Η Τουρκία διέρχεται μια πολυδιάστατη βαθειά κρίση: οικονομική, αυταρχισμού, και στις σχέσεις της με τη Δύση. Παρά τον εμφανή όμως κλυδωνισμό, το σύστημα Ερντογάν, ως αδίστακτο, είναι για το προβλεπτό μέλλον ισχυρότατο και γι αυτό αμήχανη η ομφαλοσκόπηση για το ποιά και πόσο καλύτερη ή χειρότερη θα είναι «η επόμενη μέρα». Χρειαζόμαστε αντίθετα μια «έξυπνη» στρατηγική μεγιστοποίησης των ωφελειών από την τρέχουσα συμπεριφορά της Άγκυρας ως μέτρου στοιχειώδους ασφάλειας απέναντι σε μια πανηγυρική επιστροφή του παραστρατημένου αλλά και αναβαθμισμένου «ασώτου».
Ως προς την οικονομική κρίση χρήσιμο είναι να υπογραμμίσουμε ότι η Τουρκία είναι πρώτα-πρώτα πολύ μεγάλη και σημαντική για να αφεθεί —παρά τις «φιλότιμες» ιδεοληπτικές προσπάθειες του Ερντογάν— να καταρρεύσει. Επιπλέον, πολλοί ξένοι ενδιαφερόμενοι διαβλέπουν επικερδείς ευκαιρίες στη χειμαζόμενη οικονομία της και σπεύδουν να τις αξιοποιήσουν. Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα παραδείγματα του καλού μας «εταίρου» Ισπανίας και πολυδιαφημισμένων νέων «συμμάχων» μας (ΗΑΕ και Σαουδικής Αραβίας). Μεταξύ πολλών άλλων πάντως, η φθηνή λίρα συνιστά κίνδυνο για τον ελληνικό τουρισμό το 2022.
Η άλλη εσωτερική διάσταση της τουρκικής κρίσης αφορά στην ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνηση της γειτονικής μας χώρας από τον Ρ.Τ.Ερντογάν. Οι περισσότεροι αναλυτές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την Τουρκία σαν μια κανονική δυτική δημοκρατία όταν προ πολλού έχει παύσει να είναι. Ο Πρόεδρός της είναι «πολύ σκληρός για να πεθάνει» εκλογικά και θα κάνει κυριολεκτικά τα πάντα για να μην χάσει τις εκλογές, εάν μάλιστα η επόμενη εκλογική διαδικασία πράγματι λάβει χώρα πραγματικά ελεύθερα, πράγμα απίθανο. Γενικότερα, είναι πρόωρο να τον «ξεγράφουμε». Όσο όμως λάθος είναι να προεξοφλούμε ότι η οψέποτε διάδοχη κατάσταση θα συνιστά καλύτερο γείτονα, άλλο τόσο είναι και να αναμένουμε υπεραπλουστευτικά και παθητικά («τι Ερντογάν, τι Κιλιντζάρογλου/Γιαβάς/ Εκρέμογλου») τον ρου των γεγονότων.
Η τρίτη διάσταση της τουρκικής κρίσης αφορά στον (κατά τις πλείστες ελληνικές αναλύσεις) «απομονωμένο» Ερντογάν. Κι αν ακόμη εννοούμε μόνο τις πράγματι προβληματικές σχέσεις με τη Δύση, εθελοτυφλούμε. Διεθνώς η Τουρκία είναι στρατιωτικά και διπλωματικά πολύ ισχυρότερη (σε σχέση με πριν από πχ 10 χρόνια). Κι αν οι σχέσεις της με τμήμα της Δύσης (κυρίως ΗΠΑ, Γαλλία) είναι χειρότερες, αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί δεν έχουν (ακόμη;) αποδεχθεί τη φιλοδοξία της να είναι μια αυτόνομη Μεγάλη Δύναμη. Το πιο δραματικό όμως που υποκρινόμαστε ότι δεν βλέπουμε είναι ότι η δυτική κριτική κατά της Άγκυρας περιορίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα, την μη δημοκρατική της διακυβέρνηση και την επιλεκτική της σύμπλευση με τη Ρωσία. Πέραν του ότι η σχετική αυτή αποστασιοποίηση δεν οφείλεται σε ελληνική επιτυχία, το πρόβλημα είναι ότι η κριτική είναι τελείως υποτονική και αναποτελεσματική όταν αφορά στην τουρκική επιθετικότητα εναντίον μας. Κι όμως αυτό ακριβώς θα έπρεπε να επιδιώκουμε και να διασφαλίσουμε μέχρι να γυρίσει ο τροχός: με συνεκτικό σχέδιο να προλάβουμε να κεφαλαιοποιήσουμε και επεκτείνουμε τα πρακτικά κέρδη που δικαιούται ένας αξιόπιστος αλλά και απειλούμενος εταίρος και σύμμαχος.
Επειδή λοιπόν η σημερινή κατάσταση και η δυτική δυσαρέσκεια με την Τουρκία δεν θα διαρκέσουν για πολύ και περνούν ουσιαστικά ανεκμετάλλευτες για εμάς, η «επόμενη μέρα» στην Τουρκία απαιτεί να αξιοποιήσουμε, χθες, και με «διακριτικά έξυπνες» κινήσεις, τις ευκαιρίες. Η όποια διάδοχη κατάσταση στην Τουρκία θα πανηγυριστεί στη Δύση σαν την «επιστροφή του ασώτου» και γι αυτό οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι ο «μόσχος ο σιτευτός» δεν θα θυσιαστεί σε βάρος μας.