ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΙΑ΄ – ΣΥΝΟΔΟΣ Α΄
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪKΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ Ο
(΄Αρθρο 40 παρ. 1 του Κ.τ.Β.)
Στην Αθήνα σήμερα, 13 Ιουλίου 2005, ημέρα Τετάρτη και ώρα 9.10′ συνεδρίασε στην Αίθουσα 150 του Μεγάρου της Βουλής, η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, υπό την προεδρία του Προέδρου αυτής κ. Σωτήρη Χατζηγάκη, Α’ Αντιπροέδρου της Βουλής, με θέμα ημερήσιας διάταξης:
Ενημέρωση από τον Υφυπουργό Εξωτερικών κ. Ιωάννη Βαληνάκη για τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη απαρτίας, έκανε την πρώτη ανάγνωση του καταλόγου των μελών της Επιτροπής. Παρόντες ήταν οι Βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου και μέλη της Επιτροπής κ.κ.: Σωτήριος Χατζηγάκης, Παναγιώτης Αδρακτάς, Σοφία Βούλτεψη, Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, Σοφία Καλαντζάκου, Ηλίας Καλλιώρας, Κωνσταντίνος Καρράς, Χρυσή Καρύδη, Δημήτριος Κωνσταντάρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Μπεκίρης, Γεώργιος Παπαγεωργίου, Αικατερίνη Παπακώστα – Σιδηροπούλου, Ελένη Ράπτη, Μάριος Σαλμάς, Κωνσταντίνος Τασούλας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, Ιωάννης Χωματάς, Αθανάσιος Αλευράς, Δημήτριος Ανδρουλάκης, Μαρία – Ελένη Αποστολάκη, Ιωάννης Δημαράς, Άννα Διαμαντοπούλου, Πέτρος Ευθυμίου, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Ιωάννης Παπαντωνίου, Χρήστος Παπουτσής, Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος και Αθανάσιος Τσούρας, καθώς και οι Ευρωβουλευτές κ.κ.: Αντώνιος Σαμαράς, Νικόλαος Βακάλης, Ιωάννης Παπαδημούλης, Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου, Γεώργιος Καρατζαφέρης και Κωνσταντίνος Χατζιδάκης.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ο κ. Υπουργός έχει το λόγο.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ (Υφυπουργός Εξωτερικών): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σας ευχαριστώ για την κατανόησή σας, σε σχέση με την επιμνημόσυνη δέηση που θα γίνει σήμερα για τα θύματα της τρομοκρατίας και στην οποία πρέπει να εκπροσωπήσω το Υπουργείο Εξωτερικών.
Το θέμα μας είναι η αποτίμηση της συνάντησης Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που έγινε τον Ιούνιο, στο οποίο, όπως γνωρίζετε, τα δύο μεγάλα θέματα, στα οποία επικεντρωθήκαμε, ήταν η πορεία της επικύρωσης της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης και οι δημοσιονομικές προοπτικές από το 2007 έως το 2013, ο προϋπολογισμός, δηλαδή, της Ε.Ε. για την περίοδο αυτή.
Ως προς το πρώτο θέμα, την Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη, η κατάσταση απέναντι στην οποία βρέθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη, μετά την αρνητική έκβαση των δημοψηφισμάτων στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Είχε, λοιπόν, δημιουργηθεί ένας βαθύς προβληματισμός, σχετικά με το πώς θα μπορούσε και αν θα έπρεπε να συνεχιστεί η πορεία επικύρωσης της Συνταγματικής Συνθήκης από τις υπόλοιπες χώρες. Σας θυμίζω ότι υπάρχει η δήλωση 30, η οποία προβλέπει ότι όλη η αποτίμηση θα γινόταν το Νοέμβριο του 2006, αφού πρώτα ζυγιζόταν το διαφαινόμενο αποτέλεσμα, έτσι, ώστε 20 τουλάχιστον από τις 25 χώρες να έχουν επικυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη.
Η χώρα μας από την αρχή – και αυτή είναι η θέση της κυβέρνησης – υποστήριξε τις προσπάθειες της λουξεμβουργιανής προεδρίας, προ της συνάντησης Κορυφής και κατά τη συνάντηση Κορυφής, για να υπάρξει μια κοινή τοποθέτηση των αρχηγών κρατών των 25. Αισθανόμαστε ικανοποιημένοι από τη λύση που δόθηκε, γιατί είναι μια λύση που διατηρεί τη δυναμική υπέρ της συνέχισης της διαδικασίας, έστω και με μια χρονική μετατόπιση στον ορίζοντα. Αισθανόμαστε ικανοποιημένοι, γιατί αποφασίστηκε μια περίοδος, όπως ονομάστηκε, προβληματισμού, μέχρι ένα νέο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που θα γίνει εκτάκτως στο πρώτο εξάμηνο του 2006 και που θα επιτρέψει μια ευρεία συζήτηση σε όλη την Ευρώπη, με ενεργό κινητοποίηση και ενημέρωση των Ευρωπαίων πολιτών. Δεν τίθεται θέμα επαναδιαπραγμάτευσης ή τμηματικής εφαρμογής της Συνθήκης.
Μέσα από τη λύση που δόθηκε, προσφέρεται η απαραίτητη ευελιξία στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, για να αποφασίσουν με έναν μετατοπισμένο χρονικό ορίζοντα για το τι θα κάνει κάθε μια απ’ αυτές, σχετικά με την πορεία επικύρωσης της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης. Όταν αυτά συζητούντο, είχαν ήδη επικυρώσει τη Συνταγματική Συνθήκη δέκα χώρες, μεταξύ των οποίων και η δική μας, ουσιαστικά, δηλαδή, πάνω από το 50% του συνολικού πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν τω μεταξύ, προσετέθησαν η Κύπρος, η Μάλτα και πριν από λίγες μέρες με επιτυχές δημοψήφισμα το Λουξεμβούργο. Στο Βέλγιο η διαδικασία προχωρά κανονικά, ενώ από την άλλη πλευρά η Δανία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Πολωνία ανέβαλαν τα δημοψηφίσματα και η Σουηδία με τη Φιλανδία την κυρωτική διαδικασία στα κοινοβούλια. Η προεδρία δεσμεύτηκε ότι θα αφήσει τη διαδικασία να συνεχιστεί. Συνεπώς, έχουμε μια πορεία συνέχισης της διαδικασίας με τρόπο που αφήνει την κάθε χώρα να αποφασίσει για τα του οίκου της.
Εντείνεται και ταυτόχρονα εμπλουτίζεται ο προβληματισμός σε όλη την Ευρώπη. Υπάρχει μια προετοιμασία από τη μεριά της Επιτροπής, η Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, η αρμόδια για την επικοινωνία, κ. Βάλστρομ, ετοιμάζει το λεγόμενο σχέδιο D, D από το dialogue, διάλογος, δημοκρατία, η οποία αναμένεται να γίνει γνωστή εσωτερικά στην επιτροπή, μέχρι το τέλος Ιουλίου. Από εκεί και πέρα θα συζητηθεί, από το Σεπτέμβριο και μετά, ένα σχέδιο διαλόγου επαφής με την κοινωνία των πολιτών, με τους πολίτες της Ε.Ε., με τις μη κυβερνητικές οργανώσεις, με τους κοινωνικούς εταίρους, με τα πολιτικά κόμματα και βεβαίως και με την εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων και των αντίστοιχων ιδιαίτερα επιτροπών.
Αυτό λοιπόν το σχέδιο ξεκίνησε και ταυτόχρονα, η κάθε χώρα ακολουθεί το δικό της δρόμο, όπως περιέγραψα, ως προς την κύρωση, με τάση, βεβαίως, να προστίθενται ολοένα και περισσότερες χώρες, στο σύνολο των χωρών, που έχουν ήδη κυρώσει τη συνθήκη. Αυτά ως προς το πρώτο θέμα, δηλαδή το θέμα της ευρωπαϊκής συνταγματικής συνθήκης.
Στο δεύτερο θέμα, το θέμα το δημοσιονομικών προοπτικών του προϋπολογισμού της Ε.Ε. για την περίοδο 2007 – 2013, υπήρξε, όπως ξέρετε, μια μεγάλη προσπάθεια πρώτα – πρώτα από τη μεριά της Λουξεμβουργιανής προεδρίας, στο να συμβιβάσει τις διαφορετικές απόψεις που υπήρχαν. Πέτυχε σε ένα βαθμό να φτάσουν κοντύτερα οι αποφάσεις αυτές, αλλά τελικώς απόφαση δεν υπήρξε. Βεβαίως, αυτό δεν θεωρούμε ότι ήταν μια ικανοποιητική εξέλιξη είτε για την Ευρώπη από τη μια μεριά είτε για τη χώρα μας από την άλλη μεριά.
Επειδή ετέθη το ζήτημα αυτό και ερωτηθήκαμε σχετικά, είχαμε θέσει από την αρχή αυτής της διαπραγμάτευσης ορισμένες βασικές αρχές και στόχους. Πρώτα – πρώτα ξεκινήσαμε με μια βασική θέση ότι στηρίζουμε την πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής. Σας θυμίζω ότι η πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής κατετέθη το Φεβρουάριο του 2004, λίγο πριν αναλάβει η δική μας κυβέρνηση, αφού πρώτα είχε ήδη τεθεί στο τραπέζι και δεν είχε απαντηθεί η λεγόμενη επιστολή, θέση των έξι κρατών – μελών της Ε.Ε., που υποστήριζαν και τα περισσότερα εξ αυτών εξακολουθούν να υποστηρίζουν, τη θέση ότι μόνο το 1% του ακαθάριστου ευρωπαϊκού προϊόντος θα έπρεπε να πάει στην προσπάθεια αυτή, έναντι του 1,14 που ήταν η θέση της ευρωπαϊκής επιτροπής. Εμείς, λοιπόν, στηρίξαμε από την αρχή την πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής και πέραν αυτής είχαμε και ειδικότερους στόχους, ένας εκ των οποίων ήταν, να υπάρξει αποτέλεσμα, το συντομότερο δυνατό, και μάλιστα τον Ιούνιο του 2005, διότι βεβαίως, ο χρόνος δεν εργάζεται για τη δική μας πλευρά. Βεβαίως, δεν εργάζεται και για τη μεριά όλων αυτών, που θέλουν να προετοιμαστούν κατάλληλα, έτσι ώστε να είναι έτοιμοι να απορροφήσουν σωστά τα κονδύλια αυτά από την 1η Ιανουαρίου του 2007.
Δεύτερο βασικό σημείο της θέσης μας, που υπήρξε από την αρχή σημαία μας στις συζητήσεις που κάναμε για τις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν, είναι ότι πρέπει να υπάρξει ένας δίκαιος επιμερισμός του βάρους της διεύρυνσης. Είπαμε ότι δεν είναι λογικό οι φτωχές χώρες να καλούνται να πληρώνουν τις φτωχότερες. Οι χώρες, δηλαδή, της παλιάς συνοχής της Ε.Ε., οι φτωχότερες χώρες της Ευρώπης των 15, να κληθούν να πληρώσουν ένα δυσανάλογο βάρος, σε σχέση με τις χώρες που προστέθηκαν και οι οποίες από την αρχή διεκδίκησαν ένα μεγάλο μερίδιο των κονδυλίων αυτών, με τη λογική, και τους υποστήριξαν εδώ θερμά πολλές χώρες του 1%, ότι μόνο οι νέες χώρες θα έπρεπε να πάρουν κονδύλια και πολύ λίγα κονδύλια θα έπρεπε να δοθούν στις παλαιές χώρες της συνοχής. Εμείς από την αρχή θέσαμε ως βάση διαπραγμάτευσης, το ότι πρέπει να υπάρχει μια δίκαιη κατανομή του βάρους και βεβαίως, ταυτόχρονα όλες οι χώρες, και οι παλιές και οι καινούργιες, να εισπράξουν κονδύλια της συνοχής. Η συνοχή ήταν στο κέντρο της προσπάθειάς μας και σ’ αυτό επικεντρώθηκαν οι συζητήσεις μας για τη διαμόρφωση συμμαχιών σ’ αυτό το θέμα και στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες πλευρές.
Επίσης, προσπαθήσαμε από την αρχή να υπάρξει ειδική ρύθμιση, τα λεγόμενα μεταβατικά καθεστώτα, έτσι ώστε οι περιφέρειες της Ελλάδος και βεβαίως, και άλλων κρατών που για λόγους είτε πραγματικής σύγκλισης είτε στατιστικής σύγκλισης να μη μείνουν απέξω από τα κονδύλια και τις ενισχύσεις Ε.Ε.. Γνωρίζετε ότι περιοχές, περιφέρειες στατιστικής σύγκλισης είναι εκείνες, οι οποίες λόγω του ότι προσήλθαν στην Ε.Ε. φτωχότερες χώρες από την Ελλάδα και άρα, κατέβηκε ο μέσος όρος της Ε.Ε., στατιστικά και μόνο η Ελλάδα εμφανίζεται ως πλουσιότερη, από ήταν στην αρχή και άρα περιφέρειες της ξεπερνούν αυτό το όριο του 75% προς τα πάνω και δεν δικαιούνται πλέον των κονδυλίων αυτών. Αντίθετα πραγματική σύγκλιση είναι εκείνη όπου πραγματικά επετεύχθη ένα τέτοιο αποτέλεσμα, το οποίο βεβαίως είναι επιτυχία για μια χώρα αλλά από την άλλη μεριά δημιουργεί έξοδο από τις χρηματοδοτήσεις αυτές.
Κατά τη διάρκεια των προσπαθειών μας με κέντρο τη συνοχή, από την πρώτη στιγμή προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες συμμαχίες, ώστε να διασφαλίσουμε το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα. Εργαστήκαμε πιστεύω σκληρά και αποτελεσματικά με την έννοια, ότι αντί να επιλέξουμε τη μικρή ομάδα των τριών χωρών με τα πολύ ειδικά προβλήματα, της παλαιάς ομάδας συνοχής, Ισπανία – Ελλάδα – Πορτογαλία, διευρύναμε αυτό με ειδικές προσπάθειες στις οποίες πρωταγωνίστησε η χώρα μας σε ένα μέτωπο 17 χωρών, δηλαδή, ένα μέτωπο που συμπεριελάμβανε και τις 10 νέες χώρες μέλη της Ε.Ε. και ορισμένες επίσης από τις παλαιές 15, σε μια προσπάθεια να στηρίξουμε τις προτάσεις της επιτροπής, για να πάμε μέχρι τη συνάντηση κορυφής του Ιουνίου με αυτή τη θέση και αυτή η ομάδα των 17 κρατήθηκε μέχρι το τέλος.
Πιστεύω ότι ήταν ένα σημαντικό στοιχείο του όλου αποτελέσματος, ότι, δηλαδή, η αλληλεγγύη αυτή ανάμεσα στις 17 χώρες κράτησε μέχρι το τέλος. Πέρασε τα σωστά μηνύματα στην άλλη πλευρά. Κινηθήκαμε, λοιπόν, σε τρία επάλληλα επίπεδα: πρώτον, ως χώρα με τα δικά της συμφέροντα, με τις δικές της ιδιαιτερότητες. Δεύτερον, με την ομάδα των άλλων δύο χωρών του μεσογειακού νότου, με την οποία μας συνδέουν, επίσης, κοινά συμφέροντα. Τρίτον, κινηθήκαμε και προς την ομάδα των 17, με τους ευρύτερους στόχους στήριξης των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πετύχαμε, λοιπόν, ένα μέτωπο συμμαχιών και ταυτόχρονα πετύχαμε και μέσα από μια σειρά διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις, πολλές από τις προτάσεις μας να προχωρήσουν θετικά και να φτάσουμε σε αυτή την τελική πρόταση που κατέθεσε η Λουξεμβουργιανή Προεδρεία την ημέρα του Συμβουλίου Κορυφής. Εκεί, λοιπόν, σ’ αυτή την τελευταία φάση, το λεγόμενο Negotiative Fox 6 της Λουξεμβουργιανής Προεδρείας, το ποσοστό της συνοχής αυξήθηκε στο 0,38 αντί 0,35, δηλαδή 309 δισεκατομμύρια ευρώ. Είχαμε, επομένως, βελτιώσεις θέσεων σε αυτήν την τελική φάση: τη διατήρηση της «οροφής» του 4% για τις άλλες χώρες που ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον για μας και την ειδική μεταβατική διάταξη που προστέθηκε για τις περιοχές που πλήττονται από το λεγόμενο «στατιστικό αντίκτυπο», τη βελτίωση της μεθόδου κατανομής των κονδυλίων συνοχής, τη λεγόμενη «Μέθοδο του Βερολίνου» και την αύξηση της κατά κεφαλήν ενίσχυσης του Ταμείου Συνοχής πάνω από την πρόταση – πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που κατέληγαν σε ένα δημοσιονομικό φάκελο για την Ελλάδα, της τάξης του 20,1 δισ. ευρώ, όπως έχει δηλώσει και ο Πρωθυπουργός.
Είναι γεγονός ότι η Λουξεμβουργιανή Προεδρεία με πολλή μεθοδικότητα προσπάθησε και πέτυχε νομίζουμε, με διάφορες ρυθμίσεις με τη μία ή την άλλη χώρα και τις ιδιαιτερότητές της, να υπάρξει μια ικανοποιητική ισορροπία, που τελικώς διαταράχθηκε από τη θέση ορισμένων χωρών της λεγόμενης «Ομάδας του 1%» και ειδικότερα από την Μεγάλη Βρετανία, τη Σουηδία και την Ολλανδία που επέμειναν μέχρι τέλους σε αυτό το 1%. Από την πλευρά μας, και αν η τελική πρόταση όπως κατατεθεί από το Λουξεμβούργο δεν ήταν πλήρως ικανοποιητική και δεν ανταποκρινόταν σε όλες τις επιδιώξεις μας, στο πνεύμα της επίτευξης ενός συνολικού συμβιβασμού δεν θεωρήσαμε σκόπιμο να συμπαραταχθούμε με την διαφωνούσα μειοψηφία των λίγων αυτών κρατών, παρόλο που οι απαιτήσεις μας και οι επιδιώξεις μας δεν είχαν ικανοποιηθεί. Συνεπώς, θεωρούμε ότι το αποτέλεσμα το οποίο ετέθη προ του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως τελευταία πρόταση από την Λουξεμβουργιανή Προεδρεία, ήταν μια ικανοποιητική ρύθμιση, έστω και αν δεν ανταποκρινόταν πλήρως στις απαιτήσεις μας, άλλες χώρες όμως είχαν άλλη άποψη. Καταλήξαμε στη γνωστή αδυναμία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να καταλήξει στο ζήτημα αυτό, με συνέπεια να παραμένει ανοιχτό για την επόμενη περίοδο. Και βεβαίως, είναι γνωστό ότι αναλαμβάνει, πλέον, η νέα Βρετανική Προεδρία δίνοντας συνέχεια σ΄αυτό το θέμα.
Θα ήθελα να τονίσω και ένα άλλο ζήτημα. Κατά την τελευταία αυτή συζήτηση στη συνάντηση κορυφής υπήρξαν χώρες, πολλές, μάλιστα, νέες χώρες, που ζήτησαν τον περιορισμό των κονδυλίων που επρόκειτο να τους δοθούν, του συνολικού τους φακέλου, χάριν της προσπάθειας επίτευξης συμφωνίας. Το υπογραμμίζω αυτό γιατί ορισμένες χώρες κινήθηκαν με γνώμονα να επιτευχθεί πραγματικά μια συμφωνία, η οποία θεωρείται απ’ όλους νομίζω, απαραίτητη για την πορεία της Ευρώπης, έστω και αν ορισμένες χώρες αδιαφόρησαν με την πρόταση αυτή, θεωρώντας ότι πρέπει να βελτιωθεί. Είναι, λοιπόν, μια ατυχής κατάληξη αυτό που συνέβη στη συνάντηση κορυφής. Η Βρετανική Προεδρία ανέλαβε, πλέον, την προσπάθεια. Ο κ. Blair, σε εμφανίσεις του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και γενικότερα έχει δώσει το στίγμα ότι η Βρετανική Προεδρία θέλει να καταλήξει σε έναν συμβιβασμό στο ζήτημα αυτό. Βεβαίως, απομένει να αποδειχθεί ότι αυτό είναι ακόμη κατορθωτό και να βρεθεί εκείνο το σημείο ισορροπίας που θα επιτρέψει σε όλες τις χώρες – μέλη να συμφωνήσουν. Τονίζουν ότι είναι απαραίτητο όλες οι χώρες να συμφωνήσουν, όσον αφορά τον τελικό στόχο, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε προεδρία πρέπει να λάβει υπόψη της τις ιδιαίτερες προτεραιότητες κάθε ξεχωριστής χώρας – μέλους και να προσπαθήσουν, βεβαίως, να τις συμβιβάσουν. Οι θέσεις της Βρετανικής Προεδρίας ως προς τον προϋπολογισμό είναι ότι πρέπει να αναμορφωθεί η δομή του προϋπολογισμού, κάτι που, βεβαίως, δεν είναι από τις θέσεις που εκπροσωπούν τη δική μας πλευρά. Θέλει περισσότερο την ανάδειξη αυτών που χαρακτηρίζει «πολιτικών του μέλλοντος», των τομέων προτεραιότητας του μέλλοντος, όπως η ανταγωνιστικότητα, η έρευνα και τεχνολογία που σαφώς είναι τομείς ενδιαφέροντος του μέλλοντος, αλλά θέλει περισσότερα χρήματα για αυτούς τους τομείς και λιγότερα για αυτούς που θεωρεί παραδοσιακούς, όπως τα αγροτικά και η πολιτική συνοχής. Δεύτερον, η Βρετανική Προεδρία θέλει την μείωση των δαπανών για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, προσπαθώντας στην ουσία να ανοίξει ξανά τη Συμφωνία των Βρυξελλών του 2002, θέση, στην οποία είμαστε σαφώς αντίθετοι ως χώρα. Και τέλος, υπό αυτές τις προϋποθέσεις που περιέγραψα προηγουμένως, η Βρετανική Προεδρία θέλει να συζητήσει τη σταδιακή μείωση των βρετανικών επιστροφών. Άρα, οι προοπτικές έτσι όπως διαγράφονται για τη Βρετανική Προεδρία, φαίνεται ότι οδηγούν σε μια προσπάθειά της, χωρίς, όμως, να είναι βέβαιη η κατάληξη. Από τη δική μας μεριά, θέλουμε να δούμε όσο το δυνατόν συντομότερο να υπάρξει αποτέλεσμα σε αυτό τον προϋπολογισμό του 2007 – 2013, δεδομένου ότι είναι αναγκαίο και για τη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας μας αλλά και για την έγκυρη προετοιμασία της για να βαδίσουν όλα κανονικά. Θέλουμε, λοιπόν, να κλείσει η διαπραγμάτευση αυτή, αλλά δεν είμαστε διατεθειμένοι να κλείσει η διαπραγμάτευση με οποιουσδήποτε όρους. θεωρούμε τους όρους που εξασφαλίσαμε με την τελευταία πρόταση, που δεν έγινε τελικώς αποδεκτή, αρκετά ικανοποιητικούς, αλλά ασφαλώς θα αγωνιστούμε για το καλύτερο. Ευχαριστώ πολύ.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Παπαντωνίου.
ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ: Αυτή η συζήτηση γίνεται σε συνέχεια μιας άλλης συζήτησης για το ίδιο θέμα, στην οποία απουσίαζε η Κυβέρνηση και, βεβαίως, είναι θετικό ότι γίνεται σήμερα με την παρουσία της, έτσι ώστε να έχουμε μια πιο επίσημη παρουσίαση – εμφάνιση των ελληνικών θέσεων στη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Συνόδου.
Καταρχήν, θα ήθελα να επισημάνω, ότι πράγματι, οι διαπραγματεύσεις για το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και για τα ελληνικά συμφέροντα, διεξάγονται σε ιδιαίτερα δυσχερείς πολιτικές συνθήκες, οι οποίες είναι αντικειμενικές και πρέπει να αναγνωριστούν. Οι αρνητικές αυτές συνθήκες προσδιορίζονται από τέσσερα βασικά στοιχεία: Το πρώτο είναι τα αρνητικά δημοψηφίσματα σε ό,τι αφορά στο Ευρωσύνταγμα, που τοποθετούν την ευρωπαϊκή προοπτική σε μια δυσμενή πορεία για τις θέσεις μας. Το δεύτερο είναι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, το οποίο και αυτό από μόνο του δεν είναι θετικό, διότι ανέτρεψε μια θετική προσπάθεια της Λουξεμβουργιανής Προεδρείας για να επιτύχει μια θετική έκβαση για την Ευρώπη. Το τρίτο είναι η δημοσιονομική στενότητα σε μεγάλες χώρες οι οποίες συνεισφέρουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα η Γερμανία, που αντιμετωπίζει οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα. Το τέταρτο είναι η επάνοδος του θέματος των βρετανικών επιστροφών που περιπλέκει πάρα πολύ τα ζητήματα, διότι θέτει και θέμα Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και ανατροπής της μέχρι τώρα επιτευχθείσας συμφωνίας.
Τελικώς, σε αυτό το επίπεδο θα κριθεί το κατά πόσον η χώρα μας θα μπορέσει να συνεχίσει να εισπράττει από τα κοινοτικά ταμεία ένα επαρκές ποσό για να ενισχύσει την αναπτυξιακή της προσπάθεια.
Ο κ. Βαληνάκης, επανέλαβε ότι η Ελλάδα αγωνίζεται να πετύχει συμμαχίες, να κάνει παρεμβάσεις κ.λπ.. Αυτές, όμως, οι παρεμβάσεις, – δέχομαι βεβαίως το επιχείρημα της μυστικής διπλωματίας – δεν είναι ιδιαίτερα ορατές ούτε από την ελληνική κοινή γνώμη, ούτε από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ούτε είναι ορατές στην Ευρώπη. Χρειάζεται μια πολύ ενεργότερη πολιτική παρέμβαση, όπως αυτή που έκανε παλαιότερα και ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κώστας Σημίτης, αλλά και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν ήταν πρωθυπουργός, σε επίπεδο κορυφαίων πολιτικών της Ευρώπης, Κυβερνήσεων και Χωρών, προκειμένου να πετύχουμε ένα, οριακά, έστω, καλύτερο αποτέλεσμα σε σχέση με αυτό που θα προκύψει αν αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν με το ρυθμό που οδεύουν σήμερα προς αυτή την κατεύθυνση, που όπως είπα, είναι αρνητική. Εδώ θα ήθελα να σημειώσω, ότι η σημερινή Κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει αυτές τις ευρύτερες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Υπάρχει ένα θέμα ανασύνταξης της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Υπάρχει το ενδεχόμενο αλλαγής στη Γερμανία, υπάρχει, βεβαίως, η σαφής γαλλική θέση υπέρ της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, υπάρχει η άνοδος της Αγγλίας, που συνεπάγεται όλα αυτά τα αρνητικά στοιχεία σε ό,τι αφορά τα εθνικά μας συμφέροντα. Η Ελλάδα είναι τελείως απούσα από τις διαβουλεύσεις σε κορυφαίο επίπεδο, σε αυτό το ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να επηρεάσει με θετικότερο τρόπο την έκβαση αυτών των διαπραγματεύσεων. Η Ελλάδα κινείται δια του Υπουργού εξωτερικών, Υφυπουργού εξωτερικών, διαφόρων επιτροπών, αλλά, φοβάμαι, πως αυτά δεν έχουν καμία σχέση με το τελικό αποτέλεσμα. Χρειάζονται ενεργότερες πολιτικές παρεμβάσεις υψηλού επιπέδου, που, δυστυχώς, στη χώρα μας εδώ και δεκαπέντε μήνες είναι τελείως απούσες.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Ευθυμίου.
ΠΕΤΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ: Θα ήθελα κι εγώ να τονίσω το αυτονόητο που, ήδη, ο κ. Παπαντωνίου ανέφερε, ότι είναι ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες για την Ευρώπη, με ιδιαίτερη επιβάρυνση για την Ελλάδα. Άρα, η κριτική μας εκκινεί από την αίσθηση του κοινού εθνικού συμφέροντος και δεν έχει καθόλου μικροκομματικά χαρακτηριστικά. Η κριτική βοηθά την Κυβέρνηση, ιδίως όταν προσέρχεται στο Κοινοβούλιο, όχι με την αίσθηση ότι ασκεί μυστική διπλωματία έναντι των άλλων κομμάτων και όταν έχει έναν διαυγή κώδικα σχέσεων, ακριβώς επειδή αναφερόμαστε στο εθνικό συμφέρον.
Κύριε Υπουργέ, θα ήθελα να σας επισημάνω τα εξής. Προσήλθατε εδώ δέκα μέρες πριν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 16ης Ιουνίου και μας είπατε ότι η Ελλάδα έχει ως στόχο για το Δ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, την διεκδίκηση των 12,5 δις. ευρώ. Σας επισημάναμε – γιατί οι περισσότεροι από εμάς, όπως η κ. Διαμαντοπούλου που ήταν σε θέση ευθύνης, μετείχαν στα συμβούλια υπουργών – ότι αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Ή είχατε κατεβάσει τον πήχη, ή ότι συνειδητά χρησιμοποιήσατε το βήμα της Βουλής για να διαμορφώσετε την εικόνα ότι, ενώ η Ελλάδα δικαιούται 12,5 δισ., εσείς θα έρθετε για να επιτύχετε κάτι περισσότερο. Σας είχα αναφέρει προσωπικά τη γνώμη εμπειρογνωμόνων, τους οποίους και εσείς χρησιμοποιούσατε, ότι πέρα από τα 24 δισ. που αποτελούσαν τη βάση διαπραγμάτευσης για το ΠΑ.ΣΟ.Κ και τα 22 δισ. είναι εφικτά.
Σας ερωτώ, λοιπόν, εσάς, ως αρμόδιο Υπουργό. Όταν δέκα μέρες πριν από τις 16 Ιουνίου, μας λέγατε εδώ στην Επιτροπή ότι η Ελλάδα έχει ως βάση τα 12,5 δισ., δεν γνωρίζατε ότι θα επιτύχει τα 22 δισ. που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός; Εάν δεν γνωρίζατε, αυτό είναι θέμα σχέσεών σας στην Κυβέρνηση. Ότι ο Πρωθυπουργός δεν σας είχε ενημερώσει, ή εσείς ως αρμόδιος Υφυπουργός δεν κινείστε στη διαπραγμάτευση. Εάν, όμως, το γνωρίζατε, μεταχειριστήκατε αυτήν εδώ την Επιτροπή, τα κόμματα του Κοινοβουλίου και τον ελληνικό λαό, ως ένα φόντο για μια πολύ φτωχή επικοινωνιακή στρατηγική. Γιατί όλοι εδώ τυχαίνει να μη θεωρούμε ότι αν επιτυγχάνατε το ποσό των 22 δισ. θα ήταν κάτι αρνητικό. Αντιθέτως, θα πανηγυρίζαμε μαζί σας. Γιατί αυτά δεν είναι ούτε δικά σας χρήματα ούτε δικά μας, άλλα χρήματα για την ανάπτυξη της χώρας. Αν, λοιπόν, ισχύει ένα από τα δύο, θα ήθελα σήμερα την απάντησή σας.
Κάτι ακόμα. Επανειλημμένα έχετε δηλώσει δια στόματος του Πρωθυπουργού και του κ. Μολυβιάτη ότι δεν εγκαταλείψατε το Ελσίνκι. Σας έχουμε επισημάνει ότι το βασικό και μοιραίο λάθος της Κυβέρνησής σας, είναι ότι δεν αξιοποιήσατε τις πρόνοιες του Ελσίνκι ενόψει της αποφασιστικής ημερομηνίας του Δεκεμβρίου για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας. Όπως γνωρίζετε, και ελπίζω να είναι αποτέλεσμα των δικών σας προσπαθειών, στο κείμενο της Επιτροπής για τη νέα ημερομηνία – ορόσημο, η 3η Οκτωβρίου, για την έναρξη αυτών των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, υπάρχει επανάληψη των όρων του Ελσίνκι. Επίσης, υπάρχει μια σχετική υποβάθμιση του wording, δηλαδή, της ορολογίας, για την ανταπόκριση της Τουρκίας όσον αφορά την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σας υπενθυμίζω ότι στην οικεία παράγραφο χρησιμοποιείται ο όρος fulfillment και όχι implementation, το οποίο είναι μια κρίσιμη διαβάθμιση για το βαθμό προσαρμογής της Τουρκίας στο κοινοτικό κεκτημένο σε σχέση με την Κύπρο.
Σας ερωτώ, λοιπόν, έχετε σκοπό την αξιοποίηση και τη 3η Οκτωβρίου με τον ίδιο τρόπο που το Ελσίνκι προέβλεπε το Δεκέμβριο; Δηλαδή, έχετε σκοπό να θεωρήσετε ότι είναι αυτή μια ισχυρή στιγμή διαπραγμάτευσης, ώστε να πετύχουμε μείζονα εθνικά οφέλη; Και δεύτερον, πώς αξιολογείτε το γεγονός ότι υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση στο κείμενο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εάν συντονισμένα επιχειρούμε να αναβαθμίσουμε τη διατύπωση, δηλαδή, να πετύχουμε υπέρ της Κύπρου αυτά που οφείλει η Τουρκία να εφαρμόσει, εάν, πράγματι, θέλει να είναι συνεπής στην ουσία της ένταξης και όχι στο χειρισμό της υπέρ των δικών της στενών εθνικών συμφερόντων.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Ο κ. Σπηλιόπουλος έχει το λόγο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ: Αν και έχει περάσει περίπου ένας μήνας από το Συμβούλιο και λίγο πολύ έχουν γίνει γνωστά αυτά για τα οποία μας ενημέρωσε ο κ. υπουργός, νομίζω ότι είναι θετικό ότι ακούσαμε κάποια στοιχεία από αυτό το Συμβούλιο.
Εγώ θα ήθελα να θέσω δύο θέματα. Είπε ο κ. Υπουργός, ότι είμαστε ικανοποιημένοι από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε αυτή την κρίση σε σχέση με τη μη επικύρωση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Θα ήθελα να ρωτήσω, από πού πηγάζει αυτή η ικανοποίηση. Από το ότι αποφάσισε ή συμφώνησε το Συμβούλιο για το ότι πρέπει να επιμείνει μόνο μέσω της ενημέρωσης των πολιτών, χωρίς να υπάρξουν κάποιες αποφάσεις, κάποιες αλλαγές ή κάποιες πρωτοβουλίες που θα αλλάξουν την φορά των πραγμάτων σε σχέση με το ζήτημα αυτό; Γιατί είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να ψηφιστεί από αρκετές χώρες η Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Και δεν μπορώ να καταλάβω πόσο περισσότερο θα ενημερωθεί η κοινή γνώμη της Γαλλίας, που φαίνεται να ήταν ενημερωμένη όταν ψήφισε, και θα δώσει θετική ψήφο, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, για τη συνταγματική συνθήκη. Άρα, λοιπόν, από πού πηγάζει αυτή η ικανοποίηση σας ότι θα πάνε καλύτερα τα πράγματα σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη;
Δεν ακούσαμε τίποτα από εσάς σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Πώς εμπλέκεται το ζήτημα της μη ψήφισης της Συνθήκης με το θέμα της ένταξης της Τουρκίας και σε σχέση με την ημερομηνία που έχει καθορισθεί για τον Οκτώβριο.
Το δεύτερο θέμα είναι του προϋπολογισμού. Είπε ο κ. Ευθυμίου και πολύ σωστά ότι μας είχατε ενημερώσει ότι θα έχουμε ως βάση διεκδίκησης τα 12,5 δις ευρώ. Ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός ότι θα είχαμε πετύχει 20 δις ευρώ αν είχε τελειώσει το συμβούλιο. Δεν θεωρείτε ότι αυτό είναι παρακινδυνευμένο; Τι θα γίνει αν στο επόμενο συμβούλιο δεν είναι 20; Ήταν εξασφαλισμένα αυτά τα 20 αφού δεν ελήφθη απόφαση; Πως ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός ότι εμείς είχαμε εξασφαλίσει 20 δις; Ήταν μια υπόθεση εργασίας και το ανακοίνωσε στον Ελληνικό λαό; Και μάλιστα σε συνάρτηση με το άλλο που είπατε – και θέλω εδώ μια απάντηση – υπήρξε ειδική ρύθμιση για το θέμα των περιφερειών ή όταν θα έρθει για συζήτηση αυτό το ζήτημα τότε θα μας φέρουν τους καινούργιους πίνακες και τα καινούργια ποσοστά και θα μείνουν έξω πολλές περιφέρειες της χώρας μας; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.
Το τελευταίο που θέλω να πω είναι ότι άκουσα με μεγάλη ικανοποίηση ότι εσείς είπατε, σε αντίθεση με αυτό που κάνει πολλές φορές το Υπουργείο Γεωργίας που λέει ότι η διαπραγμάτευση του 2002 – Συμφωνία των Βρυξελλών – ήταν μια κακή συμφωνία, ότι ήταν μια καλή Συμφωνία και μένουμε σ’ αυτή. Ποια είναι η αλήθεια σε σχέση με την ΚΑΠ;
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Παπουτσής.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ: Όλοι ακούσαμε τον Πρωθυπουργό, λίγο μετά τη λήξη της Συνόδου κορυφής να δηλώνει στους δημοσιογράφους ότι η Ελλάδα υποστήριξε τον τελικό συμβιβασμό τον οποίο είχε προτείνει η προεδρία του Λουξεμβούργου. Μερικές μέρες αργότερα όλοι ακούσαμε τον Πρωεδρεύοντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου να αναφέρεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να αποκαλύπτει ότι η Μεγάλη Βρετανία στην πραγματικότητα δεν ήθελε να υπάρξει συμβιβασμός. Και για να υποστηρίξει αυτή την κατηγορία και τα επιχειρήματά του, αποκάλυψε ποιος ήταν ο τελικός συμβιβασμός τον οποίο πρότεινε ο ίδιος. Είπε, λοιπόν, ότι η δική του πρόταση ήταν πρώτον, οι πιστώσεις πληρωμών να μείνουν στο 1% του κοινοτικού ΑΕΠ, οι πιστώσεις υποχρεώσεων στο 1,056%, να υπάρχει αναθεώρηση της κοινής αγροτικής πολιτικής, η οποία να πραγματοποιηθεί το 2009, να υπάρξει γραμμική μείωση του προϋπολογισμού μετά το 2009 σε όλες τις γραμμές του προϋπολογισμού και επίσης, μέχρι την τελευταία στιγμή υπήρχε η διαπραγμάτευση για το αν και κατά πόσο οι πιστώσεις για τις αγροτικές δαπάνες που θα προκύψουν από την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας θα συμπεριληφθούν στις δημοσιονομικές προοπτικές και δεν θα παραμείνουν εκτός, όπως είχε συμφωνηθεί το 2002. Εάν αυτό είναι αλήθεια τότε αναρωτιέμαι σε τι ακριβώς συμφώνησε η Ελληνική Κυβέρνηση. Αν συμφώνησε σε όλα αυτά τότε πρέπει να σας πω ότι αυτά απέχουν πολύ από τις δηλώσεις του κ. Καραμανλή που έλεγε ότι εκείνος ο συμβιβασμός εξασφάλιζε τα εθνικά συμφέροντα και τα ελληνικά ενδιαφέροντα, γιατί αν πιάσει κανείς να αναλύσει όλα αυτά θα διαπιστώσει με μεγάλη έκπληξη ότι βρίσκεται στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, ότι, δηλαδή, σε καμία περίπτωση δεν συνέφεραν τα ελληνικά συμφέροντα. Και γι’ αυτό το λόγο θα ήθελα κύριε Υπουργέ, μια πολλή σαφή απάντηση. Υποστήριξε πράγματι το συμβιβασμό του Λουξεμβούργου; Έλεγε ψέματα ο κ. Γιούνκερ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο; Τι ακριβώς συνέβη. Δεν καταλάβαμε τι υποστηρίζαμε; Ποιος ήταν ο συμβιβασμός;
Η δεύτερη ερώτηση αφορά την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Στη Σύνοδο κορυφής δεν υπήρχε καμία αναφορά για αυτή την προοπτική. Ωστόσο, όμως, η 3η Οκτωβρίου πλησιάζει και ένα από τα θέματα που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά το αν η Τουρκία θα είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Ο κ. Ευθυμίου προηγουμένως αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η Ελληνική Κυβέρνηση, με επιλογή της, απεμπόλησε τις δεσμεύσεις που είχαμε πετύχει στην περίοδο του Ελσίνκι. Η Ελληνική Κυβέρνηση συντάσσεται με τις άλλες Κυβερνήσεις των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες υποστηρίζουν ότι δεν αρκεί μόνο η υπογραφή του πρωτοκόλλου για την τελωνειακή ένωση των δέκα κρατών αλλά χρειάζεται και η εφαρμογή του; Είναι μια ερώτηση στην οποία θέλω μια σαφή απάντηση από την Ελληνική Κυβέρνηση. Με ποιον τρόπο υποστηρίζει αυτή την πρόταση;
Η τρίτη ερώτηση αφορά τα Σκόπια. Όπως γνωρίζετε κύριε Υπουργέ, στα συμπεράσματα της Συνόδου κορυφής περιλαμβάνεται μια αναφορά, κατά την γνώμη μου με ευρεία ανάγνωση και πολλές ερμηνείες, σχετικά με την αναμενόμενη Έκθεση της Επιτροπής, η οποία θα απαντά και θα σχολιάζει την αίτηση ένταξης των Σκοπίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την ίδια περίοδο βλέπουμε μια εξαιρετική κινητικότητα της Υπουργού Εξωτερικών των Σκοπίων προς όλα τα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γνωρίζουμε την πρωτοβουλία Νίμιτς όπως εκδηλώθηκε εκείνη την εποχή, αλλά βλέπουμε παντελή απουσία της Ελληνικής διπλωματίας και της εξωτερικής μας πολιτικής, την ίδια περίοδο που υπάρχουν εξελίξεις. Τι ακριβώς συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Έχουμε αφεθεί, έχουμε εγκαταλείψει αυτό το θέμα; Αναμένουμε από την Ευρώπη κάποιες εξελίξεις και να πούμε μετά ότι μας επιβάλλει η Ευρώπη την μια ή την άλλη ρύθμιση;
Η τέταρτη ερώτηση αφορά την Κύπρο. Σας άκουσα να αναφέρεστε στις προτεραιότητες της Βρετανικής Προεδρίας. Γνωρίζω πολύ καλά ότι μέσα σε αυτές τις προτεραιότητες είναι η προώθηση των δύο Κανονισμών που αφορούν την Κύπρο, δηλαδή, του Κανονισμού για την χρηματοδότηση του βορείου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των κατεχομένων δηλαδή και δεύτερον ο Κανονισμός που αφορά το απευθείας εμπόριο με το βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Βρετανική διπλωματία, ήδη, έχει ενημερώσει τους πάντες ότι προτίθεται να επαναφέρει και τους δύο αυτούς Κανονισμούς συνδεδεμένους. Θέλω να ρωτήσω, η Ελληνική Κυβέρνηση πώς αντιδρά σε αυτό; Θα υποστηρίξει την πρόταση των Κυπρίων και του Προέδρου κ. Παπαδόπουλου για τον διαχωρισμό των δύο αυτών Κανονισμών, να ελευθερωθεί και να προχωρήσει ο Κανονισμός για την χρηματοδότηση και να παραμείνει ο Κανονισμός για το απευθείας εμπόριο μέχρι να αλλάξει η νομική βάση και να υπάρχουν διασφαλίσεις ότι δε θα υποκρύπτεται στην πράξη έμμεση αναγνώριση του ψευδοκράτους στα κατεχόμενα; Η Ελληνική Κυβέρνηση στην πράξη δεν έχει σαφή θέση σε αυτό ή τουλάχιστον δεν είναι γνωστή σε εμάς και θα ήθελα επίσης να το γνωρίζουμε.
Επίσης, δύο από τα θέματα αυτά θα ήταν η προώθηση των ομιλιών για την Κύπρο και η αναγκαιότητα για την επίτευξη συμφωνίας στα πλαίσια των δημοσιονομικών προοπτικών. Προφανώς, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά. Συμπεριελήφθησαν στις συζητήσεις που πραγματοποίησε ο Πρωθυπουργός με τον κ. Μπλερ. Ποια ακριβώς θέση υποστήριξε ο κ. Καραμανλής προς τον κ. Μπλερ επί αυτών των δύο θεμάτων; Σίγουρα θα έχουν συζητήσει τέτοιου είδους θέματα.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Καλιώρας.
ΗΛΙΑΣ ΚΑΛΙΩΡΑΣ: Η ανάληψη από τη Βρετανία της προεδρίας της Ε.Ε. συνδυάστηκε με γεγονότα όπως το τρομοκρατικό χτύπημα στο Λονδίνο, όπου δεν πρόλαβαν να χαρούν την ανάληψη της Ολυμπιάδας οι Λονδρέζοι. Ταυτόχρονα, το G8 βρίσκεται στην ανάγκη να κάνει διαφορετικές δηλώσεις, σε διαφορετικό επίπεδο από ότι είχε αποφασιστεί αρχικά. Αυτό το χτύπημα με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως έχουν αλλάξει αρκετά τα δεδομένα και θα επιμείνουν περισσότερο οι Άγγλοι ως Βρετανική Προεδρία σχετικά με τα κονδύλια. Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να δοθούν περισσότερα χρήματα για τη μεταναστευτική πολιτική. Αυτό με κάνει να ανησυχώ. Έχουμε πολλά προβλήματα ως χώρα. Σε ό,τι έχει σχέση με την Κοινή Αγροτική Πολιτική να επιμένουμε στην ίδια γραμμή.
Επίσης, είναι θετικό το αποτέλεσμα του Λουξεμβούργου, που μετά τα δύο «όχι» μας υπέδειξε ότι η Ευρώπη είναι εδώ παρά τις δυσκολίες. Αυτή ήταν η Ευρώπη πάντα. Η δύναμη της είναι οι δυσκολίες τις οποίες διέρχεται, για να προχωρήσει προς τα εμπρός. Ο κ. Σαρκοζί δήλωσε ότι δεν υπάρχει πλέον γαλλογερμανικός άξονας, αλλά έχει αντικατασταθεί από πέντε έως έξι χώρες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το δίδυμο έχει αξία σε μια Ευρώπη 6, 9 ή 15 κρατών, άλλα στις 25 δεν αρκεί πλέον και πρέπει να υπάρχει συναντίληψη και σύμπνοια στην Ευρώπη, σε επίπεδο περισσοτέρων κρατών.
Ακούστηκε ότι δεν είναι ορατές οι προσπάθειες της Ελληνικής Κυβέρνησης. Όμως, ο Πρωθυπουργός της χώρας ήταν ο πρώτος αρχηγός κράτους που πήγε στο Λονδίνο με συγκεκριμένη ατζέντα και λογική. Η Ελλάδα δεν είναι απούσα. Ο πρωθυπουργός έγινε δεκτός σε λιγότερο από έναν χρόνο από τον πρόεδρο των Η.Π.Α., σε μια στρατηγική συμμαχία και όχι σε μια πολιτική φιλία. Καλύψαμε το κενό της νοτιοανατολικής Ευρώπης σε πολιτικό επίπεδο.
Πολλές φορές το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τα Μ.Μ.Ε. ανέφεραν το ζήτημα για τα 24 δισεκατομμύρια ευρώ, που το συνδέανε με τη δήθεν ατυχή δημοσιονομική απογραφή και ότι δεν θα πάρουμε τα χρήματα, γιατί δεν μας παίρνουν σοβαρά κάποιοι. Με ανησυχεί όταν ο πρωθυπουργός της χώρας μιλάει για 20 δισ. και μια συγκεκριμένη πορεία και δεχόμαστε πολιτική μομφή, ότι η κυβέρνηση δεν προσπαθεί και είναι απούσα.
Θα ήθελα να μας πει ο κ. Υπουργός πώς αισθάνεται για την χώρα μας μετά την ανάληψη της Βρετανικής Προεδρίας, τι έχει αλλάξει και ποια είναι η πολιτική αίσθηση ως προς το κοινοτικό πλαίσιο και τα χρήματα που αφορούν την περίοδο 2007 με 2013. Έχουμε καλή κατεύθυνση ή η Βρετανία αποκλίνει και δεν θα μας δώσει απάντηση σε αυτή την περίοδο, με τα προβλήματα που θα είναι συνδεδεμένα με αυτή την πολιτική;
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Βαληνάκης.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΛΗΝΑΚΗΣ (Υφυπουργός Εξωτερικών): Θα ξεκινήσω από τη διεύρυνση. Επισήμως το θέμα της διεύρυνσης δεν ετέθη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και έχουμε μείνει στα συμπεράσματα του Δεκεμβρίου. Αυτή είναι η θέση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Θεσμικά το θέμα της διεύρυνσης δεν συνδέεται με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης. Σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ορισμένα από αυτά τα θέματα είναι υπαρκτές ανησυχίες. Οι θέσεις μας ως προς αυτό είναι σαφής και κατηγορηματικές. Η διεύρυνση αφορά ιστορικά όλους τους γείτονές μας, άρα αφορά κατεξοχήν την Ελλάδα, που είναι στο κέντρο αυτής της περιοχής που βαδίζει πλέον προς την Ευρώπη, αντίθετα με την προηγούμενη διεύρυνση, που αφορούσε χώρες που είναι αρκετά μακριά από την Ελλάδα, πλην βεβαίως της Κύπρου. Συνεπώς, είναι στο κέντρο των προσπαθειών μας, διότι αντιλαμβανόμαστε την προσπάθεια εξευρωπαϊσμού και ευρωπαϊκής προσαρμογής των χωρών αυτών, ως μια προσπάθεια στην οποία έχουμε επικεντρωθεί και η οποία αποσκοπεί στον να καταστήσει τη γειτονιά μας πιο ασφαλή, πιο δημοκρατική και πιο σταθερή. Μέσα από την πορεία των χωρών αυτών προς την Ε.Ε., αντιλαμβανόμαστε ότι θα δοθούν οι δυνατότητες στην ελληνική και ευρωπαϊκή διπλωματία να πετύχει την προσαρμογή των χωρών αυτών στο επίπεδο που ζητείται, για να γίνουν κράτη μέλη της Ε.Ε.. Αυτό ισχύει και για την Τουρκία. Χρονικά προηγείται η Βουλγαρία και η Ρουμανία. Γνωρίζουμε την προσπάθεια που καταβάλλουν όλοι για να εξελιχθεί ομαλά η ένταξη των δύο αυτών χωρών το 2007, εφ’ όσον τηρηθούν όλα τα υπεσχημένα.
Ως προς την Τουρκία, ειπώθηκαν πράγματα σχετικά με το Ελσίνκι. Στο Ελσίνκι δεν τέθηκαν όροι, αλλά εκεί ο τότε υπουργός εξωτερικών είπε ότι θέλει η Τουρκία να αποκτήσει το καθεστώς της υποψήφιας χώρας και γι’ αυτό να μη τεθούν όροι. Δεν τέθηκαν όροι και λήφθηκαν οι γνωστές αποφάσεις του Ελσίνκι. Δική μας επιδίωξη ήταν να βελτιωθούν οι όροι και να γίνουν καλύτεροι για μας. Θεωρούμε ότι το πετύχαμε και μια μελέτη των κειμένων αυτών δίνει σαφή αποτελέσματα. Βελτιώθηκαν οι όροι το Δεκέμβριο του 2004, όταν αποφασίστηκε η έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων για την 3η Οκτωβρίου και βελτιώθηκαν ακόμη περισσότερο στο τελευταίο συμβούλιο σύνδεσης, που έγινε πριν από δύο μήνες και αυτό το παραδέχονται όλοι.
Ένα από τα σημεία των αποφάσεων του Δεκεμβρίου, που, μάλιστα, θεωρώ ότι έχει υποτιμηθεί στο δημόσιο διάλογο, είναι, ότι όλα τα σημεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Οκτωβρίου του 2004, αποτελούν όρους για την Τουρκία, πράγμα που παραπέμπει στα γνωστά θέματα του Πατριαρχείου της Χάλκης, στο θέμα της Ίμβρου και της Τενέδου -που για πρώτη φορά ετέθη- και όλα τα σημεία ιδιαίτερου ελληνικού ενδιαφέροντος.
Γνωρίζετε όλοι την αναφορά στις σχέσεις καλής γειτονίας, στην οποία προτρέπουμε την Τουρκία. Είναι γνωστό, ότι είναι μια μακρόχρονη πορεία, μέσα από την οποία καλείται η Τουρκία να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και τα ευρωπαϊκά προαπαιτούμενα και εάν στο τέλος της πορείας η Τουρκία δεν προσαρμοστεί, δεν θα έχει το δικαίωμα να είναι πλήρες κράτος – μέλος. Εμείς, όμως, σαφώς, στηρίζουμε την προοπτική του κράτους – μέλους στο τέλος αυτής της διαδικασίας, εφ’ όσον η Τουρκία, βεβαίως, πληροί όλους τους όρους και τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί.
Ειπώθηκε, επίσης, κάτι σχετικά με τα Σκόπια. Είναι εμφανές, νομίζω, ότι και στο θέμα αυτό παραλάβαμε μια κατάσταση, που δεν ήταν ικανοποιητική. Μια κατάσταση που εξελισσόταν επί πολλά χρόνια και την οποία προσπαθούμε να αντιστρέψουμε. Τις επόμενες μέρες, που θα έχουμε το Συμβούλιο Σύνδεσης με τα Σκόπια αλλά και στο δεύτερο ήμισυ του χρόνου, που θα κατατεθεί η γνωμοδότηση της Κομισιόν, πιστεύουμε ότι θα υπάρχουν θετικότερες εξελίξεις για τα δικά μας συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη το που είχαμε φτάσει όταν είχαμε παραλάβει τα θέματα αυτά. Πρέπει να το πούμε, ότι η Κυβέρνηση παρέλαβε όλα τα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής ανοικτά και τα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό και το Σκοπιανό και άλλα μεγάλα θέματα.
Έρχομαι τώρα στα υπόλοιπα ζητήματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου . Είναι εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια κατάσταση, που είναι εξαιρετικά δύσκολη και εξαιρετικά περίπλοκη. Είναι περίπλοκη, γιατί έχουμε πλέον 25 κράτη – μέλη στην Ε.Ε. -είχαμε ήδη δυσκολίες με τα 15- και ιδίως με αυτά τα νέα κράτη που προστίθενται, βεβαίως, το καθένα με τη δική του άποψη. Η διαπραγμάτευση με εικοσιπέντε εταίρους είναι, μοιραία, πολύ πιο δύσκολη και απαιτεί διάθεση συμβιβασμού. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να είναι μαξιμαλιστής, έστω και αν επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των ωφελειών. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν είναι για μας ικανοποιητικό. Πρώτον, γιατί δεν υπήρξε λύση του προβλήματος των δημοσιονομικών προοπτικών και δεύτερον, διότι και όσα είχαν τεθεί στο τραπέζι και εμφανίστηκαν με τη συμβιβαστική πρόταση της Λουξεμβουργιανής Προεδρίας, πρόταση που τελικώς δεν συγκρατήθηκε. Συνεπώς, τίποτα δεν είναι κερδισμένο εξ ορισμού και τίποτα χαμένο. Είναι μια διαπραγμάτευση η οποία συνεχίζεται και ελπίζουμε ότι θα συνεχιστεί με θετικό πνεύμα με την Βρετανική Προεδρία και ότι θα καταλήξουμε το συντομότερο σε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Ουδέποτε είπα εγώ, ότι θεωρώ τα 12 δισ. ικανοποιητική βάση ή στόχο για διαπραγμάτευση. Αυτό που έχω πει και το έχω πει δημόσια ήταν, ότι 12 δισ. ήταν ο φάκελος ο ελληνικός, εφόσον συνεκρατείτο τελικώς η πρόταση του 1%, της ομάδας των έξι κρατών. Όπως γνωρίζετε οι τρεις –Βρετανία, Ολλανδία, Σουηδία- από τις έξι χώρες συγκράτησαν μέχρι το τέλος, ως θέση τους, τη θέση του 1% ως απαράλλακτη και δεν φτάσαμε στο συμβιβασμό. Έλεγα, δε, ταυτόχρονα ότι επιδίωξη της Κυβέρνησή μας είναι να επιτύχει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Αυτά έχουν καταγραφεί και ουδέποτε επαναλαμβάνω είναι στόχος μας τα 12 δισεκατομμύρια. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, με μια φιλόδοξη στρατηγική και αγωνιζόμαστε για να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Θέλω να τονίσω το στοιχείο της υπευθυνότητας, που διακρίνει τη στάση μας. Η αντιπολίτευση, βεβαίως, κάνει αντιπολίτευση, που δεν είναι η ενδεδειγμένη στρατηγική. Πάντως η δική μας στάση είναι υπεύθυνη. Απορώ μερικές φορές για την κριτική που ασκείται σε πράγματα που είναι ορατά, διότι και αυτά ακόμη ετέθησαν υπό αμφισβήτηση. Εμείς, λοιπόν, υπογραμμίζω, ασχολούμαστε με την ουσία και όχι με τις εντυπώσεις. Πρώτον, υπήρξε η κατάλληλη προετοιμασία, δούλεψαν πολλές ομάδες εργασίας και στο Υπουργείο Εξωτερικών και στη μόνιμη αντιπροσωπεία στις Βρυξέλλες και στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και στο Υπουργείο Γεωργίας και σε όλα τα συναρμόδια Υπουργεία και φορείς επί πολλούς μήνες για να είμαστε πάνοπλοι για την τελική αυτή φάση της διαπραγματεύσης του Ιουνίου.
Φτιάξαμε μόνοι μας, με τους Πορτογάλους ξεκινώντας, μια ομάδα 17 κρατών, που στήριξαν την πρόταση. Κάναμε δεκάδες συναντήσεις. Στην Αθήνα έγινε συνάντηση Υπουργών και Υφυπουργών 17 χωρών. Έγιναν διμερείς συναντήσεις και σε μικρότερες ομάδες, με την Ισπανία, την Πορτογαλία, με την οποία υπάρχει σταθερή επικοινωνία.
Αναφέρετε ότι η κυβέρνηση δεν συναντιέται με τις μεγάλες χώρες, ιδίως με τους πρωθυπουργούς τους. Σας θυμίζω ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός συναντήθηκε και με τον κ. Μπλερ και με τον κ. Σρέντερ και θα συναντηθεί και με τον κ. Σιράκ. Συναντήθηκε με τον Ισπανό Πρωθυπουργό, τον Πορτογάλο Πρωθυπουργό, τον Πολωνό Πρωθυπουργό και με πολλούς άλλους πρωθυπουργούς των ευρωπαϊκών χωρών κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών και ένα από τα μεγάλα θέματα που συζητούσαμε και προχωρούσαν κάθε φορά ήταν των δημοσιονομικών προοπτικών. Είναι σαφής, λοιπόν, η κινητικότητα σε όλα τα επίπεδα. Νομίζω, ότι είναι πέραν οποιασδήποτε αμφιβολίας, ότι υπήρξε πολύ μεγάλη κινητικότητα, πολύ καλή προετοιμασία με συμβούλους και εδώ και στο εξωτερικό, που συνεχώς αποτιμούσαν τα αποτελέσματα σε κάθε φάση των διαπραγματεύσεων. Πάντα, όμως, έλεγα ότι σταθερή θέση αυτής της διαπραγμάτευσης, είναι η σταθερή θέση της ομάδας του 1%. Εκείνη, δυστυχώς, είναι που έχει ένα ιδιαίτερο βάρος, διότι είναι κυρίως οι χώρες συνεισφορείς, από τις οποίες εξαρτάται, αν τελικώς θα διατηρηθούν και πόσα κονδύλια για τις χώρες συνοχής. Ουδέποτε είπα ότι στόχος μας ήταν τα 12 δισεκατομμύρια. Έχουμε φιλόδοξους στόχους και αυτούς τους φιλόδοξους στόχους συνεχίζουμε να ακολουθούμε.
Υπήρξαν κριτικές και καταστροφολογικές προφητείες πριν και μετά τη συνάντηση κορυφής και ακόμη, ειπώθηκε ότι υπήρξε απόφαση της ευρωπαϊκής επιτροπής το Φεβρουάριο του 2004. Δεν υπήρξε τέτοια απόφαση.
Αν υπήρχαν τέτοιες αποφάσεις, θα είχαν λυθεί τα ζητήματα και δε θα κάναμε όλη αυτήν την προσπάθεια και όλη αυτήν τη διαπραγμάτευση. Ούτε καν τον Ιούνιο δεν υπήρξε απόφαση. Ήταν απλώς μια πρόταση της Επιτροπής. Ταυτόχρονα ήταν ισχυροί και όλοι αυτό είχαν κυρίως στο μυαλό τους, δηλαδή, την πρόταση του 1% της ομάδας των έξι.
Ακούγεται επίσης και αυτό δεν είναι σωστό και γίνεται χάριν εντυπωσιασμού, ότι πρέπει να συγκρίνουμε τα χρήματα του Γ΄ ΚΠΣ με το Δ΄ ΚΠΣ. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν με σοβαρότητα. Έχουμε να κάνουμε με μια εντελώς νέα Ευρώπη, όπου έχουμε επιπλέον 10 κράτη-μέλη και μάλιστα ως επί το πλείστον φτωχά. Η πολιτική συγκυρία σήμερα είναι τελείως διαφορετική από τις πολιτικές συγκυρίες του παρελθόντος. Δεν είδα να γίνεται καμία εναλλακτική πρόταση από την πλευρά της Αντιπολίτευσης για άλλες διαπραγματευτικές συμμαχίες. Δεν κατάλαβα να υπάρχουν άλλες προτάσεις. Νομίζω, ότι η σωστή διαπραγματευτική στρατηγική που ακολουθήθηκε από τη δική μας μεριά ήταν η σωστή προετοιμασία. Όλα τα άλλα ακούγονται ως προσπάθεια εντυπωσιασμού.
Από τη δική μας μεριά ήμασταν σταθεροί στους στόχους μας, τους οποίους περιέγραψα και θα τους επαναλάβω πολύ σύντομα. Θέλαμε συμφωνία το συντομότερο δυνατό και μάλιστα, αν ήταν δυνατό, μέχρι τον Ιούνιο του 2005. ελπίζουμε, ότι αυτό θα γίνει τους επόμενους μήνες.
Βασικός μας, επίσης, στόχος ήταν η δίκαιη κατανομή του βάρους. Είχα πει, οι φτωχές χώρες της παλιάς Ε.Ε., της διευρυμένης, να μην πληρώσουν. Θέλαμε και θέλουμε μεταβατικά καθεστώτα για όλες τις ελληνικές περιφέρειες, δηλαδή, καμία ελληνική περιφέρεια να μη μείνει χωρίς μεταβατικό καθεστώς. Δε συμφωνήσαμε με οποιαδήποτε προσπάθεια ανοίγματος της κοινής αγροτικής πολιτικής. Από την άλλη μεριά, ακούστηκαν αντιφατικά ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές απόψεις που υπήρχαν.
Συνεχίζουμε, λοιπόν, σταθερά τις διαβουλεύσεις με τις άλλες χώρες, που έχουν ομοειδείς απόψεις με μας, διότι, καμιά φορά, αλλάζουν και από εξάμηνο σε εξάμηνο. Με τα νέα στατιστικά δεδομένα που θα μπουν στη συζήτηση τους επόμενους μήνες, θα δημιουργηθούν νέες συμμαχίες, τις οποίες έχουμε υπόψη μας. Τις έχουμε δουλέψει από το παρελθόν και θα συνεχίσουμε να τις δουλεύουμε τους επόμενους μήνες.
Συμπερασματικά, κινηθήκαμε και κινούμαστε πιστεύω με ρεαλισμό. Γνωρίζουμε τι γίνεται γύρω μας, δηλαδή, ότι έχουμε μια πάρα πολύ δύσκολη συγκυρία με χώρες που επιμένουν στο 1%. Αντιμετωπίζουν και αυτές εσωτερικές πιέσεις. Έχουμε δημοψηφίσματα που αλλάζουν τη γενικότερη διάθεση στην Ευρώπη. Έχουμε τις προσπάθειες της Βρετανικής Προεδρίας να αλλάξει τη δομή του προϋπολογισμού και να τον πάει προς μια σύγχρονη κατεύθυνση, μια κατεύθυνση, όμως, η οποία δε μας βρίσκει σύμφωνους δεδομένης της ισορροπίας που έχει διαμορφωθεί σήμερα. Ταυτόχρονα, εφαρμόζουμε μια γενικότερη πολιτική με ολοκληρωμένο σχεδιασμό και με πρόγραμμα που ξέρει που θέλει να πάει.
Πρόσφατα, ο κ. Παπανδρέου είχε πει, ότι τίποτα δε χαρίζεται και ότι κάθε ευρώ κερδίζεται με σκληρή μάχη. Αυτό είναι σωστό. Έχει δίκιο. Αλλά, ακριβώς, επειδή τίποτα δε χαρίζεται από κανέναν, δεν πρέπει ούτε να κατασπαταλάται, αλλά ούτε και να ξεφεύγει από την προσοχή μας οποιοδήποτε λεπτό σε αυτή τη δύσκολη διαπραγμάτευση που έχουμε αναλάβει. Αυτός είναι ο στόχος μας. Δε θα αφήσουμε όχι απλώς κανένα ευρώ ανεκμετάλλευτο, αλλά η συνολική μας προσπάθεια θα είναι να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τη χώρα μας. Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας μια δύσκολη τελική φάση της διαπραγμάτευσης. Κάθε δημόσια δήλωση μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Γι’ αυτό σας καλώ να δείξετε την απαιτούμενη διάθεση, προκειμένου να βοηθήσετε. Ελπίζω, ότι θα βοηθήσετε εποικοδομητικά, έτσι ώστε να πετύχουμε την τελική φάση των διαπραγματεύσεων με το καλύτερο αποτέλεσμα για τη χώρα μας. Άλλωστε, αυτό το αποτέλεσμα ήταν ο στόχος μας από την αρχή σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Το λόγο έχει ο κ. Παπουτσής.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ: Ευχαριστώ πολύ τον κ. Υφυπουργό για την παρουσίαση που μας έκανε. Παραμένουν, όμως, ορισμένα ερωτήματα ανοιχτά. Βεβαίως, με την παρουσίασή του πιστοποίησε αυτό που όλοι γνωρίζουμε, ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση. Η χώρα μας θα πρέπει να έχει μια σαφή εθνική στρατηγική σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Για το λόγο αυτό, θέλω να υπενθυμίσω την πρόταση που έχουμε ήδη κάνει για μια γενικευμένη συζήτηση σε επίπεδο Αρχηγών κομμάτων, φυσικά, με την παρουσία και του Πρωθυπουργού, οπωσδήποτε πριν την Έκτακτη Σύνοδο Κορυφής.
Στο σημείο αυτό γίνεται η ανάγνωση του καταλόγου των μελών της Επιτροπής. Παρόντες ήταν οι βουλευτές κ.κ. Σωτήριος Χατζηγάκης, Παναγιώτης Αδρακτάς, Σοφία Βούλτεψη, Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, Σοφία Καλαντζάκου, Ηλίας Καλλιώρας, Χρυσή Καρύδη, Δημήτριος Κωνσταντάρας, Κυριάκος Μητσοτάκης, Μιχαήλ Μπεκίρης, Αικατερίνη Σιδηροπούλου – Παπακώστα, Ελένη Ράπτη, Μάριος Σαλμάς, Κωνσταντίνος Τασούλας, Μάξιμος Χαρακόπουλος, Δημήτριος Χριστοφιλογιάννης, Ιωάννης Χωματάς, Μαρία – Ελένη Αποστολάκη, Ιωάννης Δημαράς, Άννα Διαμαντοπούλου, Πέτρος Ευθυμίου, Μιλτιάδης Παπαϊωάννου, Ιωάννης Παπαντωνίου, Χρήστος Παπουτσής, Κωνσταντίνος Σπηλιόπουλος και Άγγελος Τζέκης.
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ (Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής – Πρόεδρος της Επιτροπής): Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σας ευχαριστούμε για την παρουσία σας και τη συμμετοχή σας. Κύριε Υπουργέ, σας ευχαριστούμε.
Τέλος και περί ώρα 10.30΄ λύθηκε η συνεδρίαση.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΣΚΥΛΛΑΚΟΣ