Ευρώ ή δραχμή; Επιπτώσεις για την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας*
Του Kαθηγητή Γιάννη Βαληνάκη,
πρώην Υφυπουργού Εξωτερικών
Η τριαντάχρονη και πλέον πορεία της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σήμερα σε ένα κομβικό σημείο. Η τρέχουσα συζήτηση που διεξάγεται περί εξόδου της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ θεωρείτο αδιανόητη ως αντικείμενο συζήτησης πριν ένα χρόνο. Μετά όμως από τις καταιγιστικές και καταστροφικές εξελίξεις των τελευταίων δυόμισι ετών καλούμαστε πλέον αναγκαστικά να εξηγήσουμε τα αυτονόητα και κεκτημένα της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Βρισκόμαστε χωρίς αμφιβολία μπροστά σε καίριες επιλογές που θα καθορίσουν το μέλλον της χώρας, και μάλιστα όχι μόνο ως προς την οικονομική πολιτική, αλλά και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας για τις επόμενες δεκαετίες.
Η διαμόρφωση και υλοποίηση της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας απαιτεί σύνεση και ψυχραιμία, αλλά και καλή γνώση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ένα κράτος καλείται να δράσει. Επιπλέον, η διαπραγματευτική εμπειρία και η σοβαρή προετοιμασία αποτελούν καίριους παράγοντες στην επίτευξη θετικών αποτελεσμάτων στη προώθηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας. Τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαίτερη σημασία έχει αποκτήσει και η ειδική γνώση του τρόπου λειτουργίας των μηχανισμών της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό η συνεχής παρακολούθηση και αξιολόγηση των απόψεων των υπόλοιπων 26 κρατών-μελών και των συμμαχιών που διαμορφώνονται ακόμα και τη τελευταία στιγμή, είναι απαραίτητο ζητούμενο για μια ενεργό παρουσία διαρκώς εξελισσόμενο στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Είναι λοιπόν προφανές ότι καμία χώρα-εταίρος μας στην Ε.Ε. δεν θα υποκύψει στις επιθυμίες και τα όνειρά μας, απλά και μόνο επειδή θεωρούμε με τη δική μας λογική ότι το δίκαιο βρίσκεται με το μέρος μας. Όλες οι πολιτικές ηγεσίες στις δημοκρατίες της ´Ένωσης έχουν να αντιμετωπίσουν μια εσωτερική πολιτική σκηνή, συνήθως εξίσου δύσκολη με την δική μας, και μια κοινή γνώμη που πρέπει να πεισθεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν εδώ τα αποτελέσματα της έρευνας του γερμανικού τηλεοπτικού δικτύου ARD που δημοσιεύτηκαν στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, σύμφωνα με την οποία το 83% των ερωτηθέντων υποδεικνύουν την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη σε περίπτωση απόρριψης από τον ελληνικό λαό στις εκλογές του Ιουνίου 2012 των συμφωνηθέντων με την Ε.Ε. και την τρόικα. Η εικόνα αυτή, η οποία εν πολλοίς αντικατοπτρίζεται στην κοινή γνώμη και άλλων κρατών-μελών, κρούει ηχηρά ένα κώδωνα κινδύνου: η χώρα μας δεν πρέπει να αφήσει να ενισχυθεί (ή και να εμπεδωθεί) η άποψη ότι υπάρχει πλέον ένα πολύπλευρο “ελληνικό πρόβλημα” και ότι αυτό, λειτουργώντας όπως η γάγγραινα, γίνεται πια δυσβάσταχτο για την Ευρώπη, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο που να θεωρηθεί αναγκαία η εκδίωξη της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Περί ελληνικής εξόδου από το ευρώ
Η Ε.Ε. δεν λειτουργεί με τελεσίγραφα και μονομερείς ενέργειες αλλά με βάση τον διάλογο, την διαπραγμάτευση, τη συναίνεση και την σταθερή προσπάθεια ανεύρεσης ενός κοινού τόπου. Εν όψει των δυσκολιών να ληφθούν επίπονες αποφάσεις ανάμεσα σε 27 κυρίαρχα κράτη, η Ε.Ε. λειτουργεί πολλές φορές με ευλύγιστο και «εφευρετικό τρόπο» προχωρώντας πέρα από μια στενή νομική ερμηνεία των Συνθηκών. Σε σχέση λοιπόν με το επαναλαμβανόμενο σήμερα στο δημόσιο διάλογο ερώτημα αν μπορεί να βγει η Ελλάδα από το ευρώ χωρίς να το επιδιώξει η ίδια, η ορθή απάντηση είναι ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν πρέπει να θεωρηθεί αδύνατο. Αποτελεί επικίνδυνη αυταπάτη η βεβαιότητα που εμφανίζουν πολλοί, βασισμένοι σε νομικίστικες μεθόδους και στη στενή ερμηνεία ότι μια τέτοια διαδικασία δεν προβλέπεται από τις σχετικές Συνθήκες. Έχουμε δει πώς αντιμετώπισε την τρέχουσα κρίση δημιουργώντας νέους μηχανισμούς και παραβιάζοντας απαγορεύσεις. Έχουμε δει πώς χειρίστηκε τα «όχι» σε δημοψηφίσματα. Εξάλλου η Ε.Ε. χρησιμοποιεί συχνά τη μεταβλητή γεωμετρία η οποία στηρίζεται στη δυνατότητα δημιουργίας από ορισμένα κράτη «ομάδων πρωτοπορίας» και ενισχυμένων συνεργασιών που αφήνουν όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν εκτός . Όταν δηλαδή υπάρχει γενικά στην Ε.Ε. η πολιτική βούληση και όταν ωριμάσουν τέτοιες συνθήκες, τότε μπορεί να βρεθεί και ένας πολιτικός (αν και όχι απόλυτα θεσμικός) τρόπος αποπομπής της χώρας μας από το ευρώ. Εννοώ φυσικά έναν τρόπο πέραν της γνωστής και ευρύτατα συζητούμενης μεθόδου της διακοπής στη ροή των δανειακών δόσεων. Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμο είναι να συγκρατηθεί εδώ και ότι ορισμένα από τα θέματα στα οποία η Ε.Ε. μπορεί να ασκήσει πίεση, είτε άμεσα είτε έμμεσα, είναι τα λεγόμενα εθνικά μας ζητήματα και γενικότερα τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Η Ε.Ε. ως πολλαπλασιαστής ισχύος για την Ελλάδα
Χρήσιμο είναι εδώ να υπενθυμίσουμε τη μοναδικότητα που παρουσιάζει η ελληνική εξωτερική και αμυντική πολιτική. Πέραν της Κύπρου, μεταξύ των 27 κρατών-μελών μόνο η Ελλάδα αντιμετωπίζει προβλήματα εξωτερικής απειλής που είναι άμεσα και ευθέως υπαρκτά, ενώ παράλληλα διακρίνεται και από μια γεωπολιτική θέση στο σταυροδρόμι ασταθών περιοχών όπως τα Βαλκάνια, η ευρύτερη περιοχή του Ευξείνου Πόντου, και τώρα τελευταία ολοένα και περισσότερο την Ανατολική Μεσόγειο λόγω της αραβικής αλλά και της «ενεργειακής άνοιξης» στη περιοχή. Με βάση αυτές τις καίριες ανάγκες, η χώρα μας αντιμετώπισε την Ε.Ε. όλα αυτά τα χρόνια της συμμετοχής της πρώτα-πρώτα ως πολλαπλασιαστή ισχύος και κύρους. Στην ασταθή γεωπολιτική περιοχή που βρίσκεται η Ελλάδα, η συμμετοχή σε έναν τέτοιο ισχυρό ευρωπαϊκό οργανισμό προσδίδει μεγαλύτερο διαπραγματευτικό βάρος, αφού δίνεται το πλεονέκτημα στη χώρα μας να διευρύνει το πλαίσιο και τα όρια των καθαρά εθνικών της δυνατοτήτων και πόρων. Το πλεονέκτημα αυτό αντικατοπτρίζεται συνήθως συμβολικά στο δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο) που διαθέτει η χώρα ως μέλος της Ε.Ε. και που χρησιμεύει σε μια σειρά από ευαίσθητα εθνικά ζητήματα, όπως π.χ. η διαχείριση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της FYROM για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και το Κυπριακό ζήτημα και η σχέση του με την ενταξιακή πορεία της Τουρκίας στην Ε.Ε. Συναφής είναι και μια σημαντική επιτυχία για την Ελλάδα (που λησμονούν συχνά οι αναλυτές) δηλαδή η επιτυχής επιβολή ως όρων στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, πέρα από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης των «προαπαιτούμενων» («requirements») δηλαδή συγκεκριμένων όρων στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του Κυπριακού που επιβλήθηκαν στην Τουρκία το 2005 .
Η Ε.Ε. δεν λειτούργησε όμως μόνον ως πολλαπλασιαστής ισχύος στην άσκηση της εξωτερική πολιτικής της Ελλάδας. Αποτελούσε παράλληλα και προστατευτική ασπίδα απέναντι σε εξωτερικές απειλές. Μετά την ένταξη της χώρας μας το 1981 αναπτύχθηκε εξελικτικά μια στρατηγική λογική αποτροπής της Τουρκίας από επίθεση κατά της Ελλάδας, αφού που θα είχε σε τυχόν επίθεσή της να αντιμετωπίσει την Ε.Ε . Επιπλέον, η είσοδος της Κυπριακής Δημοκρατίας (και όχι της «Κύπρου» του σχεδίου Ανάν) στην Ε.Ε. προσέδωσε στην Ελλάδα έναν σύμμαχο στη διαχείριση της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, ενώ και η επίτευξη διμερών συμμαχιών (τακτικής φύσης) αποτελούν παραδείγματα ενίσχυσης των εθνικών συμφερόντων μέσα από τη συμμετοχή στην Ε.Ε.
Την κρισιμότητα των επιλογών που διανοίγονται μπροστά μας στην περίοδο που διανύουμε έρχεται να επιτείνει η νέα γερμανική (κυρίως) προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Εν όψει της επερχόμενης Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες (28-29 Ιουνίου 2012) η Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ αναμένεται συγκεκριμένα να καταθέσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σχέδιο πολιτικής ενοποίησης της Ε.Ε. που θα περιλαμβάνει, σύμφωνα με δημοσιεύματα και τραπεζική και δημοσιονομική ένωση. Η λογική του σχεδίου, για την πολιτική ένωση εντοπίζεται, στη παραχώρηση τμήματος της εθνικής κυριαρχίας των κρατών-μελών έναντι μιας «νομιμοποιημένης από τη λαϊκή κυριαρχία ευρωπαϊκής κεντρικής κυβερνητικής εξουσίας με την εκλογή προέδρου της Ε.Ε. με απευθείας ψηφοφορία, και ενός υπερ¬ενισχυμένου σε σχέση με τις σημερινές του εξουσίες Ευρωκοινοβουλίου» .
Τα οικονομικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα/μειονεκτήματα των σχεδιασμών αυτών θα κριθούν όταν όλα τα δεδομένα θα γίνουν γνωστά. Όμως για τον τομέα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας γίνεται αντιληπτό πως μια πραγματική Πολιτική Ένωση θα σημάνει στην ουσία πολιτικά και οικονομικά το τέλος στο αίσθημα εξωτερικής απειλής κατά της χώρας μας. Ταυτόχρονα γίνεται βέβαια αντιληπτό πως η ζωή εντός μιας τέτοιας Ε.Ε. δεν θα είναι ειδυλλιακή. Η Ένωση έχει ασφαλώς ήδη από καιρό εμφανίσει ατέλειες και προβλήματα. Οι εσωτερικές αδυναμίες στη λήψη αποφάσεων έχουν επεκταθεί λόγω της συνεχούς διεύρυνσης χωρίς την εξασφάλιση της απαιτούμενης εμβάθυνσης, αλλά και των εσωτερικών ανταγωνισμών που τώρα τελευταία παίρνουν και τη μορφή μονομερών ηγεμονικών τάσεων. Για τη χώρα μας ειδικά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και μια μείωση της διαπραγματευτικής της ισχύος λόγω της οικονομικής κρίσης και της υπερφόρτωσης των εταίρων μας με ελληνικά αιτήματα.
Σε ένα τέτοιο ευρωπαϊκό πλαίσιο γεννάται το ερώτημα, ως προς το πρακτέο για την Ελλάδα: Θα αντιπαραταχθεί τυφλά με την Ε.Ε. υπό το βάρος της οργής για την οικονομική καχεξία με επακόλουθο την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη/Ε.Ε. και τη πλήρη καταστροφή; Ή θα πετύχει να κινηθεί ψύχραιμα να βελτιώσει τους όρους των δανειακών συμβάσεων, αλλά και να διεισδύσει κατάλληλα κάτω από το προστατευτικό δίχτυ που θα δημιουργήσει το νέο ευρωπαϊκό σύστημα που γεννιέται;
Η χώρα δεν έχει άλλη λογική επιλογή πέραν της παραμονής στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Εντός αυτής θα έχει απείρως περισσότερα εχέγγυα για να πετύχει την οικονομική της ανάκαμψη, την εσωτερική της αναδιοργάνωση, την ισχυροποίηση της διαπραγματευτικής της δύναμης και την αποτροπή (ή αντιμετώπιση) εξωτερικών πιέσεων και απειλών. Αντίθετα η έξοδος από το ευρώ θα σημάνει τεράστιους κινδύνους σε όλο το οικονομικό φάσμα και κατ’ επέκταση και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Ασφαλώς ο ευρωπαϊκός δρόμος της Ευρώπης δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα και έχει κόστος. Ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος για την έξοδο από την κρίση με τον ταχύτερο και ασφαλέστερο τρόπο. Η Ν.Δ. αποτελεί φυσικά τον πιο γνήσιο εκφραστή και εγγυητή αυτού του δρόμου που θα κληθεί μετά από τις εκλογές να πάρει η χώρα.
*Το άρθρο αυτό βασίζεται στην ομιλία του συγγραφέα στο Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή στο πλαίσιο της ημερίδας με θέμα «Ευρώ ή δραχμή: Τί θα σήμαινε η αλλαγή στη πράξη».
Βιβλιογραφία
1) European Commission, 2005, “Negotiating Framework”, viewed 17 June 2012, <http://ec.europa.eu/enlargement/pdf/st20002_05_tr_framedoc_en.pdf>, [Pdf article].
2) Treaty of Lisbon, “Amendments to the Treaty on European Union and to the Treaty establishing the European Community”, Official Journal of European Union Available, pp.127-130.
3) Valinakis, Υ., 1994, «Greece’s Security Policy in the Post- Cold War Era», Ebenhausen/Isartal, Forschungsinstitut fur Internationale Politic und Sicherheit, pp. 27-39, 113-114.