Αθήνα, 8 Δεκεμβρίου 2006

Χαίρομαι που απευθύνομαι σήμερα στο ακροατήριό σας στην ομολογουμένως δύσκολη αυτή περίοδο, κατά την οποία η επικοινωνιακή πτυχή του έργου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης έχει ουσιαστικότερη από ότι μέχρι τώρα σημασία.

            Και τούτο διότι, όπως μας δείχνει ο διάλογος που διεξάγεται πανευρωπαϊκά τα τελευταία δύο χρόνια κατά την περίοδο περισυλλογής, ένα από τα ζητήματα που τίθενται έντονα και κατ΄ εξακολούθηση είναι η ελλιπής γνώση των Ευρωπαίων πολιτών για τα τεκταινόμενα στην ΄Ενωση, είτε πρόκειται για τον τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις από τα θεσμικά όργανα, είτε για την ουσία των πολιτικών που αποφασίζονται και εφαρμόζονται και την επίδρασή τους στην καθημερινή τους ζωή. Αν και γνωρίζουν καλά, ότι ένα μεγάλο μέρος της καθημερινότητάς τους εξαρτάται από αποφάσεις που λαμβάνονται μακριά από το μέρος όπου ζουν, εντούτοις  θεωρούν ότι δεν συμμετέχουν σε αυτές και δεν επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται.

            Στο παρελθόν, οι όποιες απόπειρες των θεσμικών οργάνων να εξηγήσουν την σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα  καταδικάστηκε εξαιτίας μιας εσωστρεφούς και ασυνεχούς στρατηγικής, η οποία δεν κατάφερε να εμπλέξει τους πολίτες σε ευρύτερα διαβουλευτικά πλαίσια και να αφουγκραστεί τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

            Η αποστολή μας, λοιπόν, είτε πρόκειται για τις κυβερνήσεις των Κρατών-Μελών, είτε για τις υπηρεσίες της ΄Ενωσης, που είναι επιφορτισμένες με την ενημέρωση, είναι ακριβώς να ακούμε με προσοχή τι ζητά ο Ευρωπαίος πολίτης και τι τον απασχολεί γενικά όσον αφορά τη δράση της ΄Ενωσης και να του παρέχουμε όχι την απαιτούμενη  ενημέρωση αλλά και το κίνητρο για να εμπλακεί ενεργά σε όλα τα ζητήματα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης .

            Αυτός είναι και ο στόχος του γνωστού πλέον σε όλους μας «Σχεδίου Δ»  της Επιτροπής, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται ποικίλες δράσεις για αυτό που ονομάζεται «Communicating Europe».

            Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, ήδη πριν την κύρωση της Συνταγματικής Συνθήκης, πραγματοποιούμε σειρά εκδηλώσεων, που θα διαρκέσουν και πέραν της περιόδου περισυλλογής, προκειμένου όσο το δυνατόν περισσότεροι Έλληνες πολίτες, και κυρίως οι νέοι, να εξοικειωθούν περισσότερο με την Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, τον τρόπο που αυτή δρα, και με τη γενικότερη προβληματική που αναπτύσσεται.

            Αναμφισβήτητα η ΄Ενωση περνά μια δύσκολη περίοδο και οι αποφάσεις που θα λάβει τα επόμενα δύο χρόνια θα καθορίσουν την πορεία της για τις επόμενες δεκαετίες. Γι΄ αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο να αποκτήσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες τη βεβαιότητα ότι οι αποφάσεις αυτές θα ανταποκρίνονται πράγματι στις ανησυχίες και τις προσδοκίες τους. Θέλουν μια ΄Ενωση ισχυρή στο διεθνές πεδίο και ταυτόχρονα μια ΄Ενωση που θα ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στα προβλήματα και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά και σε εκείνες που θέτουν οι διευρύνσεις της, πρόσφατες και μελλοντικές. Περιμένουν από την ΄Ενωση να διαφυλάξει τα κεκτημένα στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, αλλά και να τα προωθήσει. Το ίδιο και στα θέματα της ασφάλειας. Και βέβαια τους απασχολεί το ζήτημα της περαιτέρω διεύρυνσης.

            Αν κοιτάξουμε τη μέχρι τώρα αποτίμηση του διαλόγου με τους Ευρωπαίους πολίτες, αλλά και  τις διαπιστώσεις από τις κατά καιρούς δημοσκοπήσεις, π.χ. μέσω του Ευρωβαρόμετρου, θα δούμε ότι στην ουσία υπάρχει αναμφισβήτητη αποδοχή της αναγκαιότητας και της χρησιμότητας της ΄Ενωσης. ΄Ότι δηλαδή δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για κρίση των θεσμών, αλλά για κρίση εμπιστοσύνης, που διαφέρει από τη μια χώρα-μέλος  στην άλλη και αφορά κυρίως την αποτελεσματικότητα της ΄Ενωσης, κρίση που μπορεί να αντιμετωπισθεί με την κατάλληλη δράση και την αντίστοιχη ενημέρωση.

            Θα μπορούσε στο πλαίσιο αυτό να προβληθεί περισσότερο το έργο της ΄Ενωσης και οι δράσεις που αποφασίσθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του περασμένου Ιουνίου. Να υπενθυμίσω ότι τότε οι Αρχηγοί  Κρατών και Κυβερνήσεων υιοθέτησαν ένα ευρύτατο φάσμα δράσεων σε όλους τους τομείς: για τη διαφάνεια και τη δημοκρατικότητα, για την επιτάχυνση της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, για την εξωτερική δράση της ΄Ενωσης, για τα θέματα δικαιοσύνης και Εσωτερικών, για τη διεύρυνση. Θέματα δηλαδή που ήταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων πολιτών κατά τη διαρρεύσασα πρώτη περίοδο περισυλλογής.

            Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναφερθώ με λεπτομέρειες για τις παραπάνω δράσεις, που όλοι μας γνωρίζουμε, και που έχουν στόχο να φέρουν την ΄Ενωση ακόμη πιο κοντά  στις ανησυχίες και τις προσδοκίες των Ευρωπαίων πολιτών.

            Αναγκαίο, όμως,  είναι να γνωρίσουν οι Ευρωπαίοι πολίτες τις δράσεις αυτές. Επαρκής δημοκρατία σημαίνει επαρκής επικοινωνία. Αφού στόχος της ΄Ενωσης είναι να επανακτήσει αυτή την εμπιστοσύνη των πολιτών της, θα πρέπει να δοθεί μεγάλη σημασία και οπωσδήποτε προτεραιότητα στην επικοινωνιακή πολιτική. Και στο σημείο αυτό οφείλω να τονίσω την ουσιαστική συμβολή της Επιτροπής στην όλη προσπάθεια, μεταξύ άλλων και κυρίως με τη «Λευκή Βίβλο για την Επικοινωνία» και με το «Σχέδιο Δ».

            Υπάρχει λοιπόν η βούληση, υπάρχουν και τα εργαλεία για να επιτύχουμε μια νέα πολιτική συναίνεση, μια νέα δημιουργική σύνθεση πολιτικών απαντήσεων για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον. Μόνο μέσα από μια τέτοια ανοιχτή και πλουραλιστική διαδικασία διαλόγου μπορούμε να δώσουμε και την απάντηση στο ερώτημα «ποια Ευρώπη θέλουμε». Και η απάντηση πρέπει να αγκαλιάζει το σύνολο των ανησυχιών των πολιτών. Κατά συνέπεια η απάντηση πρέπει να είναι ότι θέλουμε την Ευρώπη ως τη δυναμικότερη και ανταγωνιστικότερη ελεύθερη οικονομία στον κόσμο. Θέλουμε την Ευρώπη των νέων θέσεων εργασίας και των ευκαιριών απασχόλησης. Την Ευρώπη της  κοινωνική συνοχής και της αλληλεγγύης. Πάνω απ’ όλα όμως θέλουμε την Ευρώπη των Πολιτών. Δηλαδή, την Ευρώπη που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις ανησυχίες των πολιτών της, την Ευρώπη που  θα τους αφορά άμεσα και θα τους παρακινεί να είναι δραστήριοι και να συμμετέχουν ενεργά στο Ευρωπαϊκό εγχείρημα.

            Στην προσπάθειά μας να καταστήσουμε πιο οικεία την ΄Ενωση, μας απασχολεί οπωσδήποτε και το ζήτημα του μέλλοντος της Συνταγματικής Συνθήκης. Θα χρειασθεί την επόμενη περίοδο μια ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια ενημέρωσης προκειμένου να εξηγηθούν οι λόγοι για τους οποίους χρειάσθηκε να προσφύγουμε στη σύνταξη ενός κειμένου συνταγματικού χαρακτήρα για την ΄Ενωση. Να εξηγηθεί, επίσης, στους πολίτες ποιες θα είναι οι συνέπειες από το να μην τεθεί σε ισχύ η  Συνθήκη. Από την άποψη αυτή, θεωρούμε σημαντική την πρόσφατη αποτίμηση που περιέχει η μελέτη της Επιτροπής «The cost of no Constitution». Και η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου έχει ήδη ασχοληθεί με το θέμα αυτό, των συνεπειών δηλαδή της μη θέσεως σε ισχύ της Συνθήκης.

            Οι διαπιστώσεις αυτές θεωρούμε ότι  πρέπει να προβληθούν κατάλληλα. Εφόσον οι πολίτες μας επιθυμούν ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη ΄Ενωση, αυτή μπορεί να υπάρξει με το να τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη. Είναι, σαφές, νομίζω, ότι με τις πρόσφατες διευρύνσεις δεν μπορούμε να έχουμε τα επιθυμητά αποτελέσματα, όσο και αν αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρουν οι Συνθήκες που ισχύουν τώρα. Γι΄ αυτό πρέπει να λυθεί σύντομα, το αργότερο μέχρι τέλους του 2008,  εντός του χρονοδιαγράμματος που καθορίσθηκε τον Ιούνιο, το συνταγματικό ζήτημα.

            Η Ελλάδα, και άλλα 14  Κράτη- Μέλη έχουν κυρώσει τη Συνθήκη. Γίνονται 16 μετά την κύρωση από τη Φινλανδία και 18 με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, που κύρωσαν με τη Συνθήκη Προσχώρησης τους.

            Παρ’ όλα αυτά δεν επαναπαυόμαστε στο γεγονός της κύρωσης της Συνθήκης με μεγάλη πλειοψηφία από τη Βουλή. Θεωρήσαμε και θεωρούμε την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη ως το στοιχειώδες πολιτικό προαπαιτούμενο για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον.

            Η Ελλάδα με ανοικτό πνεύμα βρίσκεται στην καρδιά της συζήτησης που έχει ξεκινήσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το μέλλον του ενωσιακού εγχειρήματος. Έχει άποψη και διατυπώνει ξεκάθαρες θέσεις.

            Θεωρούμε λοιπόν ότι πρέπει να συνεχισθεί η διαδικασία κύρωσης της Συνθήκης, κρίνοντας, όπως η πλειοψηφία των Κ-Μ αλλά και των ευρωπαίων πολιτών, ότι αυτή προσφέρει τα απαραίτητα μέσα στην ΄Ενωση  για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πολιτών της και τις προκλήσεις, τωρινές και μελλοντικές.

            Δεν πιστεύουμε ότι επιλεκτική εφαρμογή τμημάτων της Συνθήκης, το  λεγόμενο cherry picking, μπορεί να δώσει καλές λύσεις. Αντίθετα, τη θεωρούμε αντιπαραγωγική και ίσως, τελικά, και επικίνδυνη για το ευρωπαϊκό εγχείρημα.

            Σεβόμαστε, οπωσδήποτε, την ετυμηγορία των Γάλλων και Ολλανδών πολιτών, γεγονός όμως παραμένει ότι η πλειοψηφία των Κ-Μ και των ευρωπαίων πολιτών  έχει αποδεχθεί τη Συνθήκη, και αυτό πρέπει να γίνει εξ ίσου σεβαστό. Την περίοδο που έρχεται πρέπει να βοηθηθούν οι χώρες που καταψήφισαν τη Συνθήκη και όσες παρουσιάζονται ακόμη διστακτικές, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε όλοι μαζί στο μέλλον. Ας μη λησμονείται ότι οι κυβερνήσεις όλων των Κ-Μ συμμετείχαν στις μακρές, λεπτές και δύσκολες διαπραγματεύσεις και συνυπέγραψαν το συμβιβασμό που επετεύχθη, δηλαδή το Σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης.

            Η Γερμανική Προεδρία θα παρουσιάσει τον Ιούνιο 2007 εισηγήσεις και χρονοδιάγραμμα για το πώς θα πρέπει να προχωρήσουμε, και όλα τα Κ-Μ, είτε έχουν κυρώσει είτε όχι, πρέπει να βοηθήσουν με εποικοδομητικό πνεύμα κατά τις διεξαγόμενες διμερείς διαβουλεύσεις.

            Εμείς πιστεύουμε ότι όποια λύση και αν επιδιωχθεί δεν πρέπει να απέχει ουσιαστικά από το συμβιβασμό που επιτύχαμε με τη Συνταγματική Συνθήκη, που θα είναι δύσκολο να υπάρξει εκ νέου στην ίδια έκταση. Γι΄ αυτό δεν ευνοούμε επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης. Πιστεύουμε ότι μπορούν να βρεθούν τρόποι διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση αποδεκτοί από όλα τα Κ-Μ, χωρίς να θιγεί το κεκτημένο της Συνταγματικής Συνθήκης. Κάθε τι άλλο θα συνιστούσε οπισθοδρόμηση για την Ευρώπη και μάλιστα σε μια περίοδο που όλοι αναγνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη Ευρώπη, αφού τα Κ-Μ μεμονωμένα, ή μια μη συνεκτική ή διαιρεμένη ΄Ενωση δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις καθημερινά ογκούμενες και πολλαπλασιαζόμενες προκλήσεις.

            Και αυτό, θεωρούμε , ότι πρέπει να γίνει συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών μέσω και της επικοινωνιακής στρατηγικής της ΄Ενωσης, την οποία η χώρα μας εξ αρχής υποστήριξε και εφαρμόζει.

            Θα ήθελα επίσης  να επισημάνω ότι η Διακήρυξη των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων που θα υιοθετηθεί στις 25 Μαρτίου 2007 αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για να δοθεί ένα σαφές και αισιόδοξο μήνυμα στους Ευρωπαίους πολίτες για το μέλλον της ΄Ενωσης. Ο εορτασμός της 50ής επετείου της υπογραφής των Συνθηκών της Ρώμης πρέπει να αποτελέσει ένα νέο αποφασιστικό στάδιο για την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης, σύμφωνα με τους οραματισμούς και τις φιλοδοξίες των ιδρυτικών αρχών της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και κατόπιν της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.

            Σε κάθε περίπτωση εμείς ευελπιστούμε στην εμπλοκή όλων σε μια κοινή προσπάθεια να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών για το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Γι’ αυτό και η περίοδος περισυλλογής που διανύουμε δεν θα πρέπει να μεταφραστεί σε αδράνεια. 

            Η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση των νέων σχέσεων κατανόησης και των πολιτικών με τις οποίες θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις προκλήσεις του 21ου αιώνα.  Η Ελλάδα προωθεί με συνέπεια και συνέχεια την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επιζητούμε η εμβάθυνση και η διεύρυνση να προχωρήσουν μαζί, τροφοδοτώντας η μία διαδικασία την άλλη. Από τη μια να διασφαλίσουμε τη συνοχή και την αποτελεσματικότητα της ίδιας της Ένωσης, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να παραλύσει με ατελείωτες διευρύνσεις και να καταστεί έτσι θύμα της επιτυχίας της. Και από την άλλη, να κρατήσουμε την Ένωση ανοικτή σε οράματα και προσδοκίες των λαών που προσβλέπουν σε αυτήν για ένα καλύτερο μέλλον.   

            Η καθαρή αυτή θέση έχει ιδιαίτερη αξία ενόψει της μελλοντικής διεύρυνσης, για την οποία έχουμε δεσμευθεί απέναντι στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και την Τουρκία.  Θα πρέπει να τιμήσουμε τις δεσμεύσεις μας με τρόπο που θα περιφρουρεί την αξιοπιστία, την ισχύ και το μέλλον της ΕΕ.

Με την απαραίτητη προϋπόθεση βέβαια ότι πληρούν τους όρους και τα προαπαιτούμενα που έχουν τεθεί από την Ένωση. Η Ευρώπη μας είναι μια Ένωση αξιών όπου δεν υπάρχει χώρος για επιλογές a la carte και ανατολίτικα παζάρια.

Κλείνοντας θέλω να τονίσω ότι με κάθε βήμα της Ε.Ε προς τα εμπρός είναι ένα βήμα από το οποίο η Ελλάδα κερδίζει οφέλη και πλεονεκτήματα. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος που έχουμε και η υπεύθυνη στρατηγική που ακολουθούμε , μας παρέχουν ακόμη περισσότερες δυνατότητες μεγιστοποίησης της προστιθέμενης αξίας των ευρωπαϊκών πολιτικών στην καθημερινή ζωή όλων των Ελλήνων πολιτών.