ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ —ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΦΘΟΥΝ!

του καθηγ. διεθνών σχέσεων Γιάννη Βαληνάκη, πρ.υφυπουργού Εξωτερικών, Προέδρου του Ευρωπ.Κέντρου Αριστείας/ ΕΚΠΑ.

Tα ΝΕΑ 19/12/20

TaNea 19/12/20Βρισκόμαστε εδώ και μήνες πλέον σε μιά καθημερινή, οξεία και επικίνδυνη κρίση στα ελληνοτουρκικά αλλά και στο Κυπριακό. Η στρατηγική απέναντι σε ένα αυξανόμενα επιθετικό γείτονα χρειάζεται όμως αναπροσαρμογή γιατί έχει μείνει πίσω, στις δεκαετίες του ‘70 και ‘80, στην εποχή που είχαμε απέναντί μας μιά άλλη Τουρκία. Ένας λοιπόν διαφορετικός από πολλές απόψεις γείτονας, αλλά και μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που δεν είναι το διπολικό σύστημα του Ψυχρού Πολέμου, αντιμετωπίζεται λογικά με μιά διαφορετική στρατηγική.
Η επιτυχία της αποτρεπτική μας ισχύος δεν εξαρτάται, το λέμε και το ξαναλέμε, από το αν εμείς το διατυμπανίζουμε, αλλά από το πώς ο Ρ.Τ. Ερντογάν αξιολογεί  τη συνολική (σημερινή) στρατιωτική μας ικανότητα να του επιφέρουμε απαγορευτικά για την Τουρκία χτυπήματα (όχι απλά να αμυνθούμε), αλλά και την πολιτική αποφασιστικότητά μας να ανταποδώσουμε στο επίπεδο της πρόκλησης. Η δεκαετής βύθιση της Ελλάδας στην κρίση και την εσωστρέφεια την ώρα που αντίστροφα η Τουρκία «άνοιγε πανιά» για περιφερειακή δύναμη οδήγησε σε δραματική χειροτέρευση του συσχετισμού δυνάμεων. Το ίδιο χάσμα δημιουργήθηκε παράλληλα δια της αδράνειάς μας και ως προς τις διαπραγματευτικές θέσεις των δύο γειτόνων. Η μία πλευρά « άνοιξε πανιά» με εξωφρενικά μαξιμαλιστικές  απαιτήσεις συνοδευόμενες με απειλές, ενώ εμείς, η 9η στον κόσμο χώρα σε μήκος ακτογραμμών ακολούθησαμε την παγκοσμίως πιο συντηρητική πολιτική ως προς τις θαλάσσιες ζώνες που δικαιούμαστε από το δίκαιο της θάλασσας.
Στα δεδομένα αυτά πρέπει να προστεθούν προς αξιολόγηση και οι πιθανές αντιδράσεις των ισχυρών τρίτων δυνάμεων, με πρώτες τις ΗΠΑ και την ΕΕ, διότι στη διμερή αντιπαράθεση διαδραμάτιζαν συνήθως στη στρατηγική μας σημαντικό ρόλο ως παρεμβαίνουσες υπέρ μας. Η Ουάσινγκτον βέβαια, ως ηγέτιδα δύναμη του δυτικού κόσμου και του ΝΑΤΟ, θα κινηθεί λογικά πρώτα για την αποτροπή μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης δύο σημαντικών συμμάχων της και μετά, αν παρ’ελπίδα αποτύχει, για τον περιορισμό της. Τέτοιες βέβαια παρεμβάσεις δεν λειτουργούν υπέρ μιας δίκαιης λύσης, αλλά αναγκαστικά τηρώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα στις κατά θέσεις των δύο συμμάχων τους.
Στη στρατηγική του Κωνσταντίνου Καραμανλή η ένταξή μας το 1981 στην ΕΕ θα λειτουργούσε αποτρεπτικά προς την Άγκυρα αλλά και ως αντίβαρο στις ίσες αποστάσεις των ΗΠΑ λόγω της υποχρέωσης των εταίρων μας για αλληλεγγύη. Για λόγους που δεν χωρούν εδώ, αυτά δεν συνέβησαν, με αποκορύφωμα (;) την άρνηση στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής πολλών Ευρωπαίων να επιδείξουν μιά ελάχιστη αποτρεπτική αλληλεγγύη προς τα δύο κράτη-μέλη που απειλούνται. Είμαστε μακρυά ακόμη από μιά κοινή ευρωπαική άμυνα έναντι εξωτερικής επίθεσης κατά κράτους-μέλους και η ψευδαίσθηση για το αντίθετο μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα λάθη. Η ΕΕ είναι αναμφίβολα μιά καίρια για την Ελλάδα πηγή συνολικής (πολιτικής και οικονομικής) ενίσχυσης, αλλά και διπλωματικής, εάν ξέρουμε να την εξασφαλίσουμε. Όμως αμυντικά δεν μπορεί να μας λύσει το μεγάλο πρόβλημα του παρόντος και σαφούς κινδύνου που αντιμετωπίζουμε.

Πρέπει λοιπόν δυστυχώς να εμπλουτίσουμε τη στρατηγική μας με διδάγματα από το πολυπολικό, ασταθές και επικίνδυνο διεθνές σύστημα του Μεσοπολέμου, με τις συσπειρώσεις και αντι-συσπειρώσεις συμμαχιών που τελικά οδήγησαν στον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Βασικός λόγος ήταν και η απροθυμία των Συμμάχων (εύλογη σε ένα βαθμό στις φιλειρηνικές δημοκρατίες) να αποδεχθούν έγκαιρα το ολοφάνερο: ότι ο στρατηγικός χρόνος που κέρδιζαν συνεχώς και με ατιμωρητί τετελεσμένα οι δυνάμεις του Άξονα, έκανε την ήττα τους πιο αργή, πιό δύσκολη, και με απείρως πιό οδυνηρές ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές.