταν διαχρονικά και από τα προφανή συμφέροντα ορισμένων εταίρων, μεγεθύνοντας έτσι τα διαφυγόντα κέρδη μας. Το αποτέλεσμα είναι δυστυχώς σήμερα πεντακάθαρο μπροστά μας: η ΕΕ, αντί να στέκεται αποτελεσματικά και αποτρεπτικά αλληλέγγυα δίπλα στην απειλούμενη Ελλάδα, ακολουθεί στην πράξη ίσες αποστάσεις μεταξύ θύτη και θύματος. Και η χώρα μας, υποκρινόμενη επικοινωνιακά ότι τα ελληνοτουρκικά έγιναν ευρωτουρκικά, παγιδεύθηκε σε επικίνδυνα αδιέξοδα αδυνατώντας να τα μετατρέψει πραγματικά σε τέτοια, μέσα από «έξυπνες» πρωτοβουλίες.
Στη στρατηγική σύλληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή η ίδια η ένταξη στην ΕΕ θα λειτουργούσε πρώτα-πρώτα αποτρεπτικά απέναντι στα τουρκικά αναθεωρητικά σχέδια. Θα πολλαπλασιάζονταν εξάλλου οι ελληνικές δυνατότητες διπλωματικής ισχύος: κάθε τρίτη χώρα έπρεπε να συνυπολογίζει την επιρροή μας στις ευρωπαικές αποφάσεις και το βέτο που πλέον διαθέταμε. Χάσαμε όμως ιστορικές ευκαιρίες, ειδικά στη δεκαετία του ‘80 όταν οι τότε κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ έβλεπαν εχθρικά την ΕΟΚ και κάθε προσπάθεια κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Το οξύμωρο είναι μάλιστα ότι θεώρησαν εθνικά επωφελέστερο να προβάλουν βέτο σε σειρά κοινών θέσεων της Ευρώπης σε εντελώς ανούσια θέματα (Τσαντ κλπ), αντί για τα εθνικά θέματα. Λειτουργώντας ιδεοληπτικά, δεν αντάλλαξαν κάν τις θαρραλέες αντιρρήσεις απέναντι στους εταίρους με στήριξή τους στην εθνική ασφάλεια.
Ανεκμετάλλευτες πέρασαν και τα επόμενα χρόνια οι ενδοκοινοτικές διαπραγματεύσεις για αναθεωρήσεις των συνθηκών, όπως και οι διαδοχικές διευρύνσεις όταν τα υποψήφια μέλη ζητούσαν τη θετική μας ψήφο για να ενταχθούν, αλλά μετά την ένταξή τους μάς «άδειαζαν» στα εθνικά θέματα. Παρά την θετικότερη στάση προς την ΕΕ των κυβερνήσεων Κ.Σημίτη, στα ευρω-τουρκικά πήγαμε στο άλλο άκρο. Από το «δεν διεκδικούμε τίποτα» στο Αιγαίο και την ερμητικά κλειστή πόρτα της ΕΕ για την Άγκυρα, η Ελλάδα μετακινήθηκε μετά την ταπείνωση στα Ίμια στο ορθάνοιχτο άνοιγμα της ευρωπαικής πύλης στο Ελσίνκι. Αντί έναντι της μεγάλης μας υποχώρησης να εξασφαλιστούν ουσιαστικοί όροι και παραχωρήσεις από την Άγκυρα, αποδεχθήκαμε μιά οιονεί ευρωπαική διαιτησία ίσων αποστάσεων. Η ΕΕ ευλόγησε έτσι τις «διερευνητικές επαφές» που επέτρεπαν στην εκτός ΕΕ και αναθεωρητική Τουρκία να θέτει οποιαδήποτε διεκδίκηση απέναντι στο κράτος-μέλος Ελλάδα, και την Αθήνα απλώς να αμύνεται επί της τουρκικής ατζέντας. Κι αντί για πίεση της ΕΕ προς την Τουρκία να αποσύρει τις εξωφρενικές ιδέες της για γκρίζες ζώνες, casus belli, και να προσχωρήσει στη ΣΔΘ ώστε βάσει αυτής να οριοθετήσουμε την ΑΟΖ , αποδεχθήκαμε τον κίνδυνο να συρθούμε στο Διεθνές Δικαστήριο για όλες τις διεκδικήσεις της.
Ενόψει πυκνών εξελίξεων μπροστά μας, χρειάζεται να αξιοποιήσουμε στο έπακρο, με σχέδιο αλλά και συνετή πίεση, τη συμμετοχή μας στην ΕΕ για να αποφύγουμε την χειρότερη εξέλιξη που διαγράφεται στον ορίζοντα: ίσες αποστάσεις της ΕΕ, «χρυσά καρότα» («θετική ατζέντα») και «στο χέρι» για την Άγκυρα καθώς και ανούσιοι όροι στα ελληνοτουρκικά, έναντι θεωρητικών χάρτινων κυρώσεων. Και το χειρότερο: την σταδιακή αντικατάσταση της ενταξιακής πορείας (που συνεπάγεται πολλούς και σκληρούς ευρωπαικούς όρους) με την «ειδική σχέση». Διακαώς την επιδιώκουν αρκετοί εταίροι μας αλλά και ο Ερντογάν γιατί συνεπάγεται: ρόλο ισότιμου εταίρου (και όχι υπό κρίση υποψήφιου) στην Τουρκία, εξασφάλιση τεράστιων οικονομικών προνομίων, αλλά και είσοδό της στην κοινή ευρωπαική άμυνα. Η Ελλάδα χάνει έτσι από κάθε άποψη και πλέον ισοπεδώνεται ουσιαστικά και στην ΕΕ όπως ακριβώς στο ΝΑΤΟ. Αν προσθέσει κανείς την ανησυχητική κυβερνητική αδιαφορία για χρήσιμα ευρωπαικά αμυντικά σχήματα (όπως η «Ευρωπαική Πρωτοβουλία Επέμβασης» του Μακρόν) και την υποχωρητική διάθεση απέναντι σε απόπειρες εισόδου της Τουρκίας στην ευρωπαική άμυνα (όπως σήμερα, βλ.πχ. PESCO/EDIDP) , οι εξελίξεις οδηγούν προοπτικά στην πλήρη ακύρωση της ευρωτουρκικής μας στρατηγικής.
Πρώτον λοιπόν πρέπει οι εταίροι μας (υπό πίεση) να αποδεχθούν ότι η Ελλάδα (και η Κυπριακή Δημοκρατία) αυτονόητα δικαιούνται μέσω της ευρωπαικής ενοποίησης το «ποτέ πιά πόλεμος» όπως όλοι οι άλλοι εταίροι της. Αν η Ελλάδα προέβαλε στο παρελθόν βέτο για αστεία ζητήματα, πώς μπορεί να μένει σήμερα πλήρως συγκαταβατική όταν μάλιστα όλοι αναγνωρίζουν ότι απειλείται έμπρακτα από μιά παραληρηματική Τουρκία; Κι όταν το ευρωπαικό σύστημα κυρώσεων κινητοποιείται αστραπιαία για τη Λευκορωσία, γιατί η χώρα μας σπεύδει να χαρίσει αμέσως και δωρεάν τη συναίνεσή της;
Δεύτερον πρέπει ευσχήμως να αντικαταστήσουμε τις διερευνητικές επαναφέροντας τα ελληνοτουρκικά (την οριοθέτηση της ΑΟΖ) στο πραγματικό ευρωτουρκικό τους πλαίσιο: στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις (ανοίγοντας πχ το Κεφάλαιο 13 για την αλιεία και το δίκαιο της θάλασσας) που υποχρεώνουν την Άγκυρα σε θέση κρινόμενου, την Κομισιόν σε ρόλο διαπραγματευτή εκ μέρους μας, και τον Ελληνισμό σε θέση κριτή.Το ότι η Τουρκία θα αρνηθεί δεν αποτελεί δικαιολογία για υπεκφυγή.
Τρίτον, μέσα από μιά ολοκληρωμένη πρωτοβουλία (κι όχι με ιδέες «στο πόδι») να πιέσουμε αποφασιστικά για ένα ολοκληρωμένο ευρωπαικό σύστημα ασφάλειας που να στηρίζει έμπρακτα τα απειλούμενα κράτη-μέλη: η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής δεν μπορεί να περιορίζεται στην τρομοκρατία, αλλά να καλύπτει και την επιθετικότητα τρίτης χώρας, ακόμη και νατοικής.Μέσα από τη νέα διαβούλευση που ξεκίνησε για το μέλλον της Ευρώπης, πρέπει πέρα από ουσιαστικές ρήτρες συνδρομής, να πιέσουμε για αποτελεσματικούς μηχανισμούς ταχείας αντίδρασης της ΕΕ (από σύστημα άμεσα υλοποιήσιμων κυρώσεων μέχρι την παρέμβαση δυνάμεων ταχείας αντίδρασης). Θα μάς χρειαστούν!
Έστω και σαράντα χρόνια μετά την ένταξή μας, μπορούμε με «έξυπνες» στρατηγικές κινήσεις, συνετή πίεση αλλά και (στην ανάγκη) δίνοντας την «μητέρα των ευρωπαικών μας μαχών» με απειλή βέτο, να μετατρέψουμε την ΕΕ από «επιτήδειο ουδέτερο» σε καίριο αποτρεπτικό σύμμαχο απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα με την οποία αναγκαστικά θα ζήσουμε για το ορατό μέλλον. Χρειαζόμαστε όμως επειγόντως ένα νέο εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της επαπειλούμενης «ειδικής σχέσης» και την πλήρη αξιοποίηση της ΕΕ στα ελληνοτουρκικά. Οι πανηγυρισμοί ότι τάχα έγιναν πλέον ευρωτουρκικά κινδυνεύουν αντίθετα να οδηγήσουν σε ανησυχητικούς εφησυχασμούς και νέες κρίσεις υπό χειρότερους όρους.
Καθηγητής Γιάννης Βαληνάκης,
πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών
πρ. Υφυπουργός Εξωτερικών