Όταν η αποτρεπτική σου στρατηγική δεν αποτρέπει και η Τουρκία αποθρασύνεται αντί να κάμπτεται, μήπως πρέπει επειγόντως να την ενισχύσεις; Κατά προτίμηση συναινετικά (ίσως με κοινές συνεδρ. Εθν.Συμβουλίου Εξωτ.Πολ + ΚΥΣΕΑ).

Ανάγκη για συναινετική διόρθωση στρατηγικήςΈστω και καθυστερημένα, γίνεται πλέον γενικά αποδεκτό ότι η τουρκική επιθετικότητα θα ενταθεί έτι περαιτέρω το 2023. Ωστόσο, δεν φαίνεται να προβληματίζει η εύλογη διαπίστωση ότι οι βελτιώσεις που επήλθαν στην αποτρεπτική μας ισχύ κατά την τελευταία τριετία αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να κάμψουν- και πολύ περισσότερο να ακυρώσουν- την τουρκική επιθετικότητα που μαίνεται απτόητη και ατιμωρητί. Άραγε τί περισσότερο πρέπει να συμβεί για να αναληφθούν άμεσες διορθωτικές πρωτοβουλίες και συναινετική επανεξέταση κρίσιμων πτυχών της ακολουθούμενης εθνικής στρατηγικής;

Μισό αιώνα μετά τη Μεταπολίτευση είναι πρωτίστως αναγκαίο να αναρωτηθούμε για τον πραγματικό στόχο που υπηρετεί η στρατηγική μας σε σχέση με τις διεκδικήσεις της Άγκυρας. Συνεχίζουμε να αναμένουμε είτε ότι η Τουρκία θα απογοητευθεί και θα παραιτηθεί από τις βλέψεις της, είτε ότι θα της το επιβάλλει το διεθνές δίκαιο, ή ενδεχομένως μια τρίτη δύναμη; Ή μήπως εφησυχάζουμε με την ψευδαίσθηση ότι την αποτρέψαμε από τους στόχους της όταν δεν έχει υποχωρήσει -ούτε ίντσα- σε κανένα από τα διμερή σημεία τριβής ενώ αντίθετα αυξάνει συνεχώς το εύρος και την επιθετικότητα των επιδιώξεών της; Εντός της ίδιας περιόδου  δαπανήσαμε επιπλέον για τα παραπάνω μείζον διπλωματικό κεφάλαιο και καταγράψαμε ανυπολόγιστα διαφυγόντα κέρδη: αδιαφορήσαμε (πλην λίγων εξαιρέσεων) για τον γεωοικονομικό πλούτο μιας ΑΟΖ μέχρι  και τέσσερεις φορές μεγαλύτερης από την ξηρά μας, αλλά και για τους καρπούς μιας ειρηνικής συνεννόησης.Όλα αυτά χωρίς να «εξημερώσουμε το θηρίο», δίχως να κερδίσουμε κάτι χειροπιαστό στα Ε/Τ σημεία τριβής — εκτός από συνεχείς αναβολές, βολικές μεν για τους εκάστοτε χειριστές (με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις) αλλά με τίμημα συχνές διολισθήσεις των θέσεών μας. Όσο για τα υπερσύγχρονα και πανάκριβα εξοπλιστικά προγράμματά μας, δεν ήταν ποτέ διαθέσιμα την ώρα της ανάγκης αφού υλοποιούνταν σχεδόν πάντα μετά τις κρίσεις (1974, 1987, 1996, 2020).

Αξιοσημείωτο είναι παράλληλα ότι παρά την προτίμησή μας  στη διεθνή δικαιοσύνη, τελικά χρησιμοποιήσαμε και τις άλλες δύο μεθόδους επίλυσης προβλημάτων που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, δηλ. τις διαπραγματεύσεις και τη μεσολάβηση. Θεωρητικά εξακολουθούμε να θεοποιούμε ως πανάκεια την προσφυγή στη Χάγη, παραγνωρίζοντας τις τεράστιες διαφορές σε σχέση με τη δεκαετία του 1970 και την αναστροφή πλεύσης της Άγκυρας, η οποία πλέον δείχνει να προτιμά το (για εμάς απαράδεκτο) «όλα στη Χάγη». Στην πραγματικότητα όμως δοκιμάσαμε συχνότατα, τόσο τις διμερείς διαπραγματεύσεις (που αποκαλούμε κατ’ ευφημισμό «διάλογο», «διερευνητικές επαφές», μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης κ.ά.), όσο και τη μεσολάβηση τρίτων χωρών. Στην τελευταία προσφύγαμε μάλιστα στις πιο επικίνδυνες στιγμές (Ίμια 1996, Ορούτς Ρέις 2020) με την ελπίδα να «συγκρατηθεί» η τουρκική επιθετικότητα— για να εισπράξουμε τελικά την τήρηση «ίσων αποστάσεων» έναντι επιτιθέμενου και αμυνόμενου και συνεπώς την καταβολή και «τιμημάτων». Ανάλογη προσπάθεια φαίνεται να εκτυλίσσεται παρασκηνιακά και σήμερα ενόψει της κυοφορούμενης κρίσης του 2023. Χωρίς όμως φιλόδοξο σχέδιασμό δεν διαφαίνονται ρεαλιστικές ελπίδες για αισθητά διαφορετική έκβαση. Από πλευράς τους μάλιστα, Τούρκοι αναλυτές προσδοκούν χαρακτηριστικά ότι ο Ερντογάν «θα τα πάρει όλα με το στυλό», προεξοφλώντας επικίνδυνα ότι η Ελλάδα δεν θα «σηκώσει το γάντι» της ένοπλης αναμέτρησης και θα συρθεί σε διπλωματική ήττα.

Η χώρα χρειάζεται την «έξυπνη» αξιοποίηση των δύο μεγαλύτερων όπλων που διαθέτει: της συμμετοχής στην ΕΕ και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας. Στην ΕΕ η έλλειψη συνολικού σχεδίου (λανθασμένα αναπαράγεται και σήμερα ως τέτοιο το «Ελσίνκι») οδήγησε σε αμφίσημες δηλώσεις στήριξης των 27 ακόμη και απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, τις οποίες επιπλέον η Άγκυρα χλευάζει απτόητη. Αλλά ούτε και το Δίκαιο της Θάλασσας αξιοποιήσαμε αποτελεσματικά: η 9η χώρα στον κόσμο σε μήκος ακτογραμμών επέλεξε να εξαντλήσει (αναποτελεσματικά) το ενδιαφέρον της στα 12 ν.μ., αδιαφορώντας για τα πολλαπλάσια οφέλη της ΑΟΖ κι απέχοντας εντυπωσιακά μέχρι και σήμερα, από την απλή –έστω- αποτύπωση επί χάρτου συντεταγμένων θέσεων και διεκδικήσεων. Επιπλέον, ενώ επί δεκαετίες επιδιώξαμε κατά κανόνα την απόλυτη αποδοχή των δικών μας απόψεων από κατά θάλασσα γείτονες, υπό την πίεση του (νομικά ανυπόστατου αλλά επί του πεδίου υπαρκτού) Τ/Λ μνημονίου, αποδεχθήκαμε στις οριοθετήσεις με Ιταλία και Αίγυπτο σχεδόν αδιανόητες μέχρι τότε ρυθμίσεις.

Συναφής είναι και ο προβληματισμός σχετικά με την καλοδεχούμενη επίδειξη δυναμισμού με τις έρευνες νότια της Κρήτης. Σηματοδοτεί άραγε τον εμπλουτισμό της στάσης μας με στοιχεία Realpolitik πριν οι υδρογονάνθρακες απολέσουν τη σημασία τους; Χωρίς δηλ. να παραβλέπεται η θεμελιώδης σημασία του διεθνούς δικαίου για τη χώρα μας αρχίσαμε μήπως να συνυπολογίζουμε και τη χρησιμότητα δυναμικών (όχι απερίσκεπτων) κινήσεων; Μήπως η οιονεί μονομερής οριοθέτηση από μέρους μας απέναντι στη Λιβύη (χάρτης Μανιάτη) και η θετική υποδοχή αντίστοιχης κίνησης της Αιγύπτου παραπέμπουν σε μια σταδιακή συνειδητοποίηση ότι από μόνο του το διεθνές δίκαιο δεν αρκεί για να κάμψει τους Τούρκους μιμητές του Πούτιν;

Συμπερασματικά, εν μέσω διογκούμενης αμφισβήτησης των μεταπολεμικών «ιερών κανόνων» περί απαραβίαστου των συνόρων, μόνο περιττή δεν θα έπρεπε να θεωρείται η επαναξιολόγηση της εθνικής στρατηγικής. Όταν η αποτρεπτική μας ισχύς δεν επέτυχε να μειώσει την τουρκική επιθετικότητα που αντιθέτως αυξήθηκε εκθετικά, μήπως τελικά δεν είναι ο γιαλός στραβός και χρειαζόμαστε επειγόντως διόρθωση πορείας; Και μήπως θα ήταν εθνικά χρήσιμη, ενόψει των παράλληλων προεκλογικών περιόδων του 2023 και των κρίσιμων στρατηγικών αποφάσεων που θα απαιτηθούν, η έναρξη διακριτικών «προπονήσεων εθνικής συνεννόησης» μεταξύ των αρμοδίων των μεγαλύτερων κομμάτων (ίσως μέσω κοινών συνεδριάσεων Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και ΚΥΣΕΑ) ώστε να αποφευχθούν νέες τραγωδίες τύπου Ιμίων;